Το «τέλος πάντων» της Ιστορίας
Εστιάζουμε σε τρεις θεατρικές παραστάσεις για τη Μικρασιατική Καταστροφή
Εν συντομία
Εμβαθύνοντας σε τρεις θεατρικές παραστάσεις για τη Μικρασιατική Καταστροφή.
Γιατί ενδιαφέρει
Τραύμα προς διερεύνηση.
Εκατό χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή και ήταν λογικό αυτή η επέτειος των γεγονότων να αποτελέσει τον κεντρικό πολιτιστικό άξονα του 2022. Από την αφιέρωση του θεσμού «Ολη η Ελλάδα ένας πολιτισμός» του υπουργείου Πολιτισμού μέχρι τις αφιερωματικές παραστάσεις κεντρικών θεάτρων αλλά και πειραματικών σκηνών συναντάμε μια πυρετώδη θεατρική παραγωγή, βασισμένη ως επί το πλείστον σε τρεις θεματικούς άξονες: τη μάλλον εξιδανικευμένη αναπαράσταση μιας πλούσιας και ευτυχισμένης ζωής στη χαμένη πατρίδα, την εφιαλτική καταγραφή του διωγμού και της καταστροφής και την τυραννισμένη προσπάθεια ενσωμάτωσης των προσφύγων στους τόπους καταφυγής.
Οι προσωπικές μαρτυρίες και η λογοτεχνική παραγωγή συγγραφέων με καταγωγή από τη Μικρά Ασία που είτε βίωσαν τα γεγονότα είτε τους τα αφηγήθηκαν οι δικοί τους είναι η βασική πηγή αυτών των παραστάσεων, μιας και –αξίζει να σημειωθεί αυτό– με ελάχιστες εξαιρέσεις σχεδόν κανείς Ελλαδίτης λογοτέχνης (ενοχικά, θαρρείς) δεν ασχολήθηκε με το θέμα.
«Οσο μεγαλώνει η Μεγάλη Ιδέα μικραίνει η Ελλάδα»
Σε αυτό το πλαίσιο τρεις παραστάσεις έδωσαν το στίγμα μέσα από συγκεκριμένες πηγές καταγραφής των γεγονότων και κατά κάποιον τρόπο άθελά τους αλληλοεπίδρασαν συμπληρώνοντας η μία την άλλη δημιουργικά. Τα «Πρωτοσέλιδα» του Baumstrasse, τα «Συναξάρια, μαρτυρίες, μάρτυρες, 1922» του Vault και το «Μαύρο ταξίδι» των bijoux de kant στο θέατρο Μπέλλος συνθέτουν έναν ενιαίο κύκλο καταγραφής με τρία τόξα. Στην πρώτη περίπτωση γίνεται μια προσπάθεια ανάδειξης των γεγονότων μες στο ιστορικό προτσές μελετώντας τον Τύπο και τα δημοσιεύματα της εποχής από Ελλά
δα, Κύπρο και Τουρκία· η δεύτερη παράσταση εμπνέεται από τη λογοτεχνική αποτύπωση των γεγονότων, δραματοποιώντας και αναπτύσσοντας σχετικά χωρία σημαντικών έργων. Η αυθόρμητη καταγραφή από έναν άγνωστο στρατιώτη που εκστράτευσε στο μικρασιατικό μέτωπο συμπληρώνει και κλείνει αυτό τον κύκλο, ο οποίος αναδεικνύει την καθοριστική επίδραση των γεγονότων στη μετέπειτα πορεία της χώρας και τον μετασχηματισμό της κυρίαρχης πολιτισμικής ταυτότητας ενός λαού. Κοινός τόπος όλων η απαλλαγή από κάθε είδους σοβινιστική έξαρση και η έμμεση ή άμεση καταγγελία του ιμπεριαλιστικού μεγαλοϊδεατισμού και της λογικής της οικονομικής εξάρτησης ενός τόπου από μεγάλες δυνάμεις.
Στα «Πρωτοσέλιδα» οι Σπύρος Αγγελόπουλος, Ηλίας Βογιατζηδάκης, Θεανώ Μεταξά και Ιωάννα Νασιοπούλου σε ένα μάλλον σουρεαλιστικό γιουσουρούμ περιβάλλον και με χαλαρή δραματουργία επιχειρούν επιστημονική ανάλυση των γεγονότων, θέτοντας στο μικροσκόπιο την πολιτική και κοινωνική ζωή της εποχής και αναζητώντας την ουσία. Επιστρατεύονται βιβλία, φιλμ, εφημερίδες, ενώ η παράσταση δίνει το στίγμα της από την αρχή με την άρνηση του όρου Μικρασιατική Καταστροφή. Γιατί μπορεί η λέξη καταστροφή να αποδίδει τις υλικές απώλειες, όμως τι γίνεται με τους ανθρώπους; Η επωδός του Βασίλη Ραφαηλίδη ότι «όσο μεγαλώνει η Μεγάλη Ιδέα μικραίνει η Ελλάδα» καθώς και η σοφά δημιουργική εφαρμογή της ιστορικής εμπειρίας ώστε να εξηγηθεί η σημερινή παγκόσμια πολιτικοστρατιωτική κατάσταση δίνουν το επισφράγισμα της παράστασης.
