«Πέθανε, κι εγώ κοντά θα ’ρθω. Φεύγω!»
Εμπειρίες των ανθρώπων του μόχθου, των ανθρώπων που βύθισαν το κορμί τους στα χώματα, των ανθρώπων που η ανάσα τους αποπνέει κάματο και στέρηση
Δ «Στη μάνα μου που πέρασε όλη τη ζωή της ως εργάτρια γης ουλέψαμε σκύλινα και οβρέικα. Εμένα τα χέρια μου έχουνε μέσα καντήλες... Δουλειά πολλή. Οταν δεν δούλευες και παράταγες το κτήμα σε παράταγε και αυτό». Τα ροζιασμένα δάχτυλα κινούνται διστακτικά σαν κάτι να μετρούν, κάτι να ψηλαφούν, να τραβούν από τα σκοτάδια της μνήμης· σαν να μη φτάνουν τα λόγια και έρχονται αυτές οι μικρές κινήσεις να δώσουν μορφή στο άμορφο, να φέρουν στο φως ό,τι μένει στο ημίφως. Η Προφορική Ιστορία είναι μια πυκνή συνομιλία του ιστορικού με τους αφηγητές. Δεν γράφεται από τον ιστορικό, γράφεται διά του ιστορικού.
«Τη σταφίδα τη μαζεύαμε και την κοσκινάγαμε και περιμέναμε να φυσήξει με το ταψί, με το κανιστρέλι, να κάνουμε έτσι, να φυσήξει να πάρει τα τσίγκανα [τα κοτσάνια]. Δεν την έπαιρναν αν είχε τσίγκανο μέσα η σταφίδα... Ετρεμε ο παραγωγός. Δεν ήξερε πώς θα την ταξινομήσει ο έμπορας... Μπορεί να στην πετάξει τελείως έξω».
Είμαστε ήδη στα 1950 με 1960, η χρυσή εποχή είχε περάσει, η σταφίδα δεν είχε πια τιμή, μα όλα γίνονταν ακόμη χειρωνακτικά και οι εργάτες γης δούλευαν ήλιο με ήλιο. Μπουλούκια οικογένειες κατέβαιναν από τα ορεινά στην Αιγιαλεία, από Κόρινθο έως Πάτρα και δυτικά από την Αμαλιάδα έως κάτω στην Καλαμάτα, όπου έφτανε η καλλιέργεια της μαύρης σταφίδας.
«Θυμάμαι τότε… κάθε χρονιά ερχόντουσαν και καθόντουσαν τουλάχιστον δυο μήνες οικογένειες ολόκληρες και καθόντουσαν όπου βρίσκανε ή σε σπίτια ή στο προαύλιο του σχολείου για το μεροκάματο. Αυτοί οι άνθρωποι ήταν άλλοι άνθρωποι. Και μ’ άρεσε γιατί ήταν συνέχεια με το καλαμπούρι… Στον τρύγο γινότανε τουλάχιστον μία γιορτή, καθημερινή... Μου άρεσε όλος αυτός ο αλαλαγμός που γινότανε, αυτή η φασαρία».
Ξέρουμε αρκετά για τη μαύρη σταφίδα, μα ξέρουμε για τα παλαιά του 19ου αιώνα, όταν έγινε το βασικό εξαγωγικό προϊόν της χώρας, τότε που ονομάστηκε «μαύρος χρυσός». Η φυλλοξήρα είχε χτυπήσει τους αμπελώνες της Γαλλίας και τα οινοποιεία βρήκαν στην κορινθιακή σταφίδα ένα καλό υποκατάστατο. Εφευγαν τα πλοία γεμάτα για τα λιμάνια της Ευρώπης (για τη Μασ
σαλία, το Λίβερπουλ…) και γύριζαν με κέρδη που σμίλευαν ανάγλυφα την κοινωνική διάρθρωση του τόπου. Από τη μια η ευάριθμη τάξη των εμπόρων και γαιοκτημόνων, από την άλλη η πολυάριθμη μάζα των εργατών γης που πάλευαν να αποκτήσουν όσα η ανταλλακτική οικονομία του χωριού τους στερούσε: λίγα έπιπλα, χρήσιμα εργαλεία, κάποια ρούχα και παπούτσια. «Θυμάμαι και το άλλο, την εποχή αυτή [δεκαετία του 1950] ορισμένοι εργάτες από αυτούς, τα παπούτσια τους ήταν από σαμπρέλα λάστιχο, τα κόβανε από κάτω και με σύρμα τα δένανε και πατάγανε χάμω».
