Ο ποιητής των εικόνων
Post mortem λόγος για τον εμβληματικό ζωγράφο Αλέκο Φασιανό που πέθανε την περασμένη Κυριακή
Εν συντομία
Για τον Αλέκο Φασιανό (1935-2022) και το εικαστικό του σύμπαν.
Γιατί ενδιαφέρει
Ο παραμυθάς των χρωμάτων.
«Eνα πράσινο αστέρι, ένα μπλε, το ρουμπινί, το μαύρο· το ’να σου μάτι στα πουλιά, τ’ άλλο στα κόκκινα· η σιδεροδεσιά σε φύλλα, φύλλα κι άλλα φύλλα· το κίτρινο στη σωστή του θέση που την ξέρει μονάχα ο θεός κι ο Μιρό»
Αυτό το ποίημα ο Γιάννης Ρίτσος θα μπορούσε να το έχει γράψει για τον Αλέκο Φασιανό. Αλλωστε τη λατρεία του για το χρώμα τη συναντάμε στην παιδικότητα του Μιρό, στις απλωμένες επιφάνειες του Ματίς, στην υπαρξιακή αναζήτηση του Βαν Γκογκ σε μια πιο γαλήνια εκδοχή. Αν και αναφερόταν συχνά στις επιρροές του από την αρχαία αττική αγγειογραφία, τις βυζαντινές εικόνες και τη λαϊκή παράδοση, σπανίως κατονόμαζε άλλους ζωγράφους που τον επηρέασαν. Ορθώς από μια πλευρά, αφού ό,τι δανείστηκε το ενέταξε στο αυτόφωτο εικαστικό του ιδίωμα. Ισως να τον σφράγισαν περισσότερο οι ποιητές που με τις λέξεις τους γεννούν εικόνες. Ο ίδιος έχει εξομολογηθεί: «Δογματικοί δάσκαλοι της τέχνης μου έλεγαν “μην ακούς τους ποιητές”, αλλά εγώ τους άκουσα».
Δεν είναι τυχαίο ότι στην πολυσχιδή καλλιτεχνική του δραστηριότητα έχει φιλοτεχνήσει εξώφυλλα και σελίδες των σπουδαιότερων Ελλήνων ποιητών: Σολωμός, Ελύτης, Καβάφης, Σαχτούρης, Λαπαθιώτης, Ρίτσος, Εμπειρίκος, αλλά και πεζογράφων όπως ο Βασιλικός, ο Μανιώτης και ο Ταχτσής. Αλλά κι αυτοί τον αντάμειψαν με κριτικές και αφιερώσεις από πολύ νωρίς. Σε μια από τις πρώτες του εκθέσεις το 1966 στην γκαλερί Μέρλιν ο Εμπειρίκος γράφει ειδικά γι’ αυτόν το ποίημα «Ράγκα-παράγκα» που περιλαμβάνεται στον κατάλογο. Μερικά χρόνια αργότερα ο Καρούζος σημειώνει για τη χυμώδη αυθαιρεσία του ονείρου στις μορφές του: «Σε βαθύ και παιδικό χειμώνα ο Αλέξης Φασιανός έχει τα όνειρά του. Ενας ήλιος έχει αφήσει στην ψυχική φύση των χρωμάτων όλη τη χαρά και τη μαγεία μιας μεταφυσικής ακινησίας που μας ανοίγει θερμά την ανάμνηση του Αρχέτυπου, έτσι όπως εξουσιάζει τη συγκίνησή μας».
Είχαν προηγηθεί τα ασπρόμαυρα σχέδια στον θρυλικό τόμο «Τα ρεμπέτικα τραγούδια» του Ηλία Πετρόπουλου. Είχαν γνωριστεί στο Παρίσι και ο Πετρόπουλος τον έφερε σε επαφή με πνευματικούς ανθρώπους της Γαλλίας, όπως ο Αραγκόν και ο Λακαριέρ, οι οποίοι ύμνησαν στα κείμενά τους γι’ αυτόν το μεσογειακό φως, τις νωχελικές φιγούρες του, τους ράθυμους ποδηλάτες, τον άνεμο που τους διαπερνά άχρονος, σαν τις εικόνες μιας σταματημένης ταινίας. Η δεξιοτεχνία του στο σχέδιο εκφράζεται με μια μονοκοντυλιά που περιχαρακώνει το στιβαρό σώμα, υλοποιεί την κίνηση, προσθέτει το μνημειώδες και εσωτερικεύει το συναίσθημα.
