Η τέχνη είναι αντιδραστικός και όχι δραστικός μηχανισμός
Συζήτηση με τον γνωστό ηθοποιό για ζόρικα πράγματα και ακόμη πιο ζόρικες καταστάσεις
ΟΓιάννης Τσορτέκης είναι η χαρά της ζωής. Καμιά σχέση δηλαδή με τον Χαράλαμπο που υποδύεται στο «Maestro» του Χριστόφορου Παπακαλιάτη. Ηρθε στο ραντεβού μας με τη μηχανή του, ορεξάτος, αεικίνητος, νευρώδης, με διάθεση να μιλήσει δημόσια, καθώς οι συνεντεύξεις αποτελούν γι’ αυτόν ακόμη ένα εκφραστικό μέσο. «Δεν μου αρέσουν οι συνεντεύξεις από το τηλέφωνο ή με email» μου είχε πει στην πρώτη μας επικοινωνία. Είναι αλήθεια πως αυτή την περίοδο διανύει την καλύτερη φάση της καλλιτεχνικής του πορείας: συμμετοχή σε δύο δημοφιλή σίριαλ αλλά και στην παράσταση «Αντιγόνη» του Ανούιγ, την οποία σκηνοθετεί για δεύτερη σεζόν στο Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης η Μαρία Πρωτόπαππα.
Αναρωτιέμαι πώς μοιράζετε τον χρόνο σας. Θέατρο, δύο σίριαλ, ενδεχομένως και κινηματογράφος. Είναι η χρονιά σας φέτος.
Η σειρά με τον Χριστόφορο έχει ολοκληρώσει τα γυρίσματα από πέρυσι. Αυτήν τη στιγμή απλώς παίζεται, οπότε δεν έχω να κάνω κάτι άλλο από πλευράς γυρισμάτων.
Ισχύει ότι η σειρά πήρε παράταση λόγω της επιτυχίας της;
Αυτό προσωπικά δεν το ξέρω, αλλά εάν πάει η σειρά για δεύτερο κύκλο, θα μου ανακοινωθεί. Εκανα μια δουλειά και την τελείωσα. Ο κόσμος καθετί που βλέπει νομίζει ότι έχει γυριστεί την προηγούμενη μέρα. Αυτά βέβαια που τρέχουν είναι τα γυρίσματα του «Αυτή η νύχτα μένει», η παράστα
ση της «Αντιγόνης» του Ανούιγ στο Υπόγειο του Τέχνης για δεύτερη χρονιά, ενώ τώρα έχω ένα μικρό ρόλο στην ταινία της Εύας Νάθενα με την Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, τη Μαρία Πρωτόπαππα και τη Μαρία Σκουλά – πρόκειται για μεταφορά της «Φόνισσας» του Παπαδιαμάντη. Λίγα γυρίσματα θα έχω, καθώς οι αντρικοί ρόλοι είναι πολλοί αλλά και μικροί. Είμαι επίσης σε συζητήσεις για κάποια πράγματα που πρόκειται να δρομολογηθούν.
Θα λέγατε πως είναι η περίοδος της ζωής σας που δουλεύετε πιο πολύ από κάθε άλλη φορά;
Πάντα δούλευα πολύ καθημερινά, άρα δεν έχει αλλάξει κάτι την περίοδο αυτή. Οι ρυθμοί ανέκαθεν ήταν και είναι φρενήρεις. Δεν με θυμάμαι ποτέ με λιγότερη ένταση ή περισσότερη ηρεμία. Είμαι ασκημένος σε αυτό και τα πάντα είναι θέμα προγραμματισμού, γιατί μπλεκόμαστε πάρα πολλοί συνεργάτες σε ό,τι κάνουμε. Η δυσκολία λοιπόν είναι αυτών που έχουν να συντονίσουν το δικό τους πρόγραμμα με τα προγράμματα των συντελεστών.
