Η μεγάλη εικόνα οδηγεί τις προοδευτικές δυνάμεις στην αναδιανομή εισοδήματος
Φαίνεται πια καθαρά ότι η κυβέρνηση της ΝΔ έχει πάρει την κάτω βόλτα. Η υπόθεση των παρακολουθήσεων άνοιξε σοβαρά ζητήματα δημοκρατικής ομαλότητας. Ο λαϊκισμός του Μαξίμου εξαντλήθηκε στο «όλοι παρακολουθούν όλους», αξιοποιώντας την περίπτωση Πιτσιόρλα επί ΣΥΡΙΖΑ για να αποφύγει κάθε ουσιαστική συζήτηση. Η εξεταστική επιτροπή οδηγήθηκε σε μια πρόχειρη διαδικασία συγκάλυψης των ευθυνών. Ηρθαν καινούργιες αποκαλύψεις για παρακολουθήσεις ακόμη και υπουργών της κυβέρνησης –αν επιβεβαιωθούν–, ώστε να αντιληφθούν όλοι ότι «κάτι σάπιο υπάρχει στο βασίλειο της Δανιμαρκίας». Και κυρίως για να αντιληφθούν και οι πιο αφελείς ότι οι παραβιάσεις της συνταγματικής νομιμότητας θυμίζουν αυταρχικά καθεστώτα. Η ιστορία με τον βουλευτή-επιχειρηματία της ΝΔ την εξέθεσε ακόμη περισσότερο, αφού η εικόνα δείχνει οικονομικές μπίζνες με την ανοχή (πιθανώς και με τη στήριξη;) του Μαξίμου. Πρόκειται για δύο κορυφαία επιφαινόμενα της διακυβέρνησης που υποκρύπτουν σκοτεινές εικόνες εξουσίας, παρά τις φιλελεύθερες και θεσμικές μεγαλοστομίες του πρωθυπουργού.
Στην πολιτική κατάσταση που διαμορφώνεται πρέπει να προσθέσουμε και τον ασφυκτικό έλεγχο στα ΜΜΕ. Η περιρρέουσα ατμόσφαιρα επιβεβαιώνει μια ακραία μονοκομματική πρακτική με τελικό στόχο τη χειραγώγηση της κοινής γνώμης. Για παράδειγμα, είναι απαράδεκτο ακόμη και η εύλογη χρηματοδότηση των ΜΜΕ να λειτουργεί ως κυβερνητικό προνόμιο και να μην προβλέπεται μια πιο ανοιχτή κοινοβουλευτική διαδικασία ή κάποια ανεξάρτητη αρχή που να διοργανώνουν την οικονομική στήριξη των μέσων ενημέρωσης.
Η αντιπολίτευση οφείλει να αναζητήσει δρόμους συντονισμού για να αντιμετωπιστεί αυτή η πραγματικότητα. Κάτι τέτοιο δεν σημαίνει «μέτωπα» και διχαστικές επιλογές, αλλά κοινοβουλευτική συνεννόηση
για να αποκρουστούν επιλογές αυταρχισμού ή φαινόμενα πολιτικής διαφθοράς. Φυσικά η αντιπολιτευτική γραμμή για να είναι πειστική πρέπει να είναι σοβαρή. Η σκανδαλολογία με φτηνά επιχειρήματα και η επιχείρηση κομματικής αντιπαράθεσης με «ηθικολογία» από ποινικά ζητήματα της καθημερινότητας δεν συνιστούν εναλλακτική πολιτική. Υποβαθμίζουν τη σημασία της απάντησης στην κρίση και την αποτελεσματική κριτική προς την κυβέρνηση. Ευνοούν κάποιες φορές την αποχή, τον ακροδεξιό λαϊκισμό και την αμφισβήτηση του πολιτικού συστήματος. Η εναλλακτική γραμμή που το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ προβάλλει με συνέπεια στηρίζεται στα μεγάλα λαϊκά προβλήματα. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει φιλελεύθερη ρητορική αλλά σκληρή ταξική κατεύθυνση. Πολλά για τους λίγους, λίγα για τους πολλούς. Διευκολύνσεις για τους ισχυρούς, εμπόδια για τους αδύναμους. Εύνοια για τα «μεγάλα πορτοφόλια» και επιδόματα για τις διαμαρτυρίες των φτωχών. Η στρατηγική που οφείλουν να έχουν οι
προοδευτικές δυνάμεις πρέπει να έχει ένα κρίσιμο αφήγημα. Αυτό που αφορά τη λεγόμενη «μεγάλη εικόνα». Η οποία έχει σχέση με το βασικό αίτημα για την αναδιανομή εισοδήματος. Που σημαίνει φορολογία του πλούτου, σύγκρουση με τα μεγάλα συμφέροντα, άμβλυνση των κοινωνικών ανισοτήτων, στήριξη του κοινωνικού κράτους. Ολα τα αλλά έρχονται δεύτερα. Είναι αυτό που λέει ο λαός «να ’χαμε να λέγαμε». Η αντιπολίτευση δεν πρέπει να κινείται στους ρυθμούς των μεσημεριανών εκπομπών. Δεν ψάχνει ροζ θέματα και ιστορίες σκανδαλοθηρίας. Πρέπει να έχει κοινωνικό πρόσημο και ρεαλιστικές απαντήσεις. Ο κύκλος των υποσχέσεων άλλωστε έχει κουράσει την κοινή γνώμη. Αυτό το οποίο μπορεί να εμπνεύσει και να διαμορφώσει κινήματα είναι ο καθαρός ορίζοντας για την υπεράσπιση της μεσαίας τάξης και των αδύναμων στρωμάτων.
