Πρωθυπουργός άνευ εμπιστοσύνης
Ετσι όπως εξελίσσονται τα πολιτικά πράγματα είναι προφανές πως ο πρωθυπουργός έχει δύο δρόμους να επιλέξει: είτε θα προκηρύξει άμεσα εκλογές είτε θα ζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή.
Στην πρώτη περίπτωση θα εγκλωβίσει την ΚΟ και το κόμμα της ΝΔ συνολικά στη δική του προσωπική τακτική και η ΝΔ θα συνδεθεί με την πολιτική τύχη του αρχηγού της, ο οποίος όμως κατηγορείται πλέον από το σύνολο της αντιπολίτευσης και την πλειοψηφία του Τύπου ως υπεύθυνος για τη λειτουργία παράνομου λογισμικού τηλεφωνικών υποκλοπών, εφόσον ο ίδιος είχε την αποκλειστική ευθύνη της ΕΥΠ.
Θα δημιουργηθεί έτσι μια τραγελαφική πολιτική κατάσταση, καθώς οι υποψήφιοι βουλευτές της ΝΔ θα είναι υποχρεωμένοι εκ των πραγμάτων να απολογούνται προεκλογικά για το σκάνδαλο των υποκλοπών και για τις ευθύνες του Μεγάρου Μαξίμου. Στον πανικό της η κυβέρνηση σχεδιάζει να επαναφέρει τους χειρισμούς της υπόθεσης Novartis, ωστόσο στο ζήτημα των υποκλοπών δεν έχουμε μόνο μαρτυρίες, έχουμε και έγγραφα και απτές αποδείξεις. Οπότε
εν προκειμένω η Δικαιοσύνη δεν θα μπορέσει να κλείσει τα μάτια της και να υπεκφύγει αποδίδοντας το σκάνδαλο σε ανυπόστατες προφορικές μαρτυρίες.
Στη δεύτερη περίπτωση, στην οποία ο πρωθυπουργός ζητάει ψήφο εμπιστοσύνης, υπάρχει σοβαρότατο ενδεχόμενο να μην τη λάβει, διότι θα δώσει τη χρυσή ευκαιρία σε όσους δεν συμφωνούν με τη διακυβέρνησή του να τον αποπέμψουν. Σύμφωνα με τα άρθρα 37 και 38 του συντάγματος, για την εμπιστοσύνη της Βουλής απαιτείται η πλειοψηφία επί των παρόντων βουλευτών. Αυτό δίνει τη δυνατότητα σε όσους βουλευτές δεν θέλουν να εκτεθούν σε ρητή καταψήφιση της κυβέρνησης να απέχουν. Είναι πολύ δύσκολο να φανταστεί κανείς πως ο Κώστας Καραμανλής και ο Αντώνης Σαμαράς θα παραστούν στη διαδικασία και θα δώσουν ψήφο εμπιστοσύνης στον Κυριάκο. Το πιθανότερο είναι να απέχουν. Εάν όμως ακολουθήσουν το παράδειγμά τους και άλλοι πέντε, τότε η κυβέρνηση δεν θα έχει την πλειοψηφία των παρόντων και θα χάσει την εμπιστοσύνη της Βουλής. Εάν αυτό συμβεί, θα δοθούν διερευνητικές εντολές, οι οποίες προφανώς θα καταλήξουν σε σχηματισμό υπηρεσιακής κυβέρνησης και σε προκήρυξη εκλογών.
Εάν λοιπόν ο Κυριάκος Μητσοτάκης επιλέξει την οδό της ψήφου εμπιστοσύνης, θα διευκολύνει όσους δεν θέλουν να ταυτιστούν μαζί του να απέχουν, χωρίς να κατηγορηθούν πως καταψήφισαν την κυβέρνηση. Από την άλλη, βεβαίως, επειδή η άμεση προκήρυξη εκλογών εγκλωβίζει τους βουλευτές και τα κορυφαία στελέχη της ΝΔ σε μια διαδικασία που δεν ελέγχουν και που θα τους καταστήσει συνυπεύθυνους, ίσως συναντήσει τη ρητή άρνηση πολλών βουλευτών, οι οποίοι είναι σε θέση να την μπλοκάρουν και να ζητήσουν οι ίδιοι, με πρόταση δυσπιστίας προς το πρόσωπο του πρωθυπουργού αποκλειστικά, την αντικατάσταση του Κυριάκου Μητσοτάκη από τη θέση του πρωθυπουργού και εν συνεχεία του αρχηγού της ΝΔ.
