«Η κυβέρνηση έχει εγκαταλείψει την προστασία των δημοκρατικών θεσμών» Συνέντευξη στον Αντώνη Ρηγόπουλο
Η πρόεδρος του Διεθνούς Ινστιτούτου Δημοσιογραφίας (IPI) μιλάει για την ελευθεροτυπία, την πόλωση και την πολιτική Μητσοτάκη προς δημοσιογράφους
Συναντήσαμε την πρόεδρο του Διεθνούς Ινστιτούτου Δημοσιογραφίας (IPI) Χαντίζα Πατέλ στο λόμπι του ξενοδοχείου όπου διέμενε στο κέντρο της Αθήνας μόνο λίγες ώρες προτού αναχωρήσει από την Ελλάδα. Βρισκόταν στην Ελλάδα για περισσότερες από δέκα ημέρες καθώς ήταν καλεσμένη ως ομιλήτρια τόσο στο Athens Democracy Forum των «New York Times» όσο και στη Διεθνή Εβδομάδα Δημοσιογραφίας που διοργάνωνε το iMEdD.
«Είναι πολύ άσχημα τα πράγματα ε;» ήταν η πρώτη ερώτησή της προς εμάς, προτού ακόμη πιει την πρώτη γουλιά του καφέ της. Μες στα πρώτα λεπτά της συνέντευξής μας η Χαντίζα Πατέλ διέλυσε κάθε υποψία ότι πιθανώς οι διεθνείς οργανώσεις Τύπου γνωρίζουν την κατάσταση της ελευθερίας του Τύπου στην Ελλάδα μόνο σε επιφανειακό επίπεδο. Διέλυσε επίσης κάθε υποψία ότι ενδεχομένως θα τηρούσε «μετριοπαθή» στάση απέναντι στις κυβερνητικές ευθύνες.
«Νομίζω ότι αυτήν τη στιγμή η Ελλάδα είναι μια από τις λιγότερο ελεύθερες χώρες για τον Τύπο στην Ευρώπη. Το λέω αυτό έχοντας επισκεφτεί φέτος ακόμη και την Ουγγαρία, όπου οι κινήσεις του πρωθυπουργού Ορμπάν κατά του Τύπου είναι πολύ καλά καταγραμμένες» αναφέρει εισαγωγικά η Χαντίζα Πατέλ.
Η συζήτηση πολύ γρήγορα πηγαίνει στο σκάνδαλο των υποκλοπών που έχει ανησυχήσει πολύ τη διεθνή κοινότητα. «Πρώτα απ’ όλα να τονίσουμε ότι δεν υπάρχει ποτέ καλός λόγος για να παρακολουθούνται δημοσιογράφοι και μάλιστα ατιμώρητα. Ομως στην Ελλάδα κανείς δεν λογοδοτεί. Αυτό είναι που με ανησυχεί» λέει η κ. Πατέλ και συνεχίζει αναδεικνύοντας τους βαθύτερους κινδύνους. «Ελπίζω οι Ελληνες να αντιληφθούν ότι αυτό δεν αφορά μόνο τους δημοσιογράφους – αφορά τα δικαιώματά τους. Αν το κάνουν αυτό στους δημοσιογράφους, τι θα κάνουν στους πολίτες; Μάλλον ήδη κάνουν χειρότερα. Αφορά τα πολιτικά δικαιώματά μας και τη δυνατότητα των ανθρώπων να ζουν ελεύθεροι. Οι υποκλοπές, η δολοφονία του δημοσιογράφου (σ.σ.: του Γιώργου Καραϊβάζ), αλλά και η πόλωση και η χαμηλή ποιότητα που βλέπουμε στα ΜΜΕ εδώ… Στην περίπτωση της Ελλάδας “τσεκάρονται όλα τα κουτάκια” για μια πραγματικά κακή κατάσταση» αναφέρει.
Η Χαντίζα Πατέλ πηγαίνει όμως και ένα βήμα παρακάτω τη συζήτηση, θέτοντας ζήτημα δημοκρατίας στη χώρα: «Αν θέλεις να δεις πόσο υγιής είναι μια δημοκρατία, πρέπει να κοιτάξεις πόσο ελεύθερος είναι ο Τύπος. Αν κοιτάξουμε την Ελλάδα, θα πρέπει να ανησυχούμε για την ποιότητα της δημοκρατίας εδώ. Θα έφτανα στο σημείο να πω ακόμη και για την άνοδο του αυταρχισμού. Στο IPI ανησυχούμε πολύ γι’ αυτή την κατάρρευση».
