Το ΝΑΤΟ, τα νέα μέλη και η Αριστερά
ΟΑλέξης Τσίπρας δικαιολόγησε την αποδοχή από μέρους του ΣΥΡΙΖΑ της ένταξης Φινλανδίας και Σουηδίας στο ΝΑΤΟ με επιχειρήματα που δεν αντιμετωπίζουν την πραγματική κατάσταση ούτε των δύο χωρών ούτε της Βόρειας Μακεδονίας ούτε, κυρίως, τους κινδύνους για την ειρήνη εξαιτίας αυτής της ένταξης. Το ένα είναι ο σεβασμός στη θέληση αυτών των λαών και το άλλο ότι αφού δεχτήκαμε την ένταξη της Βόρειας Μακεδονίας δεν είχε νόημα να μη δεχτούμε την ένταξη των δύο σκανδιναβικών χωρών.
Ας δούμε πρώτα την περίπτωση της Βόρειας Μακεδονίας, η οποία, εκτός από το πρόβλημα του ονόματος, είχε να αντιμετωπίσει δύο σοβαρούς κινδύνους για την ύπαρξή της, που και οι δύο εξαρτιόνταν από τη στάση της απέναντι στο ΝΑΤΟ και την Αμερική.
Οι εθνοτικά Αλβανοί της χώρας ζητούσαν μεγαλύτερη αυτονομία και μακροπρόθεσμα πολλοί από αυτούς ονειρεύονταν τη «Μεγάλη Αλβανία», αποτελούμενη από Αλβανία, Κόσοβο και κομμάτι της Βόρειας Μακεδονίας. Αλλά μια και το Κόσοβο είναι προτεκτοράτο και ανεπίσημο μέλος του ΝΑΤΟ, η υποστήριξη της Αμερικής έμοιαζε αναγκαία για να διατηρηθεί η ενότητα της χώρας.
Από την άλλη πλευρά, η Βουλγαρία και οι εθνικιστές της δεν δέχονταν την ύπαρξη ιδιαίτερης σλαβικής μακεδονικής γλώσσας και τη θεωρούσαν διάλεκτο της βουλγαρικής, καθώς και τους Σλάβους Μακεδόνες Βούλγαρους.
Η ένταξη της Βόρειας Μακεδονίας στο ΝΑΤΟ για τον λαό της φαινόταν σαν μια εγγύηση για την επιβίωσή της ως ενιαίας χώρας, ενώ σε παγκόσμιο γεωπολιτικό επίπεδο η ένταξή της δεν άλλαζε πολλά πράγματα σε σχέση με την ασφάλεια της Ρωσίας.
Η περίπτωση Σουηδίας και Φινλανδίας όμως είναι τελείως διαφορετική. Μετά τα «δυσάρεστα» αποτελέσματα της επίθεσης της Σοβιετικής Ενωσης στη Φινλανδία κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και με δεδομένο ότι πρόκειται για χώρες με σχετικά ετοιμοπόλεμους στρατούς οι οποίες μέχρι τώρα αποτελούσαν γέφυρα μεταξύ Ανατολής και Δύσης, κανένας κίνδυνος δεν δικαιολογούσε την ένταξή τους στο ΝΑΤΟ.
Ολες οι διακηρύξεις του Πούτιν συνδέουν την εισβολή στην Ουκρανία με την ανάγκη να προστατευτούν οι ρωσόφωνοι πληθυσμοί από την υπαρκτή από το 2014 καταπίεση από τις εθνικιστικές κυβερνήσεις. Τέτοιες μειονότητες δεν υπάρχουν ούτε στη Σουηδία ούτε στη Φινλανδία.
Η θέληση των λαών να ενταχθούν ήταν αποτέλεσμα μιας επίμονης μονόπλευρης προπαγάνδας που έκρυβε όλη την επιθετικότητα των Ουκρανών εθνικιστών εναντίον της ρωσικής και ρωσόφωνης μεγάλης μειονότητας της Ουκρανίας.
Η ένταξη της Βόρειας Μακεδονίας δεν πλησιάζει περισσότερο στα ρωσικά σύνορα τους δυτικούς πυραύλους – αντίθετα, η ένταξη της Σουηδίας και της Φινλανδίας αποτελεί αλλαγή ισορροπιών για πολλούς βασικούς λόγους.