Μια τέτοια οπτική ξαναβάζει το πάθος στην πολιτική. Οριοθετεί γραμμές και συμπτώσεις. Γιατί μόνο έτσι μπορούν να αλλάξουν οι συσχετισμοί των δυνάμεων.
Παρόλο που η Γ΄ Ελληνική Δημοκρατία, που εγκαθιδρύθηκε μετά τη μεταπολίτευση, χαρακτηρίζεται δίκαια ως η πλέον σταθερή περίοδος για τη χώρα, δεν έλειψαν στα χρόνια αυτά η κατά καιρούς πόλωση ούτε οι –μερικές φορές μάλιστα μείζονες– πολιτικές κρίσεις. Κάποιες μάλιστα απ’ αυτές καταλαμβάνουν δεσπόζουσα θέση στη νεότερη ελληνική ιστορία.
Δεν θα ήταν όμως υπερβολικός κανείς αν ισχυριζόταν ότι η απαξίωση που κυριαρχεί το τελευταίο διάστημα στον δημόσιο βίο με τα όσα συμβαίνουν είναι πρωτοφανής. Μια αίσθηση υποχώρησης κυριαρχεί και ρίχνει βαριά τη σκιά της σε κάθε έκφανση της πολιτικής ζωής της χώρας. Η έλλειψη εμπιστοσύνης προς τους θεσμούς είναι πλέον ισχυρή και τόσο η επικίνδυνη συνέπεια των πεπραγμένων της κυβέρνησης όσο και οι καθημερινές αποκαλύψεις βυθίζουν όλο και περισσότερο την ατζέντα σε συζητήσεις που αντί να αφορούν το κράτος και τις αναγκαίες προόδους του, αφορούν το παρακράτος και τις αποκρουστικές μεθόδους του.
Ωστόσο αυτή η θεσμική απαξίωση εκτός του ότι δεν ταιριάζει σε ένα κράτος δικαίου, εκτός του ότι δεν αξίζει στους Ελληνες πολίτες, τίποτε καλό δεν προμηνύει για μια δημοκρατική χώρα.
Γι’ αυτό και η ανατροπή αυτού του κλίματος πρέπει να αποτελέσει τον ακρογωνιαίο λίθο της προοδευτικής κυβέρνησης που θα συγκροτηθεί αμέσως μετά τις εκλογές.
Ούτως ή άλλως το ισχυρό δημοκρατικό κράτος είναι μία από τις έξι εθνικές προτεραιότητες που παρουσίασε ο Αλέξης Τσίπρας στη ΔΕΘ και αποτελούν τη στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ με στοχευμένες μεταρρυθμίσεις στη Δικαιοσύνη, την ΕΥΠ αλλά στα ΜΜΕ, που θα εμπεδώσουν και θα αποκαταστήσουν (όπου δεν υπάρχει) την εμπιστοσύνη της κοινωνίας.
Μία από τις πιο κρίσιμες προτεραιότητες της προοδευτικής διακυβέρνησης είναι να εμφυσήσει ξανά στους πολίτες το αίσθημα ότι ζουν σε μια ευνομούμενη, σύγχρονη πολιτεία η οποία, εκτός του να απαιτεί τις υποχρεώσεις τους, έχει αποστολή να προασπίζει τα δικαιώματά τους.
Και μια τέτοια πολιτεία, μια πολιτεία δικαιοσύνης κι ένα κράτος δικαίου βασίζεται σε ισχυρούς θεσμούς. Σε θεσμούς αξιόπιστους, περιβαλλόμενους με κύρος, που δρουν αντικειμενικά και αποτελεσματικά, που λειτουργούν με ανθρώπινο πρόσωπο και όχι φορμαλιστικά.
Μόνο η ύπαρξη τέτοιων θεσμών σε όλο το εύρος της κρατικής δομής και σε ό,τι οφείλει να ρυθμίζεται απ’ αυτήν μπορεί να υποστηρίξει την προστασία των δικαιωμάτων, την οικονομική ανάπτυξη και ευημερία, την κοινωνική προστασία, την ίδια τη δημοκρατία.
Η αίσθηση της δικαιοσύνης, η πεποίθηση ότι το κράτος διασφαλίζει τα δικαιώματα όλων με ισότιμο τρόπο, ότι μεριμνά για το δημόσιο συμφέρον, ότι αυτοπεριορίζεται στους κανόνες δικαίου είναι μια κατάκτηση που απαιτεί κοπιώδεις, συστηματικές και ειλικρινείς προσπάθειες και είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την εμπιστοσύνη.
Πολύ περισσότερο μάλιστα όταν το σημείο εκκίνησης είναι αυτό που διαμόρφωσαν τα πεπραγμένα, γνωστά και άγνωστα, της απερχόμενης καθεστωτικής διακυβέρνησης.
Το τρίπτυχο δικαιοσύνη – εμπιστοσύνη – θεσμοί κατέχει λοιπόν εύλογα περίοπτη θέση ως εθνική προτεραιότητα στο πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ και έχει την ιδιαιτερότητα να σχετίζεται με την ποιότητα της ίδια της δημοκρατίας. Επηρεάζει όλες τις κρατικές λειτουργίες και είναι χρέος μας να κάνουμε και τον πλέον δύσπιστο πολίτη κοινωνό της αλλαγής του κράτους μας, που πολύ σύντομα πρόκειται να ξεκινήσει.
Δικαιοσύνη – εμπιστοσύνη – θεσμοί σχετίζονται με την ποιότητα της ίδια της δημοκρατίας και εύλογα κατέχουν περίοπτη θέση στο πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