«Η κυβέρνηση έχει εγκαταλείψει το καθήκον της»
Αναφερόμενη μάλιστα στην κυβέρνηση σήκωσε ακόμη περισσότερο τους τόνους, υποστηρίζοντας ότι «έχει εγκαταλείψει το καθήκον της να προστατεύει τους δημοκρατικούς θεσμούς»: «Μιλάμε για μια χώρα που δεν βρίσκεται σε πόλεμο. Υπάρχει ειρήνη. Η οικονομία σταθεροποιείται, είναι ακόμη δύσκολα αλλά σταθεροποιείται. Υπάρχει δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση. Αρα τι συμβαίνει εδώ; Ναι, οι κυβερνήσεις παντού προσπαθούν να χειραγωγήσουν τον Τύπο και κάποιες το πετυχαίνουν περισσότερο από άλλες. Εμείς δεν κατηγορούμε αυτή την κυβέρνηση. Λέμε όμως ότι οι θεσμοί που αυτή η κυβέρνηση θα έπρεπε να προστατεύει έχουν αποδυναμωθεί τρομερά και δεν προστατεύονται. Θα έφτανα στο σημείο να πω ότι η σημερινή ελληνική κυβέρνηση έχει εγκαταλείψει το καθήκον της να προστα
τέψει τους δημοκρατικούς θεσμούς της χώρας».
Σχολιάζοντας μάλιστα την 108η θέση της Ελλάδας στην κατάταξη των Ρεπόρτερ Χωρίς Σύνορα (RSF) και την αντίδραση της κυβέρνησης Μητσοτάκη που έδειχνε οργισμένη για το ότι κατατάχθηκε ανάμεσα σε δικτατορικά καθεστώτα είπε: «Ενας δημοσιογράφος δολοφονήθηκε εδώ. Θα καλούσα την κυβέρνηση να δει πώς χειρίστηκε ένα αντίστοιχο θέμα η κυβέρνηση της Σλοβακίας τον περασμένο χρόνο». Συμπλήρωσε ότι «όταν δολοφονείται ένας δημοσιογράφος σημαίνει ότι κάτι δεν πάει καθόλου καλά στη χώρα σου. Οπότε ας μην εκπλήσσονται που καταταγήκατε χαμηλότερα από πολλές αφρικανικές χώρες. Η αλήθεια είναι ότι πολλές αφρικανικές χώρες έχουν σήμερα ακμαίο μιντιακό περιβάλλον. Ισως οι ελληνικές αρχές θα έπρεπε να έρθουν στη Νότια Αφρική ώστε να δουν πώς καταφέραμε να στηρίξουμε την ελευθερία του Τύπου σε πολύ δύσκολες συνθήκες».
«Στην Ελλάδα κανείς δεν λογοδοτεί. Αν κοιτάξουμε τη χώρα, θα πρέπει να ανησυχούμε για την ποιότητα της δημοκρατίας εδώ. Θα έφτανα στο σημείο να πω ακόμη και για την άνοδο του αυταρχισμού»
«Τα τρία πράγματα που θα έλεγα στον Μητσοτάκη»
Εχοντας πει όλα αυτά, δεν θα μπορούσαμε να μη ρωτήσουμε την πρόεδρο της μεγαλύτερης δημοσιογραφικής οργάνωσης στον κόσμο ποια θα ήταν τα πρώτα τρία πράγματα που θα ζητούσε από τον Κυριάκο Μητσοτάκη σε περίπτωση που τον συναντούσε:
«Πρώτον, με μεγάλο σεβασμό θα του ζητούσα να υπάρξουν διαφάνεια και ταχύτητα στην αστυνομική διερεύνηση της δολοφονίας του δημοσιογράφου.
