Ο Βαμβακάρης και η εποχή του
Ο γνωστός ηθοποιός γράφει για τον πατριάρχη του ρεμπέτικου, τον οποίο ενσαρκώνει στη σκηνή της Στοάς 24
ΗΣτοά σίγησε 24 μήνες. Τους τέσσερις γιατί της το επέβαλαν οι συνθήκες της υποχρεωτικής σιωπής και τους υπόλοιπους επειδή το επέβαλε η συνείδησή μας: δεν θα δεχόμουν ποτέ να διαχωρίζω τους θεατές μου σε καλούς και κακούς, σε ίσιους και στραβούς, σε εμβολιασμένους και μη. Την πεποίθησή μου ότι το θέατρο είναι χώρος πνευματικής «μόλυνσης» την έχω αποκτήσει από τη χούντα ακόμη, όταν έβρισκαν διάφορες προφάσεις και δικαιολογίες για να κλείσουν ένα θέατρο. Η εξουσία βρίσκει άπειρες δικαιολογίες όταν θέλει να στρέψει αλλού το βλέμμα του πολίτη. Και αν δεν βρει σοβαρά επιχειρήματα, θα ανακαλύψει παράλογους νόμους.
Από μικρός στη βιοπάλη και στον αγώνα της επιβίωσης
Δεν καταφέραμε βέβαια να γιορτάσουμε όπως θα θέλαμε και όπως θα έπρεπε την επέτειό μας, αλλά δεν είναι για πανηγύρια η εποχή. Αντιθέτως πρέπει να σκύψουμε με πολλή περίσκεψη και σοβαρότητα πάνω στην κοινωνική μας αποσύνθεση, γιατί οι καιροί ου μενετοί και κανείς δεν ξέρει πώς και πότε μπορεί να ανασυνταχτεί για να αντιμετωπίσει όλο αυτό το χάος που μας προσφέρει αφειδώλευτα αυτή η παρέα της άθλιας ληστοσυμμορίας που ανέλαβε τον καταποντισμό μας.
Θα παρουσιάσουμε πάλι τον μονόλογο «Εγώ, ο Μάρκος Βαμβακάρης». Είναι ένα αίτημα μεγάλου μέρους του κοινού μας, αλλά ταυτόχρονα από την περιγραφή της ζωής του σπουδαίου ρεμπέτη προκύπτει μια καθαρή εικόνα μιας κοινωνίας που πάλεψε μέσα σε απίστευτες αντιξοότητες να ανασάνει τη στιγμή που είχε φτάσει στο χείλος της εξαθλίωσης. Ενός κόσμου που απέχει μόνο λίγες δεκαετίες και αν και μοιάζει απόμακρος και ξεχασμένος, στην πραγματικότητα είναι ο τοίχος που ακουμπήσαμε για να σηκωθούμε. Μιλάμε για έναν κόσμο που έζησε δύο παγκόσμιους πολέμους, τους Βαλκανικούς, τη Μικρασιατική Καταστροφή, το μεγάλο κύμα των προσφύγων, τη δικτατορία Μεταξά, τη γερμανική κατοχή, τα Δεκεμβριανά, τον Εμφύλιο και ολοκλήρωσε τη δυστυχία του με τη δικτατορία του ’67. Εζησε τα σημαντικότερα γεγονότα της σύγχρονης Ελλάδας και κατάφερε να επιβιώσει όπως επιβίωσε. Ο Μάρκος προτού ονομαστεί «πατριάρχης του ρεμπέτικου» υπήρξε ένα παιδί που φόρεσε για πρώτη φορά παπούτσια στα 15 του, εργάστηκε από επτά χρόνων κάνοντας τον εφημεριδοπώλη, τον λούστρο, τον χαμάλη, τον λιμενεργάτη, τον εκδορέα. Ο Μάρκος έμαθε το χασίσι στα 17 του, σύχναζε στους τεκέδες, γνώρισε όλο το περιθώριο της εποχής, κυλίστηκε στις λάσπες και έγινε ένα ρεμάλι, όπως δηλώνει ο ίδιος. Αφού δοξάστηκε στα πάλκα, έφτασε να παίζει στις ταβέρνες και να βγάζει πιατάκι για να μαζέψει λίγα ψιλά για να ταΐσει την οικογένειά του. Περιφρονήθηκε από τους συναδέλφους του και από αυτούς που ανέδειξε και μόνο στο τέλος αναγνωρίστηκε η προσφορά του και τέλειωσε τη ζωή του όπως του άξιζε.
Μια από καρδιάς εξομολόγηση
Ο Μάρκος ήταν μάγκας. Και ήταν αξιοπρεπής σε κάθε φάση της ζωής του. Με την αυτοβιογραφία του θέλησε να ζητήσει συγχώρεση για ό,τι κακό έκανε και ξεκινάει την εξομολόγηση γιατί πιστεύει ότι «έτσι θα ξεθυμάνει η φούντωση της καρδιάς μου από τόσα πολλά, τέτοια που ο καθένας δε θα ήθελε να τα ’χει στη δικιά του την ιστορία. Ξέρω πως σήμερα θα βρεθούνε πολλοί που θα σκεφτούνε πως ήπρεπε να ντραπώ να ομολογήσω πολλά πράματα. Εγώ θα πάρω το θάρρος, τους τέτοιους να μη τους λογαριάσω. Ο άθρωπος, για να λέγεται αληθινός άθρωπος, πρέπει να μπορεί να ’ρθει και στη θέση του άλλου, του ομοίου του. Γιατί απ’ όσα θα σας πω και τα παθήματα και τα φταιξίματα ίδια είναι. Και τα φταιξίματα είναι κι αυτά παθήματα. Γι’ αυτό παίρνω το θάρρος να εκθέσω τα αμαρτήματά μου στον κόσμο. Αυτός ο κόσμος θέλω να γίνει ο εξομολόγος μου. Πιστεύω ότι όλοι αυτοί για τους οποίους έχω γράψει, γράφω μα και θα γράφω, εκατοντάδες τραγούδια, θα με συγχωρέσουν. Αυτός είναι ο σκοπός της περιγραφής κι εξιστορήσεως της ζωής μου. Δηλαδή η συγνώμη και η συχώρεση. Γι’ αυτό, όσοι θ’ ακούσετε την ιστορία μου, να μου πείτε πως όλα περάσανε και πως αν ζούσατε την ίδια ζωή με μένα, τα ίδια θα παθαίνατε και τα ίδια θα κάνατε».
Από την περιγραφή της ζωής του Μάρκου προκύπτει η εικόνα μιας κοινωνίας που πάλεψε μέσα σε απίστευτες αντιξοότητες να ανασάνει τη στιγμή που είχε φτάσει στο χείλος της εξαθλίωσης