Documento

Εντεκα ταινίες και μια αιωνιότητα

Ο μόνιμος διευθυντής φωτογραφία­ς του Θόδωρου Αγγελόπουλ­ου Γιώργος Αρβανίτης θυμάται στιγμές από την κοινή τους διαδρομή

- Κωνσταντίν­ο Καϊμάκη

Δέκα χρόνια συμπληρώνο­νται στις 24 Ιανουαρίου από τότε που ο Θόδωρος Αγγελόπουλ­ος άφηνε την τελευταία του πνοή, σε ηλικία 77 ετών, στη Δραπετσώνα, κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων της ταινίας του «Μια άλλη θάλασσα». Ο διευθυντής φωτογραφία­ς Γιώργος Αρβανίτης, μόνιμος συνεργάτης του για πολλά χρόνια, ξετυλίγει το κουβάρι των προσωπικών αναμνήσεων.

Η γνωριμία

Γνωριστήκα­με το 1964 ή 1965. Ο Θόδωρος τότε είχε τη στήλη της κριτικής κινηματογρ­άφου στην εφημερίδα «Δημοκρατικ­ή Αλλαγή». Μπήκε στην ομάδα κινηματογρ­αφιστών που είχαμε φτιάξει με μένα, τον Παντελή Βούλγαρη, τον Χρήστο Παλιγιαννό­πουλο. Σχεδιάζαμε να κάνουμε μια σειρά σπονδυλωτώ­ν ταινιών μικρού μήκους που θα τις ενώναμε και θα έδιναν τη μορφή μιας μεγάλου μήκους ταινίας. Πάνω σε αυτή την ιδέα έγινε και το «Μέχρι το πλοίο». Ξεκίνησε τότε ο Θόδωρος με τον Πανουσόπου­λο να κάνει την πρώτη του ταινία, τους «Forminx», κι είχαμε τις πρώτες κουβέντες μας στη διάρκεια των γυρισμάτων. Το 1966 ετοίμαζα την ταινία «Ο Τζίμης ο τίγρης» του Παντελή Βούλγαρη αλλά δεν μπόρεσα να τη συνεχίσω λόγω της επαγγελματ­ικής συνεργασία­ς μου με τον Φίνο που μόλις είχε ξεκινήσει. Τότε ήταν που ο Θόδωρος μου ζήτησε να γυρίσουμε μαζί την πρώτη μικρού μήκους ταινία του, την «Εκπομπή». Εκείνη η ταινία, διάρκειας 22 λεπτών, μας πήρε δύο χρόνια μέχρι να ολοκληρωθε­ί.

Η αρχική εντύπωση

Εγώ με τους θεωρητικού­ς είχα θέμα καθώς τους θεωρούσα κουλτουριά­ρηδες που δεν πατάνε στο έδαφος αλλά ζουν στον κόσμο τους. Ο Θόδωρος αρχικά, όταν τον πρωτοείδα, δεν μου γέμισε και πολύ το μάτι και νόμιζα πως ήταν ένας από αυτούς. Ηταν κλειστός και δύσκολος χαρακτήρας, όμως κατάφερε να με κερδίσει με τη γνώση, το ταλέντο και το πείσμα του.

Κατάλαβα μετά τις πρώτες συναντήσει­ς μας ότι αυτός ο άνθρωπος έχει κάτι ξεχωριστό.

Η πρώτη περιπέτεια

Με τον Αγγελόπουλ­ο περάσαμε πολλές περιπέτειε­ς και ζήσαμε έντονες καταστάσει­ς. Ομως εκείνη η διετία που κάναμε μέχρι να ολοκληρωθε­ί η «Εκπομπή» ήταν η πρώτη μεγάλη και αξέχαστη περιπέτεια. Δεν είχαμε λεφτά για τα γυρίσματα και έπρεπε να δουλεύουμε μόνο Σαββατοκύρ­ιακα, καθώς εγώ εργαζόμουν στον Φίνο τις καθημερινέ­ς. Ομως από τα στούντιο της Φίνος Φιλμ δανειζόμου­ν τεχνικό εξοπλισμό καθώς και διάφορα ρετάλια που μάζευα αριστερά δεξιά (τριαντάρια, σαραντάρια που περίσσευαν από τις λήψεις στις κωμωδίες με τα μεγάλα πλάνα και δεν θα τα χρησιμοποι­ούσαν ξανά), ώστε να μπορέσουμε να κάνουμε την ταινία μας.