Η ένταξη αυτών των χωρών σημαίνει ενδυνάμωση του ΝΑΤΟ, πολύ περισσότερους κινδύνους για τη Ρωσία και μεγαλύτερη υποταγή της Ευρώπης σε όποια αμερικανικά σχέδια για τυχοδιωκτικούς πολέμους εμφανιστούν στο μέλλον. Ολα αυτά δεν αφορούν μόνο τη «θέληση του σουηδικού και του φινλανδικού λαού».
Η ένταξή τους αποτελεί κίνδυνο όχι μόνο για τη Ρωσία αλλά και για τα λίγα στοιχεία αυτονομίας που απομένουν στους ευρωπαϊκούς λαούς απέναντι στην αμερικανική κηδεμονία.
Τέλος, όσο αυτές οι χώρες δεν ήταν ενταγμένες στο ΝΑΤΟ υπήρχε πάντα δυνατότητα να χρησιμοποιηθούν από το ΝΑΤΟ και τη Ρωσία για να διευκολύνουν συμβιβασμούς και συμφωνίες.
Μια αριστερή κυβέρνηση θα είχε καθήκον να διευκολύνει και να απαιτεί εκεχειρία στην ουκρανική σύρραξη και απομάκρυνση από τη λογική των αντίπαλων στρατοπέδων. Επιπλέον θα είχε πολύ περισσότερους λόγους από την ίδια την Τουρκία να θέσει βέτο στην ένταξη των σκανδιναβικών χωρών στο ΝΑΤΟ.
Στη Γαλλία μια πανεπιστημιακός, η Αν-Λορ Μπονέλ, που γύρισε ένα βίντεο με θέμα την έρευνά της για την κατάσταση στο Ντονμπάς το οποίο καταδείκνυε τι υπέφεραν οι βομβαρδιζόμενοι από τις ουκρανικές ένοπλες δυνάμεις απολύθηκε δίχως καμιά αντίδραση από συνδικάτα και κόμματα, που φοβούνται πάνω από όλα μήπως χαρακτηριστούν «πουτινικά».
Σε επίπεδο ελέγχου και χειραγώγησης της πληροφόρησης σε σχέση με τον πόλεμο στην Ουκρανία η «δημοκρατική» Δύση μοιάζει εφάμιλλη οποιουδήποτε αυταρχικού κράτους σαν τη Ρωσία ή την Τουρκία και αυτό συμβαίνει με τη συνένοχη ανοχή της ευρωπαϊκής Αριστεράς.
Ενα αριστερό κόμμα που θέλει να λέγεται δημοκρατικό θα έπρεπε για τόσο κρίσιμα θέματα να διενεργούσε μια εσωτερική ανοιχτή συζήτηση πριν από την τοποθέτησή του και όχι να αρκούνταν σε μια μονόπλευρη αιφνιδιαστική απόφαση του προέδρου.
Ο «ι δημοσκοπήσεις έχουν εγκαταλείψει τη βασική τους αποστολή: να παρατηρούν την πραγματικότητα. Αντιθέτως, θέτουν ερωτήματα που περιλαμβάνουν αξιολογήσεις. Και έτσι κατευθύνουν τις απαντήσεις εκεί που θέλουν». Ζαν-Λικ Γκοντάρ. Οταν έλεγε αυτά τα προφητικά ο Γκοντάρ στο μακρινό 1965, στην ταινία του «Masculin féminin», ασφαλώς δεν είχε υπόψη τον Πέτσα ούτε τον Ελληνα δημοσκόπο που κάνει συμβάσεις έργου με την κυβέρνηση και μετά ανακοινώνει μετρήσεις, από τις οποίες προκύπτει το μοναδικό παγκοσμίως φαινόμενο σήμερα μια κυβέρνηση που βρίσκεται μέσα στην κόλαση του πληθωρισμού, της ύφεσης και των δικών της σκανδάλων να αυξάνει τα ποσοστά της και το σύνολο της αντιπολίτευσης να τα μειώνει!
Κυβερνήσεις πέφτουν η μία μετά την άλλη στην Ευρώπη, η Αγγλία αλλάζει δύο πρωθυπουργούς μέσα σε δύο μήνες και μόνο στην Ελλάδα οι δημοσκόποι βλέπουν τη ΝΔ, παρά την εξοντωτική ακρίβεια, την κατάρρευση του κοινωνικού κράτους και τη διαφθορά που στιγματίζει τον ίδιο τον πρωθυπουργό να επελαύνει προς τη νίκη και την αυτοδυναμία.