Δεύτερον, θα του εξηγούσα γιατί η παρακολούθηση δημοσιογράφων είναι αρκετά σοβαρή παραβίαση της ελευθερίας του Τύπου. Θα ζητούσα να βρεθούν οι ένοχοι και να υπάρξουν κυρώσεις κατά των ατόμων που παρακολούθησαν δημοσιογράφους και κατά εκείνων που χρησιμοποίησαν λογισμικό παρακολούθησης στα κινητά τηλέφωνα δημοσιογράφων.
Τρίτον, θα τον καλούσα να σκεφτεί σοβαρά την κατάσταση του Τύπου και το πλαίσιο μες στο οποίο υπάρχουν τα ΜΜΕ στην Ελλάδα. Είναι ένα πολύ προβληματικό μιντιακό περιβάλλον. Η πόλωση θα μπορούσε να αποβεί επικίνδυνη ακόμη και για την ειρήνη και την ασφάλεια της χώρας. Πρέπει να το σκεφτούν σοβαρά. Η πόλωση αντικατοπτρίζεται στα ΜΜΕ. Παρατηρώ τον τρόπο με τον οποίο οι δημοσιογράφοι μιλούν ο ένας για τον άλλο και γενικά για την ελευθερία του Τύπου και εκεί φαίνεται η τεράστια πόλωση που υπάρχει».
«Κοντόφθαλμη πολιτική για το Documento»
Θα ήταν αδύνατο σε μια αποκλειστική συνέντευξη στο Documento η πρόεδρος του IPI, το οποίο έχει επανειλημμένως στηρίξει τους δημοσιογράφους και τον εκδότη του στις αλλεπάλληλες επιθέσεις που έχουν δεχτεί από τον πρωθυπουργό και την κυβέρνηση της ΝΔ, να μη ρωτηθεί για την ίδια την εφημερίδα.
Απαντώντας στο ερώτημα αν το IPI έχει δεχτεί πιέσεις από την κυβέρνηση Μητσοτάκη για τη στήριξη που έχει παράσχει στο Documento, η Χαντίζα Πατέλ είναι αφοπλιστική: «Δεν έχουμε δεχτεί άμεση πίεση. Αντιθέτως, όμως, θα θέλαμε να έχουμε λάβει περισσότερη προσοχή από την ελληνική κυβέρνηση. Πιστεύου
«Φεύγω από την Ελλάδα σήμερα ιδιαίτερα ανήσυχη. Εφτασα γνωρίζοντας ότι υπάρχουν προβλήματα, όμως δεν πίστευα ότι είναι τόσο βαθιά... Χωρίς πολιτική βούληση νομίζω ότι είναι πιθανό να μην υπάρχει ελευθεροτυπία στην Ελλάδα στο κοντινό μέλλον»
με ότι το να ξεχωρίζονται με αυτό τον τρόπο συγκεκριμένοι δημοσιογράφοι, όπως έχουμε δει να συμβαίνει με τους εργαζόμενους στο Documento, από κάποιους πολιτικούς είναι πραγματικά καταστροφικό. Είναι πολύ καταστροφικό επειδή δείχνει ότι στην Ελλάδα αυτήν τη στιγμή δεν είναι δυνατό να έχει κανείς διαφορετική άποψη» αναφέρει και συνεχίζει: «Νιώθω ότι στην Ελλάδα πολλοί πολιτικοί δεν αποδέχονται οποιονδήποτε δημοσιογράφο δεν βρίσκεται σε απόλυτη σύμπνοια μαζί τους κι αυτό είναι θεμελιωδώς λανθασμένο. Είναι κακή πολιτική. Είναι πολιτικά και δημοκρατικά κοντόφθαλμο».