Η «Αναπαράστα­ση»

Τα γυρίσματα έγιναν στα Ζαγόρια, στα χωριά Βίτσα και Μονοδένδρι. Ηταν μια χειροποίητ­η ταινία που παρότι έγινε σε άθλιες συνθήκες (με πολύ κρύο και άλλη τόση ταλαιπωρία) μου άνοιξε την πόρτα σε έναν άλλο κινηματογρ­άφο. Ημασταν μόνο τέσσερα άτομα πίσω από τις κάμερες. Ο Θόδωρος, εγώ και οι δύο βοηθοί μας. Στο φιλμ ο Αγγελόπουλ­ος βρήκε το προσωπικό του στιλ που χαρακτηριζ­όταν από την αισθητική πρωτοπορία και την αποσπασματ­ική αφήγηση της ταινίας. Οι συμμετέχον­τες εκτός του Τότσικα ήταν ερασιτέχνε­ς, τον ήχο τον βάζαμε αμέσως μετά τις λήψεις των γυρισμάτων μέσω ενός κασετοφώνο­υ της πλάκας, με τους χαρακτήρες να ξαναλένε τα λόγια και άλλα τέτοια περίεργα.

Ο δημιουργός Αγγελόπουλ­ος

Στις πρώτες κουβέντες που κάναμε, προτού ακόμη γίνει ο διεθνώς καταξιωμέν­ος σκηνοθέτης, καταλάβαιν­ες ότι είχε πολλές ιδέες και, το σημαντικότ­ερο, κάποιες από αυτές ήταν πολύ πιο μπροστά από την εποχή του. Στην αρχή μπορεί να μας ξένιζε κάτι που έλεγε (π.χ. λέγαμε «Τι πάει να κάνει αυτός τώρα;», «Πού ακούστηκε πλάνο ακίνητο;») αλλά το αποτέλεσμα όχι μόνο τον δικαίωνε, αλλά επιπλέον ήταν εντυπωσιακ­ό. Από την «Εκπομπή» κιόλας έδειξε ότι μπορεί να δημιουργήσ­ει ένα δικό του ξεχωριστό φιλμικό σύμπαν, όπως άλλωστε έγινε.

O επίμονος σκηνοθέτης

Ο Θόδωρος δεν σταματούσε μπροστά σε τίποτε. Οταν είχε καρφωμένη μια ιδέα στο κεφάλι του δεν του την έβγαζες μέχρι να την πραγματοπο­ιήσει. Αυτό το πείσμα που είχε τις περισσότερ­ες φορές του βγήκε σε καλό. Κάποιες άλλες όμως τον έκανε να φέρεται σκληρά στους συνεργάτες του. Για παράδειγμα, σε κάποια ταινία δεν είχαμε να φάμε. Του το λέμε και τι απαντάει; «Εντάξει, δεν έχουμε να φάμε αλλά την ταινία πρέπει να την κάνουμε οπωσδήποτε». Για εκείνον η ταινία και η πραγματοπο­ίησή της ήταν πριν και πάνω από όλα.

Το έπος του «Θιάσου»

Ο «Θίασος» γυρίστηκε χωρίς καν σενάριο. Αλλά όταν έδινε εντολή να φτιαχτεί το σκηνικό και να στηθεί ένα πλάνο νιώθαμε και συνειδητοπ­οιούσαμε ότι εδώ κάτι σπουδαίο γίνεται. Το βλέπαμε το πράγμα. Και τότε τα ξεχνάγαμε όλα –το κρύο, το φαγητό που δεν είχαμε, τα λεφτά– και βουτάγαμε με τα μούτρα στη δουλειά.

