Οταν η χούντα απειλήθηκε έγινε τρομακτικά βίαιη
Ο καθηγητής Κοινωνικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας μιλάει για τη δυναμική αντίσταση κατά τη δικτατορία
Ενα χρόνο προτού συμπληρωθεί μισός αιώνας από την εξέγερση του Πολυτεχνείου το ηρωικό γεγονός είναι βαθιά ριζωμένο στη μνήμη της κοινωνίας ως ο καταλύτης που οδήγησε στην πτώση της δικτατορίας. Από την άλλη, η συλλογική και με κάθε τρόπο αντίσταση στο καθεστώς των συνταγματαρχών είναι υπό συζήτηση. Στριμωγμένη σε μια γωνία της δημόσιας ιστορίας βρίσκεται η αντίσταση των αγωνιστών με δυναμικές ενέργειες, με «κροτίδες», όπως χαρακτήριζαν οι ίδιοι ενώπιον των στρατοδικείων τις επιθέσεις με βόμβες μικρής ισχύος. Μαρτυρίες αυτών των αγωνιστών συγκέντρωσε στο βιβλίο του ο καθηγητής Κοινωνικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας Πολυμέρης Βόγλης, επιχειρώντας –με επιτυχία– να συνθέσει το προφίλ, τη σκέψη τους, την ψυχοσύνθεσή τους. Κεντρώοι και αριστεροί βρέθηκαν απολογούμενοι στη χούντα ως κομμουνιστές (με τον ΑΝ 509), «προδότες» και «εσωτερικοί εχθροί» ενώ πάλευαν ενάντια στους πραξικοπηματίες που είχαν καταλύσει την κοινοβουλευτική δημοκρατία. Οπως σημειώνει ο Πολ. Βόγλης, «υπάρχει η αίσθηση ενός αγώνα ο οποίος δεν οδήγησε στο επιθυμητό για τους ίδιους αποτέλεσμα».
Προτού αναφερθούμε στη δυναμική αντίσταση ας θίξουμε το αν υπήρξε αντίσταση κατά τη διάρκεια της δικτατορίας. Μήπως ήταν ένας μύθος με σκοπό να καλύψει ανεπάρκειες ή αδυναμίες του κινήματος και της κοινωνίας;
Υπήρξε αντίσταση την εποχή της δικτατορίας, για αρκετά όμως χρόνια ήταν, θα λέγαμε, μειοψηφική, δηλαδή αφορούσε μικρές ομάδες που ανέπτυσσαν είτε δυναμική είτε μη δυναμική δράση ενάντια στο καθεστώς. Φυσικά στο εξωτερικό υπήρξε πολύ μεγαλύτερη ευαισθητοποίηση των ελληνικών κοινοτήτων –φοιτητών και δευτερευόντως εργαζομένων– απέναντι στη δικτατορία. Αρα, κατά τη γνώμη μου το ερώτημα που τίθεται είναι γιατί δεν υπήρξε μαζική αντίσταση στα πρώτα χρόνια της δικτατορίας. Δεν πιστεύω ότι η ελληνική κοινωνία βολεύτηκε. Εκτιμώ ότι πολύ σημαντικό ρόλο έπαιξε το συντριπτικό πλήγμα που δέχτηκε κυρίως η Αριστερά τις πρώτες μέρες του πραξικοπήματος. Χιλιάδες συλλήψεις έγιναν την 21η Απριλίου και τις επόμενες μέρες. Στην ουσία οι συλλήψεις και στη συνέχεια η εκτόπιση χιλιάδων στη Γυάρο εξουδετέρωσαν βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα οποιαδήποτε προσπάθεια συλλογικής αντίστασης. Αυτό πρέπει να το έχουμε υπόψη προτού «καταδικάσουμε» την ελληνική κοινωνία για αδράνεια στα χρόνια της δικτατορίας. Επίσης, αυτή η αδρανοποίηση στηριζόταν στη βία και στον φόβο. Μέχρι να φτάσουμε στο 1972, και προφανώς στο 1973, εμφανίστηκε ένα μαζικό αντιδικτατορικό κίνημα, κυρίως στα πανεπιστήμια αλλά και σε χώρους εργασιακούς,
με αποκορύφωμα την εξέγερση του Πολυτεχνείου. Αρα υπήρξε αντίσταση, άντρες και γυναίκες αγωνίστηκαν ενάντια στη δικτατορία, βασανίστηκαν, φυλακίστηκαν, εκτοπίστηκαν· είναι κάτι που δεν πρέπει να το ξεχνάμε.
