Τρεις κολοσσοί ορίζουν το παιχνίδι των επενδύσεων
Blackrock, Vanguard και State Street, με χαρτοφυλάκιο πολλών τρισεκατομμυρίων, επηρεάζουν τις αποφάσεις χιλιάδων εταιρειών
Εν συντομία
Οι τρεις επιχειρηματικοί κολοσσοί κατέχουν μερίδια σχεδόν στο σύνολο των εισηγμένων στον δείκτη S&P 500.
Γιατί ενδιαφέρει
Η συγκέντρωση των μετοχών σε λίγα χέρια υπονομεύει τις νεοφιλελεύθερες δοξασίες περί ελεύθερης αγοράς μέσα στην καρδιά του δυτικού καπιταλισμού.
Το γνωστό… μάντρα περί υγιούς ανταγωνισμού ως κινητήριας δύναμης της οικονομίας της ελεύθερης αγοράς έρχονται να αμφισβητήσουν άθελά τους τρεις γιγαντιαίες επιχειρήσεις. Τρεις επενδυτικές εταιρείες, η Blackrock, η Vanguard και η State Street, έχουν στην κατοχή τους μετοχές από χιλιάδες εταιρείες, αποκτώντας έτσι κυριαρχική δύναμη στις αποφάσεις τους. Το γεγονός αυτό ώθησε τον γνωστό προοδευτικό γερουσιαστή Μπέρνι Σάντερς να χαρακτηρίσει μέσω Twitter το γεγονός «εξωφρενικό», ενώ το φαινόμενο της υπερσυγκέντρωσης των μετοχών τρομάζει ακόμη και τους επενδυτές.
Οι τρεις επενδυτικές εταιρείες διαχειρίζονται κεφάλαια συνολικού ύψους 22 τρισ. δολαρίων. Το ποσό είναι αστρονομικό αν σκεφτεί κανείς ότι το ΑΕΠ των ΗΠΑ πλησιάζει τα 21 τρισ. δολάρια! Τα χρήματα που διαχειρίζονται οι εταιρείες αυτές ανήκουν σε μεγάλα ιδρύματα, όπως συνταξιοδοτικά ταμεία και πανεπιστημιακά καταπιστεύματα, αλλά και σε άλλες εταιρείες, και πιο σπάνια σε ατομικούς επενδυτές. Τα χαρτοφυλάκιά τους ζαλίζουν: η Blackrock διαχειρίζεται σχεδόν 10 τρισ. δολάρια σε επενδύσεις, η Vanguard 8 τρισ. και η State Street 4 τρισ. δολάρια. Η συνολική αξία των χαρτοφυλακίων τους ισοδυναμεί με την κεφαλαιοποίηση πάνω από το μισό όλων των εισηγμένων εταιρειών στον δείκτη S&P 500 (38 τρισ. δολ.), του δείκτη δηλαδή που παρακολουθεί την πορεία των 500 μεγαλύτερων εταιρειών των ΗΠΑ, συμπεριλαμβανομένων των Apple, Microsoft, Exxon Mobil, General Electric και Coca-Cola. Σύμφωνα με τον Σάντερς, οι αυτές τρεις εταιρείες έχουν σημαντικά μερίδια σε 480 από αυτές… Η δύναμή τους αναμένεται να αυξηθεί τα επόμενα χρόνια: μια ανάλυση της Νομικής Επιθεώρησης του Πανεπιστημίου της Βοστόνης το 2019 εκτιμά ότι οι τρεις εταιρείες μπορεί να καταλήξουν να ελέγχουν τις ψήφους των μετόχων έως και του 40% των εταιρειών του δείκτη S&P 500.
Ο κίνδυνος της υπερσυγκέντρωσης οικονομικής δύναμης είναι προφανής. Η αμερικανική οικονομία και κοινωνία ήδη υποφέρει από μονοπωλιακές και ολιγοπωλιακές τάσεις σε πολλούς τομείς. Από αεροπορικές εταιρείες μέχρι τη διαδικτυακή διαφήμιση, τους παρόχους κινητής τηλεφωνίας και τις τράπεζες, οι Αμερικανοί πολίτες έχουν πολύ περιορισμένες επιλογές σε εταιρείες. Η αυξανόμενη συγκέντρωση στην αγορά από τη μια πλευρά μειώνει τις επιλογές των καταναλωτών και από την άλλη αυξάνει τις τιμές και πλήττει άνισα το εισόδημα των εργαζόμενων στρωμάτων.
