Να ξεφορτωθούμε το κόμμα του πολέμου
Πολλοί πολιτικοί αναλυτές πίστευαν ότι θα έχουμε εκλογές τον Σεπτέμβριο και ενώ το Μαξίμου έστελνε κι αυτό έμμεσα μηνύματα προς αυτή την κατεύθυνση, ξαφνικά η επίσημη γραμμή άλλαξε και έγινε «θα εξαντλήσουμε την τετραετία».
Πολλοί πολιτικοί αναλυτές δυσκολεύονταν να το πιστέψουν επειδή, σύμφωνα με τις αναλύσεις τους, η κατάσταση θα έχει χειροτερεύσει σε ένα χρόνο και αυτό δεν θα συμφέρει τη Νέα Δημοκρατία. Πιστεύω όμως ότι ξεχνάνε έναν παράγοντα που στην Ελλάδα πάντα έπαιζε καθοριστικό ρόλο, τον λεγόμενο «διεθνή παράγοντα», στη συγκεκριμένη περίπτωση τις ανάγκες της σημερινής αμερικανικής πολιτικής στο ουκρανικό για να δυναμώσει στην Ευρώπη το «κόμμα του πολέμου».
Δηλαδή το κόμμα της συνέχισης της εμπλοκής όλων των ευρωπαϊκών χωρών στην υποστήριξη της ουκρανικής κυβέρνησης μέχρι την ανακατάληψη όλων των ρωσόφωνων περιοχών της χώρας και την κατάρρευση της ρωσικής στρατιωτικής δύναμης, έστω με κίνδυνο να γλιστρήσουμε σε παγκόσμιο και πυρηνικό πόλεμο.
Η σημερινή κατάσταση είναι αποτέλεσμα μιας από καιρό αναδειχθείσας στρατηγικής, με τον Μπρεζίνσκι ως θεωρητικό, η οποία με δυο λόγια συνίσταται στο ότι αν θέλουμε να αποδυναμώσουμε κάποιον αντίπαλό μας υποστηρίζουμε τους πιο φανατικούς εχθρούς του (έστω και αν επισήμως τους σιχαινόμαστε) και είτε τον διαλύουμε σύντομα (όπως τον Καντάφι, με τη βοήθεια και κάποιων βομβαρδισμών και οπλισμένων από εμάς ισλαμιστών) είτε ευνοούμε τη διαιώνιση ενός πολέμου που θα τον φθείρει και θα τον αποδυναμώσει ώστε να μην αποτελεί πια εμπόδιο στα σχέδιά μας, όπως έγινε στο παρελθόν στο Αφγανιστάν για την αποδυνάμωση της Σοβιετικής Ενωσης και όπως προσπαθούν να πετύχουν τώρα για τη Ρωσία στην Ουκρανία.
Ας θυμηθούμε εδώ ότι μέχρι το 2014 κάπως γίνονταν σεβαστές οι εθνοτικές και γλωσσικές ισορροπίες μεταξύ ουκρανόφωνων και ρωσόφωνων και αυτές τινάχτηκαν στον αέρα με την «επανάσταση»-πραξικόπημα του Μαϊντάν για την οποία, σύμφωνα με παραδοχή της Βικτόρια Νούλαντ, η Αμερική ξόδεψε 5 δισ. δολάρια.
Επειτα από οκτώ χρόνια βομβαρδισμών του Ντονμπάς και σειρά προκλήσεων ο στόχος αυτής της στρατηγικής πέτυχε, δηλαδή η Ρωσία έπεσε στην παγίδα και μπήκε στον πόλεμο με συνθήκες «μη νόμιμες» ώστε αυτός να συνεχιστεί με ουκρανικό αίμα και δυτικά όπλα μέχρι τη νίκη επί της Ρωσίας.
Αυτή η στρατηγική, που προς το παρόν έχει την υποστήριξη όλων των δυτικών χωρών και των περισσότερων κομμάτων και ΜΜΕ, στον ένα ή τον άλλο βαθμό (ακόμη και κάποιων αριστερών «πολιτικώς ορθών»), κινδυνεύει να σκοντάψει από τη μία στη μη επίτευξη των στρατιωτικών της στόχων και από την άλλη σε ένα κύμα αμφισβήτησης όταν αρχίσουν να μεγαλώνουν οι οικονομικές και κοινωνικές καταστροφές που θα προκαλούν σε όλη την Ευρώπη αυτός ο πόλεμος και η αυτοκαταστροφική πολιτική των τιμωρητικών μέτρων εναντίον της Ρωσίας.
