«Αντε, να φας κι εσύ μια στάλα»
Εστριψε με το κάρο και άρχισε να κατεβαίνει προς την παραλία. Ο αλμυρός αέρας τον προϋπάντησε ζωηρός, ήρθε με φούρια, μπήκε από τα ρουθούνια στο κεφάλι του και ξεσήκωσε βρόμα, σκόνη και σκέψεις να τα πάρει μακριά, να τα σύρει ως τη θάλασσα που τον μαύλιζε χαϊδεύοντας ερωτικά τα βράχια. Εσύ τα φταις όλα.
Μαύρη θάλασσα, μαύρη ψυχή. Πριν από ένα χρόνο σαν σήμερα ήταν η τελευταία φορά που ένιωσε ζωντανός. Ενας χρόνος απ’ την απεργία.
Θυμόταν, τότε, εκεί, σ’ αυτή την αμμουδιά, η παραλία είχε γεμίσει, φωνές, χαλασμός, το βαπόρι είχε αράξει στη σιδερογέφυρα έτοιμο να γεμίσει μετάλλευμα και τα παλικάρια να μην το φορτώνουν. Αγανάχτησαν από τα μεροκάματα που άξιζαν μισό κομμάτι ψωμί, από το βιος τους που το έκλεβε ο Γρόμαν. Από τους σκοτωμένους στις σπηλιές. Στο μυαλό του ήρθε ο Σωκρατάκιας˙ τον έστειλαν οι μαγκουράδες στο πέρασμα να σκάψει, δεν πάω, έκλαιγε, δεν περνάει άνθρωπος εκεί, θα πέσω στον γκρεμό. Οι μαγκουράδες να σκληρίζουν, «αν δεν πας, μην έρθεις αύριο για δουλειά». Κι ο Σωκρατάκιας πήρε την αξίνα στον ώμο, σκαρφάλωσε στον βράχο, έκανε να περάσει απέναντι και έπεσε. Δεν θα πήγαινε την άλλη μέρα για δουλειά. Κι εκείνος όποτε περνούσε από το σημείο του πετούσε λίγο ψωμί, εκεί στον γκρεμό:
«Αντε ρε Σωκρατάκια, να φας κι εσύ μια στάλα».
Κατέβηκε από το κάρο, στάθηκε στη μέση της παραλίας κι έζωσε τα χέρια στη μέση. Ενα χρόνο τώρα δεν σκεφτόταν τίποτα, τώρα ήθελε να τα ξαναζήσει όλα, να πάρει κουράγιο. Κοίταξε γύρω την έρημη αμμούδα και κούνησε το κεφάλι του. Ενας χρόνος. 20 Αυγούστου 1916. Ο ήλιος τσουρούφλιζε το νησί. Φωτιά και λάβρα έκαιγε τις πλαγιές από άκρη σ’ άκρη. Οι ξερολιθιές βογκούσαν με τις πλάτες έξω, στο έλεος του καλοκαιρινού ήλιου. Και ο Μιχαλάκης, ο γιος του, με την παρέα του να μη φορτώνουν. Οι χωροφύλακες στην παραλία να μαυρολογίζουν, μπουλούκια, ο ένας με τον άλλο, να σιγοντάρονται. Οι μαγκουράδες αλλόφρονες, να γυρνάν τις μαγκούρες στον αέρα, δασκαλεμένοι από τον Γρόμαν, να μαλώνουν τους χωροφύλακες που αφήνουν μια χούφτα εργάτες να χαλάν τη δουλειά, πρώτοι στον αγώνα για το αφεντικό. Η παραλία να βογκάει. Από τη μια οι εργάτες, από την άλλη οι χωροφύλακες με τους μαγκουράδες. Λήξτε την απεργία, γρήγορα στις δουλειές σας. Οι άλλοι να αφρίζουν˙ σκοτώνονται παλικάρια κάθε μέρα, φτιάξτε τα περάσματα, δώστε μας εργαλεία. Οι μαγκουράδες από πίσω να αλαλάζουν, τεμπέληδες, γυρίστε στα μεταλλεία, φορτώστε το καράβι, ο κύριος Γκρόμαν θα θυμώσει, να φοβερίζουν τους χωροφύλακες, δώστε προθεσμία, σύρτε τους στη δουλειά με το ζόρι, πέντε λεπτά, ακούτε ρεμάλια, δεν ακούτε ε; Ρίξτε μωρέ, σηκώστε τα όπλα και ρίξτε στο ψαχνό, δεν πιάνετε δουλειά; Πυρ, φώναξε κάποιος και πεντέξι πυροβολισμοί έσκισαν τον αέρα και επέβαλαν σιωπή.
Το σκοτάδι έπηζε, μαύριζε όλο και πιο πολύ, τάχα να τον φοβερίσει. Εφτασε στο κάρο και σήκωσε την κουβέρτα. Η μυρωδιά του μισοσαπισμένου πτώματος του μαγκουρά που ήταν ξαπλωμένο από κάτω δεν τον ενόχλησε καθόλου. Με αργές κινήσεις, προσεκτικές, έτσι να τις απολαμβάνει, έσυρε την κουβέρτα ως το καρότσι κι από κει, με βήμα αργό, βασανιστικό, σαν σε ιεροτελεστία, σε πομπή θανάτου, έφτασε ως τη σιδερογέφυρα. Επιασε τον πεθαμένο μαγκουρά από χέρι και ποδάρι, τον σήκωσε και σαν να έβγαζε από μέσα του όλα τα βάρη της ζωής του τον πέταξε στη θάλασσα και με μάτια ποτάμια φώναξε:
«Αντε ρε Μιχαλάκη, να φας κι εσύ μια στάλα».