Η κ. Πατέλ κλήθηκε επίσης να σχολιάσει την πρωτοφανή για τα ελληνικά χρονικά χυδαία επίθεση του πρωθυπουργού Κυρ. Μητσοτάκη κατά του Κώστα Βαξεβάνη και των άλλων δημοσιογράφων που κλήθηκαν να απολογηθούν ως κατηγορούμενοι στην ειδική ανακρίτρια όταν από βήματος Βουλής τους αποκάλεσε «συμμορία» και «υπόκοσμο»: «Οπωσδήποτε είναι ασυνήθιστο για δημοκρατία. Αυτά τα περιμένεις από ένα αυταρχικό καθεστώς. Φυσικά και μπορεί να διαφωνήσει με τον δημοσιογράφο και να χρησιμοποιήσει τη Βουλή για να διαφωνήσει, αλλά είναι θεμελιωδώς λανθασμένο να χρησιμοποιείς το πιο υψηλό αξίωμα για να πεις τέτοια πράγματα εναντίον ενός εκδότη. Γιατί προφανώς υπάρχει σημαντική διαφορά στην ισχύ του καθενός. Τι σημαίνει αυτό για τον συγκεκριμένο άνθρωπο που θα βγει έξω στον κόσμο; Εχει οικογένεια. Αυτό δεν σημαίνει ακόμη ένα επίπεδο ανασφάλειας για τον εαυτό του; Είναι θλιβερό πραγματικά. Για μένα δείχνει την υποβάθμιση της ελληνικής κοινωνίας και υποδεικνύει επικίνδυνους καιρούς. Αυτού του τύπου οι προσωπικές επιθέσεις σε δημοσιογράφους, και μάλιστα από τη Βουλή, είναι ασυνήθιστες. Ξέρετε, στο Μεξικό, που είναι μια από τις πιο επικίνδυνες χώρες για να είναι κανείς δημοσιογράφος, ο πρόεδρος κάθε πρωί κάνει μια ενημέρωση συντακτών. Προφανώς κατά τις ενημερώσεις αυτές απλώς κριτικάρει τους δημοσιογράφους που δεν συμπαθεί. Τουλάχιστον όμως αυτό συμβαίνει σε μια ενημέρωση συντακτών και όλοι αναρωτιόμαστε τι γίνεται εκεί, αλλά να το κάνεις αυτό μες στη Βουλή; Είναι ιδιαίτερα ανησυχητικό όταν η άλλη πλευρά δεν μπορεί να απαντήσει από το ίδιο βήμα».
Κλείνοντας τη συζήτηση για την ιδιαίτερη περίπτωση του Documento, η κ. Πατέλ σχολίασε και το γεγονός ότι πολλοί Ελληνες δημοσιογράφοι έχουν εκφράσει τη στήριξή τους προς τους εργαζόμενους και τον εκδότη της εφημερίδας κατά τη διάρκεια ιδιωτικών συζητήσεων, όχι όμως δημοσίως. «Καταλαβαίνω απόλυτα γιατί οι δημοσιογράφοι φοβούνται να μιλήσουν δημοσίως για κάτι τέτοιο. Το γεγονός ότι εκφράζουν τη στήριξή τους ιδιωτικά είναι πολύ σημαντικό, όμως το ότι πολλοί δεν μπορούν να το κάνουν δημοσίως με κάνει να θέλω να ξαναθυμίσω στην ελληνική κυβέρνηση ότι αυτό είναι σημάδι πως οι άνθρωποι δεν μπορούν να μιλήσουν ελεύθερα σε αυτήν τη χώρα κι αυτό δεν σας κάνει να φαίνεστε καθόλου καλοί» σημειώνει η πρόεδρος του IPI.
Αλήθεια, ύστερα από περίπου δύο εβδομάδες στη… χειρότερη χώρα της ΕΕ για την ελευθερία του Τύπου με ποια αίσθηση αναχωρεί από την Ελλάδα μια τόσο σημαντική προσωπικότητα του παγκόσμιου δημοσιογραφικού κόσμου; Την ερώτηση δεν χρειάστηκε να τη θέσουμε. Κατά τη διάρκεια της κουβέντας μας η Χαντίζα Πατέλ εξέφρασε την ανησυχία της όχι μόνο για το παρόν, αλλά και για το μέλλον της ελευθερίας του Τύπου στην Ελλάδα: «Φεύγω από την Ελλάδα σήμερα ιδιαίτερα ανήσυχη. Εφτασα γνωρίζοντας ότι υπάρχουν προβλήματα, όμως δεν πίστευα ότι είναι τόσο βαθιά. Θα πάρει χρόνο να λυθεί όλο αυτό και θα συμβεί μόνο αν υπάρχει πολιτική βούληση. Χωρίς πολιτική βούληση νομίζω ότι είναι πιθανό να μην υπάρχει ελευθεροτυπία στην Ελλάδα στο κοντινό μέλλον».