Βιολογικά μπορεί να είστε σε μόνιμη εγρήγορση – σε ψυχολογικό επίπεδο ωστόσο; Το δικό σας κοινό ποτέ δεν ήταν το τηλεοπτικό και σήμερα βρήκα σε σάιτ μέχρι και άρθρα που είχαν τίτλο «Δείτε τι ύψος έχει ο Γιάννης Τσορτέκης».
(γέλια) Το βρίσκω υπέροχο. Το απολαμβάνω διότι είναι το αποτέλεσμα αυτού που κάνω. Καταρχάς δεν κάνω κάτι. Αυτό το «κάτι» είμαι κάθε φορά, επομένως αυτό που είμαι αυτό βλέπει κι ο άλλος. Γίνομαι τη μια η πατημένη κουράδα, όπως είναι ο Χαράλαμπος
στο «Maestro», την άλλη η άνοιξη και η χαρά της ζωής, όπως είναι αυτός ο τύπος στο «Αυτή η νύχτα μένει». Ολα τα πράγματα προϋποθέτουν ένα χρόνο προετοιμασίας.
Αυτό έχει να κάνει με το πώς εσείς βλέπετε τον εαυτό σας. Οι άλλοι όμως;
Είχα ένα φόβο και τον είχα πει στον Χριστόφορο. Είχα νιώσει πάρα πολύ άσχημα διαβάζοντας το σενάριο. Επαθα σωματικά συμπτώματα. Του είπα: «Ρε φίλε, δεν ξέρω αν μπορώ να κάνω αυτό τον ρόλο, γιατί έχω παιδιά». Αλήθεια είναι όμως ότι κάθε φορά που κάνω τη δουλειά μου καυλώνω, γουστάρω τρελά. Η συγκυρία φέρνει να παίζονται ταυτόχρονα δύο σίριαλ εκεί που θα μπορούσε να παίζεται ήδη από πέρυσι του Χριστόφορου. Τότε οι φόβοι μου θα ήταν πιο ρεαλιστικοί, ενώ τώρα υπάρχει ένα άλλο περιβάλλον για τον θεατή, ο οποίος μπαινοβγαίνει από τον «Maestro» στο «Αυτή η νύχτα μένει». Τελικά τρελαίνεται ο θεατής αντί να τρελαθώ εγώ. Από τη μια βλέπει το αίσχιστο και από την άλλη το άριστο και δεν ξέρει τι θέση να πάρει. Ολο αυτό λειτούργησε λυτρωτικά για μένα, αφού δεν θα μπορούσα να συναντώ την άλλη τυχαία στον Σκλαβενίτη και να μου ρίχνει βλέμματα φαρμακερά.
Η κάθε ερμηνεία είναι και μια πολιτική πράξη; Και δεν το λέω από την άποψη του «bandiera rossa».
Ακόμη κι αυτό. Είναι φύσει και θέσει πολιτική πράξη. Λειτουργείς ως αντικείμενο μιας σύνθεσης που από τη φύση της είναι και πολιτική θέση. Η πολιτική σου στάση σηματοδοτείται ως μέλους και μέρους αυτής της αισθητικής σύνθεσης. Ο θεατής αυτό το προϋποθέτει ως τέτοιο.
Ετσι η τέχνη υπάρχει αναλλοίωτη ως δομή στο πέρασμα των αιώνων, από τότε που αρχίζει ο άνθρωπος να νιώθει την ανάγκη να επικοινωνήσει και να εκφραστεί. Βεβαίως και είναι bandiera rossa και αυτό το δημιούργησε η κοινωνική ανάγκη. Εννοείται rossa και όχι άλλο χρώμα. Ο πολίτης έχει ανάγκη κάποιον άλλο απέναντί του για να εμπνευστεί, να πάρει κουράγιο και να αντιδράσει. Η τέχνη είναι αντιδραστικός και όχι δραστικός μηχανισμός. Σε οτιδήποτε, από το πιο μελίρρυτο μέχρι το πιο σκληρό πραγματάκι, αυτό τον σκοπό έχει. Ξέρετε τι με εξέφραζε από την πρώιμη εφηβική ηλικία μου; Οι στίχοι του Κώστα Βάρναλη: «Δεν είμαι εγώ σπορά της τύχης/ ο πλαστουργός της νιας ζωής/ εγώ είμαι τέκνο της ανάγκης/ και ώριμο τέκνο της οργής». Σας το λέω τώρα και έχω ανατριχιάσει.