Η δυναμική αντίσταση στα χρόνια της δικτατορίας προήλθε από την αδυναμία ή αποτυχία οργάνωσης −όπως ήταν ο σκοπός τους− και ύπαρξης μαζικών κινητοποιήσεων;
Η δυναμική αντίσταση, δηλαδή η τοποθέτηση εκρηκτικών μηχανισμών μικρής ισχύος σε υλικούς στόχους, είχε σκοπό να δείξει στην ελληνική κοινωνία ότι υπάρχει αντίσταση, ότι μπορούν να αντισταθούν και άρα με αυτό τον τρόπο να πυροδοτήσουν στην ελληνική κοινωνία αντιδράσεις απέναντι στο καθεστώς. Θεωρούσαν ότι οι δυναμικές ενέργειες, λόγω της δημοσιότητας που λάμβαναν ή θα μπορούσαν να λάβουν, θα ήταν πιο αποτελεσματικές από την απλή προπαγάνδα ενάντια στη δικτατορία. Κράτησαν ζωντανή τη φλόγα της αντίστασης, ωστόσο το φοιτητικό κίνημα το οποίο εμφανίζεται το 1972-73 προκύπτει από άλλες διαδικασίες: εκμεταλλεύεται τις ευκαιρίες «φιλελευθεροποίησης» της δικτατορίας και έχει άλλον προσανατολισμό από τις μικρές οργανώσεις που κάνουν δυναμικές ενέργειες, καθώς κυρίως κινητοποίησε τους φοιτητές για να τους οργανώσει, για να συμμετέχουν στις φοιτητικές εκλογές κ.ο.κ.
Οι αγωνιστές του αντιδικτατορικού αγώνα άντλησαν έμπνευση από την περίοδο της Αντίστασης.
Πώς συναρτάται η εισβολή των μαζών, του συλλογικού, στο πολιτικό προσκήνιο στη διάρκεια της Κατοχής με την εισβολή του ατομικού κατά τη συνειδητοποίηση και τη δυναμική δράση κατά της δικτατορίας; Πώς βαραίνει το αποτύπωμα της ήττας;
Είναι δύσκολο να βρει κανείς αναλογίες ανάμεσα στην περίοδο της Κατοχής και την περίοδο της δικτατορίας. Ο βασικός λόγος είναι οι διαφορετικές ιστορικές συνθήκες. Για να μην αναφερθώ τόσο γενικά, έχει αλλάξει πάρα πολύ η ελληνική κοινωνία από τα χρόνια της Κατοχής στη δεκαετία του 1960. Θα συμφωνήσω ότι υπάρχει μια διαδικασία εξατομίκευσης της ελληνικής κοινωνίας, προϊόν της οποίας ήταν το γεγονός ότι πάρα πολλοί επέλεξαν να μην κινητοποιηθούν ενάντια στη δικτατορία. Η επιλογή της δυναμικής αντίστασης δεν έχει να κάνει τόσο με ατομικές στρατηγικές, αλλά στην περίοδο της δικτατορίας δεν υπήρχαν δυνατότητες συλλογικής δράσης όπως στην Κατοχή. Επομένως επέλεξαν τακτικές και στρατηγικές τις οποίες περισσότερο θα χαρακτηρίζαμε πρωτοβουλιακές. Γι’ αυτό κι έχουμε πάρα πολλές μικρές οργανώσεις. Στην ουσία δηλαδή –κι αυτό είναι πάρα πολύ ενδιαφέρον– παρέες ή πολύ μικρές ομάδες αναλαμβάνουν να στήσουν μια οργάνωση και αποφασίζουν να δράσουν. Στην περίοδο της Κατοχής η δράση ήταν ελεγχόμενη από το ΕΑΜ ή από το ΚΚΕ, ενώ στα χρόνια της δικτατορίας, επειδή ακριβώς οι συνθήκες είναι διαφορετικές –διάσπαση του Κομμουνιστικού Κόμματος κ.ο.κ.–, υπάρχει πολύ έντονο το στοιχείο της αυτενέργειας και του πρωτοβουλιακού χαρακτήρα.