Παράλληλα, η υπερσυγκέντρωση της εταιρικής ιδιοκτησίας σε μια χούφτα εταιρειών υπονομεύει την έννοια του ανταγωνισμού ανάμεσα στις εταιρείες. Για παράδειγμα η Vanguard είναι μεγαλομέτοχος τόσο στην αυτοκινητοβιομηχανία Ford όσο και στην General Motors. Γιατί οι δύο εταιρείες να ανταγωνιστούν η μία την άλλη; Ετσι, υπάρχει ο κίνδυνος δημιουργίας ενός τεράστιου ιδιότυπου τραστ, όπου οι ολιγοπωλιακές εναρμονισμένες πολιτικές σχετικά με τις τιμές και την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών θα κυριαρχούν σε βάρος της κοινωνίας και των πιο αδύναμων οικονομικά πολιτών. Το ενδιαφέρον στην υπόθεση είναι ότι οι ρυθμιστικές αρχές ενάντια στο μονοπώλιο, παρά την τρομακτική διόγκωση των τριών αυτών εταιρειών, δεν έχουν προβεί ακόμη σε κινήσεις περιορισμού τους.
«Εκδημοκρατισμός» και υπερσυγκέντρωση
Η υπερδιόγκωση αυτή δεν έπεσε σαν κεραυνός εν αιθρία. Οι επενδυτικές αυτές εταιρείες ονομάζονται στην αγορά «index funds», δηλαδή επενδυτικά ταμεία που ακολουθούν παθητικά τις αποδόσεις ενός συγκεκριμένου δείκτη, π.χ. του S&P 500 ή του βιομηχανικού μέσου όρου Dow Jones. Η διαφορά με τα θεσμικά επενδυτικά ταμεία (hedge funds) είναι ότι αυτά τα ταμεία πληρώνουν αναλυτές ώστε να διαχειρίζονται ενεργά τα χρήματα που τους εμπιστεύονται και να ξεπεράσουν τις αποδόσεις ενός συγκεκριμένου δείκτη, κάτι που συνήθως δεν καταφέρνουν. Ετσι, οι επενδυτές επέλεξαν τα index funds που έχουν και πολύ μικρότερες προμήθειες. Η μεγάλη στροφή έγινε μετά το μεγάλο κραχ του 2007 και την κατάρρευση του χρηματοπιστωτικού συστήματος από την πτώση των ενυπόθηκων στεγαστικών (subprimes). Ενδεικτικά, από το 2007 μέχρι το 2016 οι εκροές κεφαλαίων από τα ενεργώς διαχειριζόμενα ταμεία ήταν της τάξης του 1,2 τρισ. δολ. ενώ οι εισροές στα index funds ήταν πάνω από 1,4 τρισ. δολάρια.
Ορισμένοι παρατηρητές αποκάλεσαν αυτήν τη μεταστροφή «εκδημοκρατισμό των επενδύσεων», αφού το κόστος τους μειώθηκε δραστικά και έτσι περισσότεροι μικροί επενδυτές μπόρεσαν να μπουν στο παιχνίδι. Ομως υπάρχει μια σημαντική δομική διαφορά μεταξύ των index και των hedge funds: τα τελευταία αποτελούν μοναδικά εταιρικά σχήματα, μικρά ή μεγάλα, χωρίς σύνδεση το ένα με το άλλο. Ο τομέας των index funds έχει μεγάλη συγκέντρωση και κυριαρχείται από τις τρεις προαναφερθείσες μεγάλες εταιρείες.
Οι «βρόμικες» επενδύσεις
Οι τρεις αυτές εταιρείες δεν έχουν να επιδείξουν και πολλά στην προσπάθεια μείωσης της χρήσης ορυκτών καυσίμων, παρά τις πομπώδεις διακηρύξεις τους. Αθροιστικά έχουν συγκεντρώσει και διαχειρίζονται επενδύσεις που ξεπερνούν τα 347 δισ. δολάρια από εταιρείες που δραστηριοποιούνται στον τομέα των ορυκτών καυσίμων (κάρβουνο, πετρέλαιο, φυσικό αέριο). Και οι τρεις είναι μέλη της πρωτοβουλίας διαχειριστών περιουσιακών στοιχείων μηδενικού αποτυπώματος (Net Zero Asset Manager Initiative – NZAM), που είναι μια συμμαχία επενδυτών η οποία θέλει να στηρίξει την εξάλειψη των εκπομπών ρύπων. Παρ’ όλα αυτά, οι εταιρείες αυτές, με χειρότερη τη Vanguard, δεν απαίτησαν από τις εταιρείες στα χαρτοφυλάκιά τους να εγκαταλείψουν επεκτατικές επενδύσεις στο κάρβουνο, το πετρέλαιο ή το φυσικό αέριο.