Σας βλέπω, αλήθεια λέτε.
Αυτό λοιπόν ήταν το τσιτάτο του «Οδηγητή». Με αντιπροσωπεύει καθολικά και με καθόρισε. Τι είπε αυτός ο άνθρωπος… αυτό είναι τέχνη. Αυτό με κρατάει ακμαίο και αντιδραστικό και ως αισθητικό αποτέλεσμα παίρνει μορφές: στον Οικονομίδη το ένα, στον Παπακαλιάτη το άλλο κ.ο.κ.
Από την εργασία μέχρι τις διαπροσωπικές σχέσεις.
Ακριβώς. Δεν διαφοροποιείται τίποτε, όπως κι εμείς οι δύο δεν διαφοροποιούμαστε αυτήν τη στιγμή, καθώς είμαστε μέσα σε μια ροή. Τώρα λέμε αυτά τα πράγματα και μετά εγώ θα πάω αλλού, εσείς θα πάτε αλλού και θα συνεχίσουμε να υπάρχουμε. Μια αντίδραση γίνεται τώρα, με ρωτάτε και σας απαντώ. Αν όμως δεν μπορούμε να δούμε ο ένας τον άλλο με καθαρότητα, όπως γίνεται τώρα, δεν υπάρχει κανένα νόημα.
Γι’ αυτό μου είπατε πως θα θέλατε να γίνει διά ζώσης η συνέντευξη.
Μα αυτός είναι ο πιο πολύτιμος χρόνος και για σας και για μένα. Αυτό εννοώ εγώ προσωπικό χρόνο. Εγώ, ας πούμε, περνάω καλά τώρα. Το άλλο τι θα ήταν; Θα μου στέλνατε ερωτήσεις κι εγώ δεν θα μπορούσα να απαντήσω ακόμη και αν είχα απεριόριστο χρόνο. Δεν είναι θέμα χρόνου αλλά ουσίας. Αυτό που συμβαίνει τώρα δεν θα μπορούσε να συμβεί αν έγραφα σε ένα χαρτί. Θα έγραφα όμορφα τεκμηριωμένες παραγραφούλες, τις οποίες στη συνέχεια θα τις παίρνατε και θα αποτυπωνόμουν ως ένας λόγιος ή μη λόγιος ηθοποιός και του κώλου τα εννιάμερα. Αυτό που κάνουμε τώρα είναι ζωντανό, όπως ζωντανή είναι και μια παράσταση ή ένα γύρισμα. Αυτό εισπράττει και ο αναγνώστης, άρα και ο θεατής: τη ζωντάνια της στιγμής που έχει καταγραφεί ή έχει κλαπεί, αν θέλετε. Η εντύπωση ότι είσαι στην ανωνυμία μα είσαι τόσο ορατός, γιατί είσαι κι εσύ μάρτυρας, είσαι συν-ένοχος. Διαφορετικά θα είμαστε απλώς οι εθισμένοι στο καπιταλιστικό συστηματάκι που σου δίνει και όλο σου δίνει, δημιουργώντας ανάγκες εκ του
«Ολα χρειάζονται ένα όριο που να μπορείς να το αντιληφθείς. Το να φλερτάρεις όμως; Μα η ζωή είναι ένα φλερτ. Μπορούμε εμείς τώρα να έχουμε αυτό τον γαμάτο ουρανό από πάνω μας και να λέμε ότι είμαστε στη Σουηδία με σκοτεινιά;»
μη όντος μόνο και μόνο για να σε έχει εξαρτημένο. Είμαστε εθισμένοι στο σκληρό περιβάλλον που οδηγεί στην αδιαφορία. Συμβαίνουν πράγματα δίπλα μας και το ξέραμε πάντα. Του τύπου «το ήξερα, αλλά δεν συνέβαινε σ’ εμένα», άρα δεν υπάρχει παρά μόνο ως λογικοφανής πληροφορία.
