Το παλιόπαιδο και η «κριτική στην κριτική»
Για την παράσταση «The music critic» με τον Τζον Μάλκοβιτς στη σκηνή του Ωδείου Ηρώδου Αττικού
Τ «ι συνδέει ένα γυναικολόγο και έναν κριτικό; Και οι δύο ψάχνουν για προβλήματα εκεί που άλλοι αναζητούν την απόλαυση». Σαρδόνιος και καυστικός, ο Τζον Μάλκοβιτς ήρθε στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού για να επιβεβαιώσει παρουσία του ελληνικού κοινού την κατάταξή του στους κορυφαίους ηθοποιούς όλων των εποχών μέσα από το φλεγματικό χιούμορ του. Βεβαίως, η φύση της παράστασης –κατά βάση μουσική, αφιερωμένη στην κριτική που δέχτηκαν συμφωνικά έργα και οι καταξιωμένοι δημιουργοί τους (Μπαχ, Μότσαρτ, Σοπέν, Σούμαν, Μπραμς, Βάγκνερ, Πιατσόλα, Ντε Μπισί κ.ά.)– ήταν που έδωσε την ευκαιρία στον καλλιτέχνη με την ιδιοφυή προσωπικότητα να ξεδιπλώσει τη σκωπτική οξύτητά του. Μια παράσταση σε σύλληψη και δημιουργία του βιολιστή, συνθέτη, παραγωγού και ηθοποιού Αλεξέι Ιγκούντεσμαν, με τη συμμετοχή των εξαιρετικών μουσικών Σο-Οκ Κιμ, Μαξ Μπέιλι, Ντέιβιντ Κοέν και Χιουνγκκι Τζου, που έδεσε σε ένα δυνατό κράμα μουσικής, λόγου και κίνησης, χαρίζοντας ένα τονωτικό φίλτρο στην κερκίδα του Ηρωδείου. Πηγή έμπνευσής της μια κακή κριτική που δέχτηκε ο ίδιος ο πρωταγωνιστής για μια παράστασή του στην Κωνσταντινούπολη.
Ξεκινώντας μάλλον υποτονικά σε μια περιοδική εναλλαγή αφηγηματικού λόγου (που κάποιος βιαστικός θα τη χαρακτήριζε «αναλόγιο») και μουσικού ρεσιτάλ, η εξέλιξη της παράστασης υπήρξε τελικά
κλιμακωτά απρόβλεπτη και γι’ αυτό δημιούργησε το αίσθημα της εύφορης έκπληξης, συνεπαίρνοντας κυριολεκτικά. Ο Τζον Μάλκοβιτς δεν φέρει απλώς στη σκηνή τη στιλάτη, βιτριολική τοποθέτησή του· τη χρησιμοποιεί και «διαφθείρει» το στατικό κουαρτέτο εγχόρδων, παρασέρνοντάς το σε ένα θεατρικό καταιγισμό λόγου, κίνησης, χορογραφίας. Μέσα από φράσεις όπως «βάρβαρες συγχορδίες», «θλιβερές μουσικές ώρες», «μελαγχολία της ανικανότητας», «αυτό δεν είναι σύνθεση, είναι αποσύνθεση», η κριτική στην κριτική εξελίσσεται σε δυνατό θεατρικό λόγο με τη σύμπραξη της ερμηνευτικής έκφρασης, όπου χέρια και σώμα δίνουν κίνηση σε ένα ψυχρό, αδυσώπητο και ανέκφραστο πρόσωπο. Είναι η συνταγή της ιδιοσυγκρασίας του καλλιτέχνη, ο οποίος σε ένα παντελώς αφαιρετικό σκηνικό περιβάλλον και με ένα μάλλον διεκπεραιωτικό, λιτό φωτισμό καταφέρνει να δημιουργήσει «παράσταση» όχι μόνο καθηλωτική αλλά και αρκούντως διαδραστική σε διάθεση και συναίσθημα. Πότε με πρόζα, πότε με αφήγηση, πότε με δημιουργική συνομιλία με τη μουσική, πότε με στοιχεία stand-up comedy ή ακόμη και με αιχμηρό θέατρο in yer face. Τα τεχνικά σκηνικά μέσα καθίστανται κυριολεκτικά άχρηστα και η σηματοδότηση της παράστασης καταξιώνεται μέσα από την επιβολή της ισχυρής ερμηνευτικής ταυτότητας του καλλιτέχνη. Το «παλιόπαιδο» του κινηματογράφου μεταβάλλεται εδώ σε «παλιόπαιδο» της κριτικής. Πόσοι άραγε μπορούν να το καταφέρουν αυτό τόσο ευθύβολα;