Οβιασμός και ακόμη περισσότερο ο βιασμός ενός παιδιού δεν είναι «συνεύρεση» και δεν δικαιολογείται επ’ ουδενί. Εξίσου δεν δικαιολογείται ο τηλεκανιβαλισμός της δωδεκάχρονης, κάθε παιδιού και κάθε θύματος. Και αυτές οι απλές αλήθειες έχουν διαχρονική αξία, ό,τι κι αν λένε κάποια αποβράσματα και ό,τι κι αν κάνουν τα τηλεοπτικά κοράκια που προσπαθούν να τους ρίξουν στα μαλακά.
Το ζήτημα λοιπόν στη φρικιαστική ιστορία του Κολωνού δεν είναι η ενοχή του μεγαλομπακάλη με τις πολιτικές και άλλες άκρες, αλλά η αποκάλυψη όλων όσοι συμμετείχαν ή κάλυψαν τη δράση του. Κι αυτό σημαίνει ότι το ζήτημα είναι η αποκάλυψη του κυκλώματος παιδοβιαστών που είχε στήσει –πιθανότατα με συνεργάτες που παραμένουν κρυμμένοι στο σκοτάδι– ο φίλος των παπάδων, των αστυνόμων και γενικότερα του συστήματος.
Το ξετύλιγμα όμως αυτής της βρόμικης ιστορίας δεν μπορεί να αφήσει εκτός συζήτησης την υπόλοιπη δράση του συγκεκριμένου προσώπου, την πολιτική και την κοινωνική. Γιατί δεν επιτρέπεται να παραγνωρίσουμε ότι είχε δύναμη και κάλυψη και μέσα, τα οποία του
επέτρεπαν να εμφανίζεται ως πολίτης υπεράνω υποψίας. Και, ακόμη περισσότερο, ως πολίτης-πρότυπο για τους γύρω του, για τους φουκαράδες της γειτονιάς που δεν είχαν τις κατάλληλες επαφές για να έχουν την ανάλογη δύναμη.
Οι φωτογραφίες που έβγαζε ο χαρτέμπορος με τις κυβερνητικές απευθείας αναθέσεις που του επέτρεψαν να επιβιώσει άνετα σε μια δεκαετή κρίση που σκότωνε τους άλλους γύρω του δεν ήταν απλό ενθύμιο της συνάντησης με κάποιους «σπουδαίους». Ηταν διαβατήριο για έναν κόσμο δορυφορικό των στελεχών του συστήματος και μια απόδειξη ότι αυτός μπορούσε να τους πλησιάσει και να τους μιλήσει, να τους πει –ή μάλλον να τους ψιθυρίσει στο αυτί καθώς αγκαλιάζονταν– δυο κουβέντες για να γίνει η «εξυπηρέτηση» που του είχαν ζητήσει.
Δώρο που του έδινε δύναμη ήταν αυτές οι φωτογραφίες με τα αυτοδιοικητικά στελέχη και τους πολιτικούς παράγοντες και γι’ αυτό τις μοστράριζε να τις βλέπει το πόπολο. Και επειδή τα δώρα θέλουν αντίδωρο και οι χάρες θέλουν αντίχαρη, όταν ερχόταν η κατάλληλη στιγμή ο κυρ Ηλίας με το όνομα, ο βιαστής που είναι λεβέντης κατά πώς λέει ο πατέρας του, ο μαστροπός που ήταν παράγοντας κατά πώς δείχνουν οι επαφές του, επισκεπτόταν τους συλλόγους κυριών και δεσποινίδων και τα καφενεία της ματσίλας, θύμιζε τις εξυπηρετήσεις και ζητούσε μια… μικρή εξυπηρέτηση και αυτός: την ψήφο τους.
Γιατί αυτό κάνουν οι Γκρούεζες. Και γι’ αυτό διαχρονικά η Δεξιά φυτεύει Γκρούεζες στις γειτονιές και φροντίζει να δικτυώνονται και να αναπτύσσονται οι άκρες τους. Και ενώ οι Γκρούεζες συνεχίζουν να υπάρχουν και να παίζουν τον ρόλο τους, δεν υπάρχουν πια Μαυρογιαλούροι που να αυτομουτζώνονται, όπως δεν υπάρχει και φιλότιμο.