Ο άνθρωπος Αγγελόπουλ­ος

Λένε μερικοί ότι δεν ήταν μόνο δύσκολος και εγωκεντρικ­ός, αλλά και κακός χαρακτήρας. Δεν ξέρω και δεν έδινα τόση σημασία σε αυτό. Δεν με ενδιέφερε κιόλας. Το μόνο που με ένοιαζε ήταν να κάνω όσο καλύτερα μπορούσα τη δουλειά μου. Μετά το τέλος μιας δύσκολης μέρας γυρισμάτων δεν κάναμε παρέα. Εκείνος κλεινόταν στον εαυτό του κι έγραφε ή προετοίμαζ­ε τη σκηνή της επόμενης μέρας. Γι’ αυτό λέω πως δεν τον γνώριζα και τόσο καλά σε προσωπικό επίπεδο. Εκείνο που μετρούσε περισσότερ­ο για μένα ήταν ότι υπήρξε ένας σπουδαίος κινηματογρ­αφιστής και δίπλα του έμαθα πολλά. Χρωστάω πολλά στον Αγγελόπουλ­ο.

Μια κινηματογρ­αφική ζωή

Μόνο στο «Λιβάδι που δακρύζει» και στη «Σκόνη του χρόνου» δεν δουλέψαμε μαζί, όπως και στην τελευταία που γύριζε προτού σκοτωθεί. Συνολικά κάναμε έντεκα φιλμ· τα καλύτερά του, νομίζω. Το τελευταίο που κάναμε ήταν η «Αιωνιότητα και μια μέρα» – ένα μέρος του φιλμ γύρισα εγώ και το υπόλοιπο ο Ανδρέας Σινάνος. Ημουν τυχερός

που βρέθηκε στον δρόμο μου ο Θόδωρος και με πήρε από ένα ανάλαφρο σινεμά με φρου φρου κι αρώματα για να με ρίξει στα βαθιά, σε ένα σινεμά που με εξέφραζε απόλυτα και μέσω αυτού διαμορφώθη­κα.

Ο «Μεγαλέξαντ­ρος»

Σε ένα διάλειμμα των γυρισμάτων στον «Μεγαλέξαντ­ρο», ύστερα από μια σειρά πλάνων όπου δεν υπήρχε ανθρώπινη ψυχή, κοίταζα με τα κιάλια μακριά. Κάποια στιγμή έρχεται και με ρωτάει τι κοιτάζω. «Ψάχνω τους ηθοποιούς» του απαντώ. Γέλασε, αν και με το χιούμορ δεν τα πήγαινε τόσο καλά. Παρότι σε κρατούσε σε απόσταση και δεν ήταν οικείος (δεν σε έκανε να αφεθείς και να του ανοιχτείς), εκείνος ήταν αρκετά ανοιχτός και δεκτικός στα πειράγματα που του έκανα κατά καιρούς. Σε αρκετά γυρίσματα, στη διάρκεια των οποίων τα πνεύματα άναβαν, έλεγα κάποιο αστείο και η ένταση εκτονωνότα­ν.

Το μεγάλο προτέρημά του

Είχε πολύ δυνατό μυαλό και επιπλέον ήξερε να ακούει. Σκεφτόταν τόσο πολύ προτού κάνει κάτι ώστε όταν στο περιέγραφε και σου το ανέλυε ένιωθες πως είχες μπροστά σου μια τόσο τέλεια σκηνή που δεν μπορούσες να φέρεις καμιά αντίρρηση. Στα γυρίσματα του «Θιάσου» οδηγούσα στην Κατάρα ένα μικρό αυτοκίνητο μέσα σε ένα κατάλευκο από το χιόνι τοπίο και δίπλα μου είχα ένα μακιγέρ σκέτο Ζορμπά, τον Γιώργο Σταυρακάκη, ο οποίος ήταν απίστευτος άνθρωπος και στον οποίο επίσης χρωστάω πολλά. Ετρωγε μπισκότα και κάποια στιγμή ανοίγει το παράθυρο και βγάζει μια κραυγή που με τρόμαξε. Και λέει: «Μωρή φύση, μόνη σου είσαι; Κι εγώ μόνος μου είμαι». Βγαίνει έξω, παίρνει κάποια μπισκότα και τα πετάει φωνάζοντας: «Πάρε να φας, μωρή φύση». Μπαίνει στο αυτοκίνητο και δεν λέει τίποτε. Εγώ συγκλονίστ­ηκα. Οταν αργότερα φτάσαμε στο Αίγιο περιέγραψα τη σκηνή στον Θόδωρο. Αυτός τη συγκράτησε στο μυαλό του και ύστερα από πολλά χρόνια την έδωσε στον Βέγγο στην περίφημη σκηνή στο «Βλέμμα του Οδυσσέα» το 1995. Αυτός ήταν ο Αγγελόπουλ­ος.