Συστηματική και η ενασχόλησή του με εξώφυλλα δίσκων, αρχής γενομένης με τον «Της γης το χρυσάφι» του Μάνου Χατζιδάκι το 1971. Ο κύκλος αυτών των τραγουδιών ήταν ένας λαϊκός ύμνος για την Ελλάδα, τις εποχές, το φως, τα στοιχεία της φύσης, τις δυνατές ελληνικές εικόνες. Ο Μάνος έλειπε στην Αμερική, αλλά ο Γκάτσος, τον οποίο είχε ως τοποτηρητή, έδωσε οδηγίες στον Φασιανό ο οποίος εμπνευσμένος από το υλικό σχεδίασε τα στάρια, τον ήλιο, τη γη και τους αγρότες. Θα ακολουθήσουν οι «Σκλάβοι πολιορκημένοι» του Μαμαγκάκη, ο «Σταυρός του Νότου» του Μικρούτσικου, τα «Πικροσάββατα» του Μίκη, τα «Ισόβια» του Κραουνάκη κ.ά.
Την (εικαστική) ιστορία γράφουν οι παρέες
Μαθητής ακόμα στο Β΄ Γυμνάσιο Αρρένων συζητά τους προβληματισμούς του για την τέχνη και τη λογοτεχνία με τον Θόδωρο Αγγελόπουλο, τον Λ. Παπαδόπουλο και τον Χρ. Γιανναρά οι οποίοι φοιτούν στο ίδιο σχολείο. Επιστρέφοντας από το Παρίσι το 1962 συγκατοικεί με τους Αντώνη Κέπετζη, Νίκο Στεφάνου και Βασίλη Σπεράντζα στο περίφημο Ατελιέ της Καλλιθέας. Εκεί σύχναζαν ο Ταχτσής, ο Τσαρούχης, ο Εμπειρίκος, η Βακαλό, ο Σινόπουλος, ο Καρούζος, ο Αναλις κ.ά.
«Ξαφνικά μια μέρα, ενώ στεκόμουν στο παράθυρο και κοιτούσα τον ουρανό, μου ήλθε η έμπνευση σαν επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος να κάνω έναν ποδηλατιστή με τσιγάρο και καπνό και με τα μαλλιά να ανεμίζουν». Η στιγμή της έμπνευσής του μοιάζει μάλιστα σχεδόν μεταφυσική: «Οταν το ζωγράφισα, γέμισε το δωμάτιο με φούμες. […] Στον κήπο του σπιτιού γυρίζαμε και φιλμ. Παρωδίες Δράκουλα, όπου εγώ, μεταμφιεσμένος σε βρικόλακα, κυνηγούσα μ’ ένα φιλέ τον Στεφάνου, για να του πιω το αίμα, ενώ η Ασπασία, μια φίλη μας, έπαιζε βιολί επάνω σ’ έναν κορμό δέντρου. Για όλα αυτά, οι γείτονές μας θύμωναν και φώναζαν την αστυνομία. Ιδίως έγιναν έξω φρενών όταν κάναμε δυο τάφους και βάλαμε επάνω τα ονόματά μας, με φωτογραφίες και τσιγκάκια, σαν αυτά που υπάρχουν στα λαϊκά νεκροταφεία».
Τα επαγγελματικά του ραντεβού τα έδινε συχνά στο κορνιζάδικο του παιδικού του φίλου Α. Φλέσουρα, σε ένα στενό πίσω από το Καλλιμάρμαρο. Οταν ξεμπέρδευε με αυτά η πόρτα έκλεινε, έμεναν οι λίγοι εκλεκτοί, έτρωγαν γρήγορα γρήγορα τις ρέγγες και τις φασολάδες που είχαν μαγειρευτεί επιτόπου και άρχιζε η «παράσταση». Ο Φασιανός δήλωνε με στόμφο «και τώρα θα ζωγραφίσω». Τα πιάτα μαζεύονταν και εκείνος με το χέρι άπλωνε χρώμα πάνω στην επιφάνεια του πάγκου.
Η συλλογική μυθολογία της καθημερινότητας
Πίνακες και μετάλλια, φουλάρια και αφίσες, τασάκια και φλιτζάνια, χαρακτικά και χειροποίητα παιχνίδια αποτέλεσαν τον καρπό μιας μακρόχρονης παραγωγής για την οποία πλειστάκις κατηγορήθηκε ότι καταφεύγει στην ευκολία και την επανάληψη μιας διακοσμητικής ζωγραφικής. Ομως ο Φασιανός έμοιαζε με παραμυθά που ενώ έστηνε το παραμύθι του, την ίδια ώρα απολάμβανε και κάθε σημείο της αφήγησής του. Ενα τσιγάρο, ένας γλόμπος, ένα παράθυρο συγκρότησαν το αλφαβητάρι του Νεοέλληνα του οποίου υπήρξε ο λυρικός απολογητής. Οι μορφές του εγγράφονται ανεξίτηλα στο μάτι του θεατή γιατί είναι φορτισμένες και με τα δικά του βιώματα που δεν εξιστορούν μια εποποιία αλλά τη συλλογική μυθολογία της καθημερινότητας.