Το λάθος –εκ προθέσεως ή μη, δεν έχει σημασία– γίνεται, πρώτον, με την επιλογή του δείγματος, το οποίο δεν είναι αντιπροσωπευτικό, καθώς οι εταιρείες λειτουργούν συνήθως με σταθερούς πελάτες και έχουν καρτελοποιήσει, όπως λέμε, την έρευνα, ώστε φυσικά το αποτέλεσμα να είναι έωλο και, δεύτερον, με τη μέθοδο των αναγωγών στα έγκυρα και στους αναποφάσιστους.
Η παραδοχή των δημοσκόπων πως οι αναποφάσιστοι θα κινηθούν όπως οι αποφασισμένοι είναι λαθροχειρία, διότι ο αναποφάσιστος συνήθως έχει αποφασίσει να μην ψηφίσει την κυβέρνηση και απλώς δεν ξέρει ακόμη τι θα επιλέξει. Η γκρίζα ψήφος δηλώνει κριτική στάση. Αυτό το δείχνει καθαρά η τελευταία μέτρηση της ΜRΒ, η οποία διαπίστωσε πως 10% είναι ΝΔ και 20% ΣΥΡΙΖΑ, δηλαδή σε αναλογία ένα προς δύο. Τούτο σημαίνει πως η πρόθεση ψήφου τελικώς θα διορθωθεί σημαντικά υπέρ του ΣΥΡΙΖΑ στο τελικό αποτέλεσμα.
Ωστόσο οι δημοσκόποι κάνουν και άλλη λαθροχειρία. Κάνουν αναγωγή επί των εγκύρων. Λάθος. Διότι δεν έχουμε σήμερα εκλογές ώστε να μετράμε τα έγκυρα. Σήμερα κάνουμε δημοσκόπηση. Η εταιρεία είναι υποχρεωμένη να στέκεται στην πρόθεση ψήφου. Δεν έχει το δικαίωμα να κάνει αναγωγή επί των εγκύρων, για τον απλό λόγο πως δεν γνωρίζει εάν αυτός που σήμερα λέει αποχή θα κάνει εντέλει πράγματι αποχή.
Αυτός που δηλώνει αποχή ή λευκό είναι κατά κανόνα οργισμένος με την εκάστοτε κυβέρνηση και δεν είναι φυσικά καθόλου βέβαιο πως δεν θα πάει να ψηφίσει. Το 10% εξάλλου άκυρα και λευκά στο δείγμα (όπως το τελευταίο της ALCO) είναι τεράστιο νούμερο, καθώς τα άκυρα και λευκά εντέλει είναι πάντα γύρω στο 2% (εκλογές 2019). Λευκό, άκυρο και αναποφάσιστοι αποτελούν τη λεγόμενη γκρίζα ψήφο, η οποία κινείται πέριξ του 20%. Σ’ αυτή την γκρίζα ψήφο ο ΣΥΡΙΖΑ υπερέχει καθαρά. Σε όλο τον κόσμο οι εταιρείες δίνουν το κανονικό αποτέλεσμα πρόθεσης ψήφου και δεν κάνουν αναγωγές, διότι είναι αυθαίρετες.
Επί της ουσίας η βασική πολιτική τάση πανευρωπαϊκά αυτή τη στιγμή είναι –και θα συνεχίσει να είναι– η κρατική παρεμβατικότητα, κυρίως εθνικοποιήσεις ενεργειακών κολοσσών και έλεγχος τιμών.
Οι πολιτικές δυνάμεις που δεν ακολουθούν αυτή την τάση χάνουν παντού ψηφοφόρους και φυσικά τις εκλογές. Πόσο μάλλον όταν έχουν χάσει και κάθε επαφή με την πολιτική ηθική, έχουν πέσει σαν ακρίδες στα κρατικά ταμεία και έχουν μετατρέψει την κυβέρνηση σε τοκογλυφική εταιρεία.
Παρά την εξοντωτική ακρίβεια, την κατάρρευση του κοινωνικού κράτους και τη διαφθορά που στιγματίζει τον ίδιο τον πρωθυπουργό, οι δημοσκόποι βλέπουν τη ΝΔ να επελαύνει προς τη νίκη και την αυτοδυναμία