Σε κάθε περίπτωση, η μόνη ορθή κίνηση εκ μέρους του Κυριάκου Μητσοτάκη θα ήταν η παραίτησή του από τη θέση του πρωθυπουργού και η προκήρυξη άμεσων εκλογών. Οσον αφορά τη ΝΔ, το κόμμα αυτό έχει πλέον εισέλθει σε καθεστώς γκρίζο, διότι αφενός ανέχθηκε όλες τις πρωθυπουργικές αποφάσεις χωρίς καμία ένσταση και, αφετέρου, θα δυσκολευτεί ιδιαίτερα να βρει ασφαλή οδό απομάκρυνσης του κ. Μητσοτάκη από την ηγεσία του και να πάει με σχετικά καλύτερους όρους στην εκλογική αναμέτρηση.
Και έτσι η απληστία, η κοινωνική αναλγησία και η γενικευμένη διαφθορά θα πληρωθούν πολύ ακριβά από τη ΝΔ στις επερχόμενες εκλογές.
Σε κάθε περίπτωση, η μόνη ορθή κίνηση εκ μέρους του Μητσοτάκη θα ήταν η παραίτησή του και η προκήρυξη άμεσων εκλογών
Στις 27 Οκτωβρίου 2022 ο πρόεδρος των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν δήλωσε τα εξής για τον πρωθυπουργό της Ελλάδας Κυριάκο Μητσοτάκη: «Είναι ένας ικανός και ισχυρός ηγέτης που καθοδηγείται πάνω απ’ όλα –και ενδεχομένως αποκλειστικά– από τα συμφέροντα της Ελλάδας, του λαού της και της οικονομίας της. Αυτό εξηγεί σε μεγάλο βαθμό τη θέση του σε ενεργειακά θέματα. Ο πρωθυπουργός Μητσοτάκης δεν αφήνει ποτέ κανέναν να επωφελείται δωρεάν (εις βάρος της χώρας του) ή να ενεργεί προς το συμφέρον τρίτων χωρών. Υποστηρίζει πάνω απ’ όλα τα συμφέροντα της Ελλάδας, συμπεριλαμβανομένου του διαλόγου μαζί μας.
Υπό αυτή την έννοια η Ελληνική Δημοκρατία στο σύνολό της και προσωπικά ο πρωθυπουργός Μητσοτάκης δεν είναι εύκολοι εταίροι: πολλές από τις αποφάσεις μας γεννιούνται μέσα από μακρές, δύσκολες συζητήσεις και διαπραγματεύσεις. Προασπίζεται πάντα τα συμφέροντά του – όχι τα προσωπικά του συμφέροντα αλλά τα συμφέροντα της χώρας του. Υπάρχει όμως η επιθυμία και από τις δύο πλευρές να καταλήξουμε σε συμφωνίες και συνήθως τα καταφέρνουμε. Υπό αυτή την έννοια ο πρωθυπουργός Μητσοτάκης είναι ένας συνεπής και αξιόπιστος εταίρος. Αυτό είναι ίσως το πιο σημαντικό χαρακτηριστικό του, ότι είναι αξιόπιστος εταίρος».
Η δήλωση είναι πολύ σημαντική διότι μας δείχνει ότι με πρωθυπουργό τον Κυριάκο Μητσοτάκη η Ελλάδα δεν είναι κράτος-πελάτης, αλλά ένας αξιόπιστος μεν, απαιτητικός δε εταίρος, του οποίου οι πράξεις αλλά και οι συμφωνίες στη διεθνή σκακιέρα έχουν πυξίδα το συμφέρον του ελληνικού λαού σε αυτή την ασταθή γεωπολιτική συγκυρία. Οι ΗΠΑ πρέπει να κερδίσουν, μέσα από δύσκολες πολλές φορές διαπραγματεύσεις, τη συνεργασία με την Ελλάδα κι ας είναι μια συγκριτικά λιγότερο ισχυρή χώρα: δεν «ξεπουλάμε», δεν είμαστε βασάλοι, αυτονόητοι και δωρεάν. Με τον Κυριάκο Μητσοτάκη κανείς δεν μπορεί να θεωρήσει την Ελλάδα μια «δεδομένη» χώρα ή έναν «χρήσιμο ηλίθιο», αλλά έναν υπολογίσιμο, απαιτητικό μα αξιόπιστο εταίρο – και το δηλώνει ρητώς ο πρόεδρος μιας πυρηνικής υπερδύναμης. Αν και το κερδίσαμε με το σπαθί μας, δεν μας το χρώσταγε κιόλας ο Μπάιντεν.