Ετσι για την επιτυχία αυτού του σχεδίου είναι απαραίτητο να διατηρηθούν πάση θυσία οι κυβερνήσεις που είναι οι πιο υποτελείς.
Η Αμερική δεν θέλει ούτε μια κυβέρνηση αντιπολίτευσης ούτε μια κυβέρνηση συνεργασίας, έστω με Νέα Δημοκρατία πρώτο κόμμα, η οποία ενδέχεται να αμφισβητήσει αυτή την αυτοκτονική για τη χώρα μας πολιτική. Το κόμμα του πολέμου δεν θα δεχτεί να γίνουν εκλογές που ενδέχεται να το αποδυναμώσουν.
Επείγει μια αντεπίθεση της Αριστεράς στο όνομα του κόμματος της ειρήνης και για να αποφύγουμε την οικονομική και κοινωνική καταστροφή και τον κίνδυνο ενός ολέθριου πυρηνικού πολέμου.
Το κόμμα της ειρήνης δεν μπορεί παρά να δυναμώνει σιγά σιγά, ακόμη και στην ίδια την Aμερική, και δεν επιτρέπεται κανένας δισταγμός στο όνομα της «ελληνοαμερικανικής φιλίας», επειδή αυτά που διακυβεύονται είναι η σωτηρία όσων κατέκτησαν με δεκαετίες αγώνων οι λαοί της Ευρώπης.
Αυτά που διακυβεύονται είναι η σωτηρία όσων κατέκτησαν με δεκαετίες αγώνων οι λαοί της Ευρώπης
Οπρωθυπουργός, πανευτυχής για την εξέλιξη της τουριστικής περιόδου, προσπάθησε για άλλη μια φορά από την Κεφαλονιά να διασκεδάσει τις εντυπώσεις και να ξεφύγει από τον ζόφο που έχει δημιουργήσει στην πολιτική ζωή του τόπου με τις τηλεφωνικές παρακολουθήσεις, τις διώξεις δημοσιογράφων και δικαστών, τον ασφυκτικό έλεγχο των ΜΜΕ, τις αναπάντητες καταγγελίες διεθνών οργανισμών για τις επαναπροωθήσεις μεταναστών και προσφύγων, την «άψογη» και συντονισμένη αντίδραση του κρατικού μηχανισμού απέναντι στις φωτιές που κατακαίγουν τη χώρα, την επιδότηση της αισχροκέρδειας στην ηλεκτρική ενέργεια, την ανεξέλεγκτη ακρίβεια και, για να μην ξεχνιόμαστε, την πανδημία, την οποία έχει νικήσει έξι επτά φορές μέχρι τώρα…
Μέσα σε αυτό το κλίμα το μόνο ευχάριστο είναι ο αριθμός των τουριστών και επισκεπτών που από τον Μάιο κατακλύζουν τη χώρα, δημιουργώντας ελπίδες για μια χρονιά ανταγωνιστική προς το 2019. Και όμως, ούτε εδώ φαίνεται τα πράγματα να εξελίσσονται όπως προέβλεπαν οι αρχικές εκτιμήσεις. Ηδη αρχές Αυγούστου εμφανίζονται σημάδια κάμψης στο τουριστικό ρεύμα, αλλά το μόνο σταθερό σημείο πραγματικής αξιολόγησης παραμένει το τελικό ταμείο που θα γίνει το φθινόπωρο, δηλαδή τα πραγματικά τουριστικά έσοδα των επιχειρήσεων και των δημόσιων ταμείων.
Πέραν όμως από τα πραγματικά έσοδα που θα μετρηθούν στο τέλος της σεζόν, εκείνο που μένει είναι και η αντιμετώπιση του πολλαπλάσιου ανθρώπινου δυναμικού από την πλευρά της ετοιμότητας των συνολικών υποδομών της χώρας και κυρίως των υποδομών υγείας.
Και εδώ τα πράγματα γίνονται σκούρα επειδή η κυβέρνηση αγνόησε επιδεικτικά το μήνυμα της πανδημίας, δηλαδή ότι μόνο ένα ισχυρό σύστημα υγείας μπορεί να αντεπεξέλθει στις μεγάλες κρίσεις. Ιδιαίτερα στα νησιά, και ανάμεσά τους στα πολύ μικρά κάτω των 3.100 κατοίκων, τα πράγματα γίνονται ακόμη πιο δραματικά.
