Τι είναι ή τι θα έπρεπε να είναι το πολιτικό θέατρο;
Τέσσερις νέοι δημιουργοί επιχειρούν στο συγκεκριμένο είδος στις αθηναϊκές σκηνές
Εν συντομία
Το πολιτικό θέατρο από την οπτική νέων δημιουργών.
Γιατί ενδιαφέρει
Και η μη πολιτική είναι πολιτική στάση και θέση.
Τι είναι πολιτικό θέατρο; Πώς ορίζεται και διαμορφώνεται στις σημερινές συνθήκες στην κοινωνική πραγματικότητα μιας Ελλάδας σε κρίση και ποιοι είναι οι άξονές του;
Η απαξίωση του συλλογικού και κοινωνικού
Η Νάντια Δαλκυριάδου, σκηνοθέτρια του έργου «Οι γειτονιές του κόσμου» του Γιάννη Ρίτσου, επιχειρεί μια πρώτη προσέγγιση στο θέμα: «Είναι ασταμάτητη η ορμή της τέχνης να ασχοληθεί με αυτό που είναι ουσιώδες, με αυτό που αφορά τον πυρήνα της κοινωνίας και του ανθρώπου. Η ιδέα ότι το θέαμα αφορά μόνο τη διασκέδαση και την ψυχαγωγία του κοινού και δεν αποτελεί μια ανοιχτή συζήτηση για τα πολιτικά ζητήματα είναι και αυτή μια πολιτική επιλογή. Οσο υπάρχει πολιτική θα υπάρχει αυτομάτως και τέχνη που την εκφράζει, θα υπάρχει πολιτικό θέατρο – σε μικρές ή μεγάλες αίθουσες, με δυνατά ή αδύναμα φώτα».
Ξεκινώντας από αυτή την αφετηρία ότι όλα είναι πολιτική πράξη, το θέατρο φύσει και θέσει την προεκτείνει επιπλέον σε δράση, μιας και η επικοινωνιακή σχέση πομπού και δέκτη είναι η βάση της ανάπτυξής του: το θέατρο συνδημιουργείται από συλλογικότητες, απευθύνεται στη συλλογική θέαση (=παρατήρηση) του κοινού. Αυτό όμως που από μόνο του δίνει την πολιτική αφετηρία της θεατρικής πράξης και αποτελεί τη ρίζα ανάπτυξής της μπορεί το ίδιο ύπουλα να γίνει η βάση για τον αποχρωματισμό του πολιτικού θεάτρου, μες στην ευκολία να βαφτίζονται όλα «πολιτικό θέατρο».
Εξηγούμαι: στη σημερινή εποχή, που χαρακτηρίζεται από την πλήρη οι κ ον ο μι κ ο κοινωνική επικράτηση του νεοφιλελευθερισμού, α πότη δύναμη και την επιρροή των ΜΜΕ που βρίσκο
νται συγκεντρωμένα σε μεγιστάνες του κεφαλαίου και που ο άνθρωπος βομβαρδίζεται από θεωρίες ισοπέδωσης των ιδεών, απαξίωσης οτιδήποτε κοινωνικού και αποθέωσης της ατομικότητας (το αφήγημα της πολυδιαφημισμένης« αριστείας» εκεί ακριβώς βασίζεται ), προβάλλοντας« επιτυχημένα πρότυπα» μέσα από καλλιεργούμενες αυταπάτες, επιχειρηματολογώντας ακόμη μετ ο αφελές ότι η κοινωνία σήμερα έχει αποταξικοποιηθεί, το πολιτικό θέατρο κινδυνεύει στον ξεπεσμό ενός στείρου δικαιωματισμού. Δεν αρκεί για παράδειγμα να μιλάς για ελευθερία, δικαιοσύνη, ισότητα και ειρήνη γενικά και αόριστα και με τρόπο ανώδυνο και επιδερμικό. Γιατί το πολιτικό θέατρο οφείλει να είναι πρωτίστως ανατρεπτικό, επαναστατικό, να «σκαλίζει», να «τσιμπάει», να ενοχλεί, να συνταράσσει και να εξωθεί σε σκέψη και δράση.