Να υποθέσω ότι αναφέρεστε στη βία που κυριαρχεί στην καθημερινότητά μας.
Ακριβώς και χαίρομαι πολύ πραγματικά που ο Χριστόφορος βρήκε το σθένος και την αυτοπεποίθηση να την παρουσιάσει ωμή, γιατί η ωμότητα αυτή μπαίνει μέσα στο σπίτι και ο άλλος τη βλέπει, είναι μπροστά του. Οι άνθρωποι με είδαν να αλυσοχτυπάω τον γιο μου και να σαπίζω τη γυναίκα μου στο ξύλο – δεν τους το είπε κανείς ούτε φαντάστηκαν πώς γίνεται κάποιος να βαράει τον γιο του λέγοντάς του «Πες μου αν είσαι πούστης». Οταν το βλέπεις τρώγοντας το σούσι σου σου φεύγει από το στόμα το ρυζάκι μαζί με τον σολομό, διότι δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς, το έχεις βιώσει κι εσύ. Το θεωρώ πολύ σημαντικό γιατί μόνο έτσι μπορεί ο θεατής να σκεφτεί τι είναι αυτό στην πραγματικότητα και να πάρει θέση.
Η βία δεν υπάρχει μόνο μες στο σπίτι του καθενός, αλλά και στον δικό σας εργασιακό χώρο.
Ξαφνικά ποινικοποιήθηκε ο έρωτας. Να κοιτάζω την άλλη και να μην μπορώ να κάνω ούτε καν χιούμορ. Ολα χρειάζονται ένα όριο που να μπορείς να το αντιληφθείς. Το να φλερτάρεις όμως; Μα η ζωή είναι ένα φλερτ. Μπορούμε εμείς τώρα να έχουμε αυτό τον γαμάτο ουρανό από πάνω μας και να λέμε ότι είμαστε στη Σουηδία με σκοτεινιά; Δεν μπορείς να το παίξεις αυτό. Γουστάρω παράφορα που είμαι στην Αθήνα και μυρίζει καυσαέριο.
Ξέρετε τι είπαν πολλοί: ήταν ανάγκη με όλα αυτά τα εφιαλτικά που ζούμε να προβληθεί η σειρά του Παπακαλιάτη, που συν τοις άλλοις δείχνει και τη σχέση μιας 18άχρονης με έναν πενηντάρη;
Εμένα μου είπαν κι άλλα. Υπήρξε πολύ νέος άνθρωπος που μου είπε: «Μα τώρα σοβαρά, δείχνετε αυτά για να γυρίσει να τα κάνει και ο κόσμος;». Ακουσα αυτό που μου είπε ο νέος άνθρωπος και το επεξεργάστηκα. Οσο πιο πίσω πηγαίνουμε χρονικά, προς τη δεκαετία του 1980, βλέπουμε τα πράγματα να είναι πιο ήρεμα, χαλαρά και απενοχοποιημένα. Οσο προχωράνε τα πράγματα βλέπω έναν πουριτανισμό τόσο ψεύτικο και ερμητικά κλειστό απέναντι στην τόλμη του ανθρώπου για επαφή. Ακόμη και σε επίπεδο συνεργασίας. Αυτήν τη στιγμή εμείς οι δύο μιλάμε στον πληθυντικό. Μα να με λέτε κ. Τσορτέκη; Αυτομάτως αυτό μας φέρνει σε απόσταση· είναι η ίδια απόσταση από την οποία ο άλλος βλέπει το σίριαλ και λέει ότι λειτουργεί ως πρότυπο αρνητικό. Οχι, φίλε, θα λειτουργούσε έτσι αν δεν συνέβαινε ωμά. Δεν θα είχαμε θέμα αν αντί για αλυσίδα έπεφτε ένα χαστούκι ή αν έριχνα μια Χριστοπαναγία αντί να σαπίσω στο ξύλο τη γυναίκα μου. Εννοώ πως τόσο τη Χριστοπαναγία όσο και το χαστούκι μπορείς κι εσύ κι ο άλλος να τα τολμήσει, δεν πάει το χέρι σου όμως να σηκώσει αλυσίδα.