Βέβαια, το πρόβλημα με την παραπάνω δήλωση είναι ότι δεν είναι πραγματική και φυσικά δεν θα μπορούσε ποτέ να είναι. Ή, μάλλον, ότι είναι κατά το ήμισυ πραγματική, μια παρανάγνωση: πρόκειται για απάντηση του προέδρου της Ρωσικής Ομοσπονδίας αναφορικά με τον πρόεδρο της Τουρκικής Δημοκρατίας. Οπου διαβάσατε «Τζο Μπάιντεν» βάλτε «Βλαντίμιρ Πούτιν» και όπου διαβάσατε «πρωθυπουργός Μητσοτάκης» βάλτε «πρόεδρος Ερντογάν» και θα έχετε το απόσπασμα από τη Σύνοδο της Λέσχης Βαλντάι.
Κι αυτό, αν έχουμε μάτια, μυαλό και κριτική ικανότητα, ταπεινά φρονώ πως μας λέει ό,τι χρειαζόμαστε να γνωρίζουμε για τη θέση της Ελλάδας τόσο στην ευρύτερη διεθνή αναταραχή όσο και έναντι της Τουρκίας. Της Ελλάδας που χάρη στις ηγεσίες της παραχωρεί χωρίς ουσιαστικά ανταλλάγματα (ή με ανταλλάγματα μόνο στη φαντασία της) έδαφος της επικράτειάς της για ριζικά εκθετικό αβγάτισμα αμερικανικών στρατιωτικών βάσεων (ΣΥΡΙΖΑ και μετά ΝΔ) με την αστεία ελπίδα ότι αυτές θα… υπερασπίσουν τη χώρα έναντι συμμαχικών νατοϊκών χωρών, λες και οι ξένες βάσεις ιδρύονται για να προστατεύσουν εσένα και όχι για να γίνουν είτε εφαλτήριο άλλων πολέμων είτε, εκ των πραγμάτων, στρατιωτικός στόχος πιθανών μελλοντικών πολέμων.
Της κυβέρνησης που αναλαμβάνει με χαρά τον ρόλο του ευρωπαϊκού λαγού στην αποστολή οπλικών συστημάτων στην Ουκρανία –σάμπως τα χρειάζεται η Ελλάδα; Θα πάρουμε άλλα– αλλά και του κοινοβουλευτικού ξεπλύματος συγκεκριμένων ταγμάτων (ΝΔ). Του κράτους που στο πλαίσιο της γεωπολιτικής του «καλού παιδιού» τα κάνει όλα και συμφέρει με τη φαντασίωση ότι επειδή δίδεται εντελώς δωρεάν θα «προτιμηθεί» από τους συμμάχους της σε ενδεχόμενη στρατιωτική περιπέτεια με αντίπαλη χώρα, η οποία έχει φροντίσει να ερίζουν γι’ αυτήν Δύση και Ανατολή.
Της Ελλάδας που από τον υπερβάλλοντα ζήλο της να ευθυγραμμιστεί με φθίνουσα υπερδύναμη 10.000 χλμ. μακριά έχει αποξενωθεί από κάθε μη δυτική δύναμη στην άμεση γεωγραφική και υδάτινη γειτονιά της, βρίσκοντας το κατάλληλο timing για να αυξήσει τους… εχθρούς της. Που φαντασιώνεται νηπιωδώς πως επειδή υπέγραψε την αγορά κάποιων τουπίκλην Wunderwaffen, άμα γίνει κάτι σοβαρό θα έρθουν στα χακί ο Γκιγιόμ και ο Φρανσουά για να τη σώσουν. Κι όλα αυτά την ώρα που οι πλανητικές ισορροπίες αναπροσαρμόζονται με ιλιγγιώδη ρυθμό.
Αμα εκλέγεις τέτοιες ηγεσίες, τι να τους κάνεις τους εχθρούς; Είναι περιττοί κι απέριττοι.