Ο Μάνος Βαβαδάκης, μέλος της θεατρικής ομάδας RMS Mataroa («Μικρό αναρχικό καλοκαίρι/Βαρκελώνη ’36», «Ματαρόα, πού πας καραβάκι με τέτοιο καιρό;») θα μας πει: «Πολιτικό θέατρο δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη πολιτικό θέμα. Πολιτικό θέατρο είναι και το να δείξεις την ομορφιά μες στην ασχήμια που μας περιβάλλει. Για μένα δεν έχει άλλο λόγο ύπαρξης το θέατρο σήμερα. Με την εύκολη πλέον πρόσβαση σε προϊόντα ψυχαγωγίας στον κινηματογράφο και στην τηλεόραση ο θεατρικός χώρος οφείλει να αποτελέσει πεδίο ελεύθερης σκέψης και κοινωνικών ζυμώσεων. Οπως η ζωγραφική με την εφεύρεση της φωτογραφίας απελευθερώθηκε α πότη να να παραστατικότητα και οδηγήθηκε σε πιο ανοιχτές φόρμες έτσι και το θέατρο οφείλει πια να φιλοσοφεί ελεύθερα και ανατρεπτικά».
Η μαζική κατανάλωση και η αποπολιτικοποίηση
Ο κίνδυνος της εργαλειοποίησης των δύο χρονικών αξόνων του πολιτικού θεάτρου, του χτες και του σήμερα, είναι παραπάνω από ορατός. Τόσο το επιχειρούμενο ξαναγράψιμο της Ιστορίας, που αποτελεί κυρίαρχη τάση στη σύγχρονη εκπαίδευση, την επιστήμη και στον πολιτισμό, όσο και ο εγκλωβισμός της παρουσίασης και ανάλυσης σύγχρονων κοινωνικών φαινομένων και προβληματισμών
υ πότο πρίσμα εξατομικευμένου ψ υ χ ο συναισθηματισμού οδηγού ντο φερόμενο ως πολιτικό θέατρο σε πλήρη αποπολιτικοποίηση( θα τολμούσα πλέον να χαρακτηρίσω το είδος ακόμη και εκφυλισμένο). Εάν το πολιτικό θέατρο δεν παρακολουθεί την κοινωνία, δεν επιχειρεί να την εξηγήσει, δεν ξεπηδάει μέσα από αυτή και δεν επιχειρεί όχι να υποδείξει, αλλά να ανοίξει ορίζοντες και προοπτικές προόδου της, αποτελεί απλώς ένα παραμορφωμένο είδωλο του αποτρόπαιου χαρακτήρα της.
Ο Γιώργος Τσαγκαράκης, συγγραφέας και σκηνοθέτης της παράστασης «Το τρίο λούμπεν – Η φράουλα», που τις επόμενες ημέρες ξεκινάει δεύτερο κύκλο παραστάσεων στο θέατρο Βαφείο – Λάκης Καραλής, γίνεται πιο συγκεκριμένος: «Βρισκόμαστε ύστερα από δέκα χρόνια κρίσης, δύο χρόνια πανδημίας, εν μέσω ενεργειακής φτώχειας, με τρομερή κρίση στο προσφυγικό και “το Αιγαίο να ανθίζει νεκρούς”, όπως έλεγε ο Γιώργος Σεφέρης. Τα σύννεφα του πολέμου πυκνώνουν όλο και περισσότερο παγκόσμια μα και στην περιοχή μας. Σε μια τέτοια εποχή το θέατρο δεν πρέπει να είναι γενικά πολιτικό. Πρέπει να είναι επαναστατικό. Να χτυπάει στην καρδιά του προβλήματος, να καλεί τους ανθρώπους να αλλάξουν τον κόσμο – αυτούς που έχουν συμφέρον από την αλλαγή του βέβαια. Πρέπει να αποκαλύπτει, να εμπνέει και να δείχνει ότι ακόμη και στις χειρότερες συνθήκες που έχουμε φανταστεί –όπως αυτή του πολέμου για παράδειγμα– υπάρχει δύναμη να αλλάξει ο κόσμος. Ακόμη κι εκεί τη δύναμη την έχουν οι πολλοί. Αυτό ίσως να ήταν ένα χρήσιμο θέατρο στη σημερινή συγκυρία».