Μου λέτε ότι η ωμότητα μπορεί ενίοτε να φέρει το αντίθετο αποτέλεσμα;
Οχι, εκτιμώ όμως ότι αυτή η σειρά, έτσι όπως αναδεικνύει τα θέματα, θα έχει το πρέπον αποτέλεσμα: να καθηλώσει τον θεατή και να τον κάνει να σκεφτεί πραγματικά. Η άλλη πλευρά είναι η βία που όλοι υφιστάμεθα καθημερινά από το καθετί: από το να ψάχνουμε εμείς χρόνο για να βρεθούμε να πιούμε έναν καφέ –εκεί που θα έπρεπε ο χρόνος μας να είναι απεριόριστος– μέχρι το να δουλεύουμε 19 ώρες την ημέρα. Και να σου σκάνε τα μηνυματάκια ότι χρωστάς και να μη ζεις για να σκέφτεσαι ποια προτεραιότητα θα βάλεις στους λογαριασμούς σου. Το χειρότερο είναι ότι θεωρούμε αυτονόητη αυτήν τη μορφή βίας, επειδή η ανάγκη είναι η επιβίωση. Ανύπαρκτος προσωπικός χρόνος, άρα ανύπαρκτες διαπροσωπικές σχέσεις, άρα όλα δένουν με την ποινικοποίηση του φλερτ. Σωματικά δεν μπορείς καν να ανταποκριθείς, δεν έχεις ξεκούραση, χαρά και υγεία μέσα σου, οπότε έρχεται και ο άλλος και σου λέει: «Μη στενοχωριέσαι, είσαι κομμάτια, αλλά μην ανησυχείς, θα σου ποινικοποιήσω το φλερτ ώστε αν το κάνεις, να υποστείς τις κυρώσεις».
(Σ.σ.: μια άγνωστη κυρία από διπλανό τραπέζι έρχεται και μας αφήνει ένα κομμάτι κέικ. «Για το ότι είστε στην πλατεία μας» του λέει με χαμόγελο. Του δίνει συγχαρητήρια για όλα και εκείνος την ευχαριστεί θερμά.) Να, ρε φίλε, γι’ αυτά ζούμε και μετά μου λες να πας να αποσυρθείς. Από τι να αποσυρθείς, ρε μαλάκα; Από τη ζωή; Να πας πού; Στο Αγιο Ορος να πηδιέσαι με τους μαλάκες; Κι εκεί πάλι για να πηδηχτείς θα πας, όχι για να κάνεις κάτι άλλο.
Γεγονός είναι πάντως πως ανοίγεις την τηλεόραση και βλέπεις μια κακοχωνεμένη Ελλάδα του 1950.
Ο μηχανισμός είναι ένας: πώς να σε ακυρώσει και να σε χειρίζεται. Εχουμε αυτές τις σειρές και αυτά τα ριάλιτι· αν εσύ δεν μπορείς να αντιληφθείς ότι σε χειρίζονται, δεν φταίνε αυτά. Αυτά είναι σαν τις διάφορες τράπεζες που μας έχουν πρήξει τα αρχίδια με τα υποκαταστήματά τους παντού. Επαγγελματίες είναι και κάνουν τη δουλειά τους, πουλάνε το προϊόν τους. Εσύ μπορείς να επιλέξεις από ποιο σουπερμάρκετ θα ψωνίσεις. Δεν καταλαβαίνω γιατί να μπεις στη διαδικασία να δεις τη σαβούρα. Για να συζητάς μετά ότι ήταν σαβούρα; Υπάρχουν 19 χιλιάδες θέατρα. Στο χέρι σου είναι να πας εκεί που γουστάρεις εσύ. Η τηλεόραση μια ζωή έτσι ήταν από τότε που θυμάμαι τον «Αγνωστο πόλεμο».