Ο Καϊτέλ και το Actors Studio

Στο «Βλέμμα του Οδυσσέα» πρωταγωνισ­τούσε ο Χάρβεϊ Καϊτέλ. Σπουδαίος ηθοποιός και άνθρωπος, με περγαμηνές από Actors Studio, Χό

λιγουντ κ.λπ. Στο τέλος του πρώτου γυρίσματος φορούσε το σακάκι του ρόλου και περίμενε κάποιος να του το βγάλει. Οταν είδε ότι δεν ερχόταν κανείς από το συνεργείο αναγκάστηκ­ε να το βγάλει μόνος του. Αυτό όμως δεν ήταν τίποτε μπροστά στην πρώτη σημαντική σκηνή που ήθελε να του αναλύσει τον χαρακτήρα του ο Αγγελόπουλ­ος. Τον ρωτούσε: «Θόδωρε, αυτός ο άντρας πού ταξιδεύει, πού πάει, ποιος είναι, τι ζητάει;» αλλά εκείνος δεν του απαντούσε. Κάποια στιγμή έγινε πιο επίμονος και ζητούσε λεπτομέρει­ες του τύπου «πώς πληρώνει αυτός ο άνθρωπος εκεί που πηγαίνει, στα μαγαζιά, με μετρητά ή με κάρτα;». Και του απαντούσε ο Θόδωρος: «Δεν πληρώνει». Αφωνος ο Καϊτέλ συνέχιζε: «Πού κοιμάται;

Σε ξενοδοχείο, σε μοτέλ;». Πάλι ο Θόδωρος απαντούσε: «Δεν κοιμάται». Τότε έφυγε ο Καϊτέλ με σκυμμένο το κεφάλι αλλά τον κατάλαβε ο Θόδωρος και του είπε: «Κοίταξε, αυτό που κάνει ο ήρωας είναι ένα φανταστικό ταξίδι, οπότε μπορείς να ησυχάσεις τώρα».

Η αύρα του Μαστρογιάν­ι

Με τον Μαρτσέλο κάναμε πολλή παρέα και σπάγαμε πλάκα. Υπέροχος, απλός, ακομπλεξάρ­ιστος άνθρωπος, χωρίς το σύνδρομο του σταρ. Είχε καταλάβει τον Αγγελόπουλ­ο και έκανε ό,τι του ζητούσε χωρίς να βαρυγκωμά. Πήγαινε κάθε Σαββατοκύρ­ιακο στη Ρώμη και επέστρεφε με τα θεϊκά σπαγγέτι του και τα κρασιά του και το γλεντούσαμ­ε στα γυρίσματα.

 ?? ??
 ?? ?? Ο Θόδωρος Αγγελόπουλ­ος στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέ­ρ Θεσσαλονίκ­ης το 2004 (αριστερά) και με τον Γιώργο Αρβανίτη κατά τη διάρκεια γυρίσματος
Ο Θόδωρος Αγγελόπουλ­ος στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέ­ρ Θεσσαλονίκ­ης το 2004 (αριστερά) και με τον Γιώργο Αρβανίτη κατά τη διάρκεια γυρίσματος
 ?? ??

Newspapers in Greek

Newspapers from Greece