Ο προορισμός του ανθρώπου και της ιστορίας του
Τα «Συναξάρια, μαρτυρίες, μάρτυρες, 1922» των Μιχαέλας Αντωνίου και Λίλυς Αλεξιάδου, σε σκηνοθεσία της πρώτης, επηρεάζονται αδιαμεσολάβητα από τη λογοτεχνική παραγωγή. Εμπνεόμενες οι δημιουργοί από έργα των Θανάση Βαλτινού, Ηλία Βενέζη, Γιάννη Καψή κ.ά., συναντιούνται με τις αφηγήσεις των παππούδων και των γιαγιάδων των ηθοποιών Μυρτώς Παγκάλου, Μαρίας Πουλιέζου και Αγγελικής Στρατάκη και δημιουργούν μια δραματουργία που ακροβατεί στο μεταίχμιο
Κοινός τόπος των τριών παραστάσεων η απαλλαγή από κάθε είδους σοβινιστική έξαρση και η έμμεση ή άμεση καταγγελία του ιμπεριαλιστικού μεγαλοϊδεατισμού
ανάμεσα στην ιστορία και την ποίηση. Τραγούδια και μουσικές, γλωσσικές ιδιαιτερότητες, αφήγηση και διάλογοι συνθέτουν τη μνήμη –ατομική και συλλογική– που ορίζει την παράσταση. «Τα έχω γράψει όλα με λεπτομέρεια» θα ακούσουμε ξανά και ξανά στην παράσταση, σε ένα δηλωτικό της αναγκαιότητας να διατηρηθεί αυτή η μνήμη ζωντανή με τις διαχρονικές αναγωγές της, σε ένα παιχνίδι ανταλλαγής μυθοπλασίας και ατομικής ιστορικής καταγραφής. Λέξεις – σιωπές, ολόκληρες ζωές στον βωμό μιας μοίρας που άλλοι όρισαν και τσαλάκωσαν, σαν εκείνο το ευπαθές νάιλον που δεσπόζει σκηνογραφικά στην παράσταση.
Οι bijoux de kant και ο Γιάννης Σκουρλέτης δεν θα μπορούσαν να απαρνηθούν το αγαπημένο θεοφιλικό τους λαϊκό περιβάλλον. Μια λαϊκή αφήγηση που ξετρύπωσε ο δημοσιογράφος Χρήστος Παρίδης, μια προσωπική καταγραφή κάποιου απλού χωριατόπουλου που πήγε στη μικρασιατική εκστρατεία. Η αφήγηση διασπάται σε πρώτο και δεύτερο πρόσωπο, το ίδιο και ο ήρωας, που βρίσκει έκφραση στον ώριμο Θανάση Δόβρη και τον νεαρό Βασίλη Μηλιώνη, με τη Θεοδώρα Αθανασίου με τα λαϊκά έγχορδά της ανάμεσά τους να εξελίσσει την παράσταση σε λαϊκή μυσταγωγική σύναξη. Ενα τεράστιο κάδρο είναι η παράσταση του Γιάννη Σκουρλέτη, σκεπασμένο ίσως από το πένθος της Ιστορίας, κρεμασμένο στα έγκατα σαλόνια των χαμένων ψυχών που βρέθηκαν και βρίσκονται έρμαια στα χέρια των μεγάλων. Χέρια ανοιχτά, τσαρουχικές προεκτάσεις κι ένα βαθύ «αχ» συμπυκνώνονται σε εκείνο το συνεχές, επαναλαμβανόμενο σαν ανελέητο σφυροκόπημα «τέλος πάντων». Γιατί αυτός είναι και ο προορισμός του ανθρώπου και της ιστορίας του: να πέφτει, να σηκώνεται, να «ξεσκονίζεται» και να συνεχίζει με ένα κούνημα του κεφαλιού και ένα σπαραχτικό «τέλος πάντων». Δεν θα μπορούσε κανείς να μη σταθεί στην αποκάλυψη που λέγεται Βασίλης Μηλιώνης, ο οποίος με τόση μελέτη και ισορροπία απέδωσε την εύθραυστη και χαμένη υπόσταση του ήρωα. Με εξαιρετική εκφορά της ντοπιολαλιάς, ακόμη και στις παρηχήσεις και παραμορφώσεις των συμφώνων, με ανάστημα, με μελαγχολία, με τρυφερότητα και με «ησυχία», σε ένα ανάστημα ίσο με τον έμπειρο και τόσο στέρεο Θανάση Δόβρη.