Τα στοιχεία που μας στέλνουν οι γιατροί της Σερίφου, με αφορμή τη τρίωρη στάση εργασίας που έγινε τις προηγούμενες μέρες στο Πολυδύναμο Περιφερειακό Ιατρείο (ΠΠΙ) του νησιού, είναι συντριπτικά. Στοιχεία που αφορούν 26 ΠΠΙ στις Κυκλάδες. Τα στοιχεία λοιπόν αυτά δείχνουν ότι από 26 ΠΠΙ έχουμε: 13 ΠΠΙ με μόνο ένα γιατρό που αυτόματα κάνει 30 εφημερίες τον μήνα, 13 ΠΠΙ με δύο γιατρούς που κάνουν περίπου 15 εφημερίες τον μήνα έκαστος, δέκα ΠΠΙ χωρίς νοσηλευτή, μόνο επτά ΠΠΙ με ειδικευμένο γιατρό, ένα ΠΠΙ στο οποίο οι ιατροί παίρνουν τα ρεπό που δικαιούνται σύμφωνα με τον νομό, ενώ σε 14 ΠΠΙ οι γιατροί θεωρούν πως έχουν κάνει ιατρικά λάθη λόγω της εξάντλησης και, τέλος, και στα 26 ΠΠΙ οι γιατροί εργάζονται περισσότερο από 48 ώρες την εβδομάδα.
Και βεβαίως όταν ακούμε ότι μόνο στα επτά από τα 26 ΠΠΙ των μικρών νησιών και των απομακρυσμένων ορεινών και άλλων περιοχών υπάρχει από ένας (1) ειδικευμένος γιατρός καταλαβαίνουμε ότι ολόκληρα νησιά και πολύ μακρινές και δύσβατες περιοχές καλύπτονται αποκλειστικά μόνο από αγροτικούς γιατρούς, που παρά το φιλότιμο και τις προσπάθειές τους, ειδικά την καλοκαιρινή περίοδο, βρίσκονται αντικειμενικά σε μεγάλη αδυναμία και απειρία να αντιμετωπίσουν τα πολλαπλάσια περιστατικά που συμβαίνουν καθημερινά, με αποτέλεσμα να πληθαίνουν οι κίνδυνοι για την ανθρώπινη ζωή.
Και φυσικά τα ΠΠΙ αυτά υπάγονται μεν σε κέντρα υγείας όπου σίγουρα υπηρετούν και ειδικευμένοι γιατροί, όμως αυτά βρίσκονται είτε σε κοντινά νησιά είτε σε αποστάσεις δεκάδων χιλιομέτρων, άρα με μεγάλη δυσκολία άμεσης πρόσβασης. Φυσικά ένας λόγος αύξησης των επειγουσών διακομιδών και κατά συνέπεια της κατακόρυφης δαπάνης του κρατικού προϋπολογισμού αποτελεί και το φαινόμενο που μόλις περιγράψαμε.
Ολα αυτά οδηγούν στην κοινή παραδοχή ότι απαιτούνται ειδικά πρόσθετα κίνητρα για την προσέλκυση γιατρών αλλά και λοιπού προσωπικού στις νησιωτικές περιοχές. Η κυβέρνηση παρά την παραδοχή αυτή και τις κατά καιρούς εξαγγελίες της και σε κοινοβουλευτικό επίπεδο δεν προτίθεται να προχωρήσει ούτε προχωρά σε άμεσα γενναία μέτρα για την υγειονομική θωράκιση των νησιών.
Ενας ακόμη λόγος για την επείγουσα πολιτική αλλαγή και τον σχηματισμό προοδευτικής κυβέρνησης στη χώρα. Ο ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ έχοντας σημαντική πείρα από την περίοδο διακυβέρνησής του, όπου θέσπισε σημαντικά αλλά –όπως αποδείχθηκε– ανεπαρκή κίνητρα, έχει προχωρήσει σε επεξεργασία και εξαγγελία νέας δέσμης κινήτρων για τα νησιά, που δομούνται σε επιστημονικά, διοικητικά και οικονομικά κίνητρα προσέλκυσης γιατρών.
Ανάμεσα σε αυτά η καταβολή σε κάθε γιατρό που υπηρετεί σε νησί 1.000 επιπλέον ευρώ μηνιαίως, αφορολόγητων, με συνολικό ετήσιο προϋπολογισμό της τάξης των 50 εκατομμυρίων ευρώ. Πρόταση ρεαλιστική και εφικτή, που θα καταστήσει τα νησιά μας ασφαλή και επομένως απολύτως ελκυστικά τόσο για τους μόνιμους κατοίκους όσο και για τους χιλιάδες τουρίστες και επισκέπτες που τα κατακλύζουν κάθε χρόνο.