«Η έλλειψη θέσης είναι θέση και μάλιστα εξαιρετικά διαδεδομένη στις μέρες μας» αναφέρει η Νεφέλη Μαϊστράλη, συγγραφέας των «Αριστερόχειρων» που έρχονται για δεύτερη χρονιά στο θέατρο Μπέλλος σε σκηνοθεσία Θανάση Ζερίτη, η οποία είναι κατηγορηματική: «Αν πρέπει να χαρακτηρίσω το πολιτικό θέατρο – με τη στενή έννοια– σήμερα, θα έλεγα ότι πρόκειται για ένα θέατρο που θέτει στο επίκεντρο την πολιτική σκέψη και πρακτική χωρίς να παραγνωρίζει τη συνομιλία με τους κοινωνικούς προβληματισμούς. Ενα θέατρο που
παίρνει φανερά θέση απέναντι στα πολιτικά πράγματα του χτες και του σήμερα».
Τέτοια παραδείγματα έχουμε πολλά. Τρανότερο όλων τα κλασικά πολιτικά έργα της παγκόσμιας δραματουργίας (όπως για παράδειγμα οι πρωτίστως πολιτικές αρχαίες τραγωδίες) που παρουσιάζονται «ανανεωμένα» και με «σύγχρονη ματιά», αποστεωμένα, με φανερό άγχος να παρακολουθήσουν τηλεοπτικά δρώμενα μαζικής κατανάλωσης. Ακόμη και το νεοφερμένο είδος του «νεοελληνικού ρεαλισμού» (ο Γιάγκος Ανδρεάδης πρώτος μίλησε για «ψευδορεαλισμό») πολλές φορές εδράζεται στην αποπολιτικοποίηση με πολιτική επικάλυψη.
Ετσι το ερώτημα αν υπάρχουν σήμερα οι συνθήκες και κάτω από ποιους όρους μπορεί να ανθήσει το πολιτικό θέατρο τίθεται επιτακτικά. Η Νεφέλη Μαϊστράλη καταθέτει τον προβληματισμό της σε μια συζήτηση που δείχνει να μην έχει τελειώσει: «Δεδομένου ότι το θέατρο αντιμετωπίζεται ως ένα αμιγώς καταναλωτικό προϊόν, δεν ξέρω πώς μπορούν να υπάρξουν ευνοϊκές συνθήκες για να ανθήσει μια καλλιτεχνική πρακτική διαφορετική από τους εμπορικούς όρους της φιλελεύθερης κοινωνίας στην οποία ζούμε. Μπορώ να θεωρήσω ευνοϊκούς όρους τη συλλογικότητα και τη στήριξη από ανθρώπους που θέλουν και περιμένουν να δουν ένα θέατρο που παίρνει θέση απέναντι στην παρούσα νοσηρότητα. Σίγουρα πάντως δεν μιλάμε για μια πραγματικότητα που στηρίζει και ευνοεί το πολιτικό θέατρο».
Η παγκόσμια οικονομική κρίση, η εξουσία των αγορών, η υποχθόνια επικράτηση του νεοναζισμού και των αντιλήψεών του, η απειλή του πολέμου και, βεβαίως, η ιστορική αναδρομή και καταγραφή της συλλογικής μνήμης αποτελούν τη θεματογραφία ενός πολιτικού θεάτρου σήμερα. Εκείνα που μένει να αξιολογηθούν πρωτίστως από ένα σκεπτόμενο κοινό και στη συνέχεια από θεωρητικούς θεάτρου και κριτικούς είναι η επαναστατικότητα, η αμφισβήτηση και η διαλεκτική του σχέση με την κοινωνία, σε αντιδιαστολή με την παραδοχή αποδοχής και συμβιβασμού με τον συρμό της κυρίαρχης αντίληψης και ιδεολογίας. Γιατί προφανώς σε αυτό το τερέν δίνεται η μάχη σε όλη την κοινωνία.