Για τους ενδιάμεσους, τους μικροκτηματίες, η σταφίδα όση γλύκα είχε τόση πίκρα έφερνε – με τις δεκαετίες αδυνάτιζε η κλωστή που κρατούσε τη δαμόκλεια σπάθη πάνω από τα κεφάλια τους. Μετά τον Πόλεμο, πολλοί από αυτούς, καταχρεωμένοι πήραν την κάτω βόλτα: «Τα παίρνει πέντε άτομα, κλειδωμένα, ο χωροφύλακας στο τρένο στην Πάτρα… “Γιατί τους φέρατε εδώ πέρα;”. “Χρωστάνε” λέει ο διευθυντής… “Κύριε Φιλιππόπουλε, τι σκοπεύετε, να φάτε τα λεφτά της τράπεζας; Γιατί δεν πληρώνετε;”. “Κύριε πρόεδρε, […] αν μπορούσα να φάω και τα αγκωνάρια της Αγροτικής Τράπεζας, όχι μόνο τα λεφτά!”».
Οι ιστορικοί, όσοι καταπιάνονται με την αγροτική οικονομία, εντοπίζουν στα αρχεία και ταξινομούν τα σκληρά στοιχεία: τις ιδιοκτησίες, τον όγκο της παραγωγής, τα εμπορικά δίκτυα· φιλοτεχνούν τον καμβά της Ιστορίας. Μα το παρελθόν ζωντανεύει πραγματικά όταν οι μάρτυρες εισβάλλουν στη σκηνή. Γεμίζει τότε με γέλια και μυρωδιές, φόβους και ελπίδες, δισταγμούς και επινοήσεις, με όλα τα ανθρώπινα. Αυτή είναι η συνεισφορά της Προφορικής Ιστορίας. Δεν ανασυγκροτεί γεγονότα, ανασυγκροτεί νοήματα. Δίνει φωνή στους αφανείς, φωτίζει τις παραμελημένες όψεις: την καθημερινότητα των απόκληρων, τις έμφυλες σχέσεις, τις γονεϊκές εξαρτήσεις: «Ετσι ήταν το σύστημα, δεν μπορούσαμε να κάνουμε διαφορετικά. Ο πατέρας! Ο πατέρας μέχρι τελευταία δεκάρα. Μόλις τελείωνες, θα πας απάνω, θα τα μετρήσεις. Ντάγκα, ντάγκα, “πόσα μεροκάματα είχες;”. Τόσο επί τόσο. Και αν έλειπε και κάνα πενηντάρι, “πού το πήγες το πενηντάρι;”. […] Πήγα γράφτηκα, ήρθε το χαρτί: “Φεύγεις για τη Γερμανία” […] Μου λέει ο γέρος: “Δεν θα φύγεις!” […] “Θα φύγω!”. “Δεν θα φύγεις, θα πεθάνω!” […] “Πέθανε, κι εγώ κοντά θα ’ρθω. Φεύγω!”».
Την περασμένη Κυριακή βρέθηκα με την ανθρωπολόγο Ρίκη Βαν Μπούσχοτεν στο Αίγιο. Μετείχαμε σε μια ομάδα Προφορικής Ιστορίας που συλλέγει μνήμες από τον κόσμο της μαύρης σταφίδας – το προϊόν που καθόρισε την ταυτότητα των τοπικών κοινοτήτων για έναν τουλάχιστον αιώνα. Η ομάδα αποτελείται από φοιτητές και φοιτήτριες του μεταπτυχιακού Δημόσια Ιστορία (ΕΑΠ) και από μέλη της ομάδας πολιτισμού Πριμαρόλια. «Πριμαρόλια» λέγαν’ οι ντόπιοι τα πρώτα καράβια με τη νέα σοδειά που αναχωρούσαν εν χορδαίς και οργάνοις για τα λιμάνια της Εσπερίας και επιστρέφοντας έφερναν, καθώς έλεγαν, «πλούτον και πολιτισμόν». Στον μακρινό εκείνο 19ο αιώνα.
Αντίβαρο στη συρρίκνωση της δημόσιας σφαίρας, αντίσταση στον ευτελισμό του πολιτικού βίου, λόγος ενάντιος στη συρρίκνωση του δημόσιου χώρου σε όλες τις μορφές του
Το παρελθόν ζωντανεύει πραγματικά όταν οι μάρτυρες εισβάλλουν στη σκηνή. Γεμίζει τότε με γέλια και μυρωδιές, φόβους και ελπίδες, δισταγμούς και επινοήσεις, με όλα τα ανθρώπινα. Αυτή είναι η συνεισφορά της Προφορικής Ιστορίας