Η αποτελεσματικότητα της δυναμικής αντίστασης είναι συζητήσιμη, δηλαδή δεν θα τη χαρακτήριζα «ήττα». Ο Εμφύλιος και τα Δεκεμβριανά σίγουρα οδηγούν σε διαδοχικές στρατηγικές ήττες της Αριστεράς. Το διακύβευμα της εξουσίας τότε δεν αντιστοιχεί στα διακυβεύματα του αντιδικτατορικού αγώνα. Μην ξεχνάμε ότι στόχος είναι η πτώση της δικτατορίας, δεν είναι η επανάσταση. Η απογοήτευση που είναι διακριτή στις αφηγήσεις των αγωνιστών συνίσταται στο ότι η χούντα δεν έπεσε μέσα από ένα λαϊκό κίνημα αλλά από τα ίδια της τα εγκλήματα στην Κύπρο (πραξικόπημα σε βάρος του Μακάριου και τουρκική εισβολή). Υπάρχει η αίσθηση ενός αγώνα ο οποίος δεν οδήγησε στο επιθυμητό για τους ίδιους αποτέλεσμα.
Το δικτατορικό καθεστώς αντέχει για καιρό παρά την πνευματική, θα λέγαμε, ριζοσπαστικοποίηση ενός σημαντικού τμήματος της νεολαίας. Ηταν σιδερένιοι οι αρμοί του καθεστώτος;
Ενα στοιχείο που πρέπει να έχουμε υπόψη, εξαιτίας του οποίου άντεξε η χούντα επτά χρόνια, είναι ότι το πραξικόπημα δεν συνιστά ιστορική τομή. Στην πραγματικότητα έρχεται να επισφραγίσει μια σειρά από εξελίξεις τις οποίες οι μελετητές ονομάζουν «μετεμφυλιακό πλέγμα εξουσίας», εντός του οποίου αναπτύχθηκε στα χρόνια του Εμφυλίου αλλά και μετεμφυλιακά αυτό που επιτρέπει την εδραίωση της δικτατορίας.
Ηταν δηλαδή το αποκορύφωμα αυτού του πλέγματος εξουσίας;
Ακριβώς. Γι’ αυτό και όταν μια ομάδα συνωμοτών συνταγματαρχών καταλύει τη δημοκρατία δεν υπάρχει αντίδραση από τον στρατό. Αν κάποιος περίμενε μια αντίδραση, δεν θα ήταν από τη νεολαία, αλλά από τις ένοπλες δυνάμεις, τους ιεραρχικά ανώτερους. Η δικτατορία εγκαθιδρύθηκε λόγω των εξελίξεων των προηγούμενων δεκαετιών γενικά στον κρατικό μηχανισμό. Και εκεί στηρίζεται, στην εκπαίδευση, τη Δικαιοσύνη, στον στρατό, στα σώματα ασφαλείας, τα οποία σε μεγάλο βαθμό ελέγχονται για τη νομιμοφροσύνη και την εθνικοφροσύνη τους. Επομένως από αυτή την άποψη έχει γερά θεμέλια.
Από την άλλη, ο φόβος, στον οποίο αναφέρομαι στο βιβλίο μου έχει να κάνει με το ότι η ελληνική κοινωνία μαθαίνει να ζει με τον φόβο του χωροφύλακα. Δηλαδή τον φόβο της αστυνομικής αυθαιρεσίας, της σύλληψης, του ξυλοδαρμού, της απόλυσης κ.ο.κ. Αυτό αδρανοποιεί την ελληνική κοινωνία και όταν αυτό δεν φτάνει έρχεται η καθαρή, ωμή βία, την οποία βλέπουμε στο Πολυτεχνείο το 1973. Επειτα επικρατεί ίσως η πιο σκοτεινή περίοδος, από την άποψη ότι μετά το μακελειό της εξέγερσης πραγματικά είναι πάρα πολύ δύσκολο να γίνει κάτι ενάντια στη δικτατορία, επειδή ο κόσμος όλος έχει παγώσει. Το καθεστώς ήταν αποφασισμένο να εκκαθαρίσει οποιαδήποτε εστία αντίστασης και γι’ αυτό έχουμε συλλήψεις νέων, στελεχών της Αριστεράς κ.ο.κ. Θα έλεγε κανείς ότι έχουμε τη λανθασμένη αντίληψη πως «η χούντα δεν ήταν και πάρα πολύ σκληρή», αλλά όταν χρειάστηκε, όταν δηλαδή απειλήθηκε το καθεστώς έγινε πραγματικά τρομακτικά βίαιη.
Η πολιτική βία τότε εδραζόταν σε μια ηθική βάση, τη νομιμοποιημένη βία που πίστευαν όσοι αγωνίζονταν εναντίον του κατακτητή στα χρόνια της Κατοχής. Πώς φτάσαμε στα μεταπολιτευτικά χρόνια να εμφανίζονται μέσω αστυνομικών αναφορών αγωνιστές ακόμη και ως «εγκέφαλοι» οργανώσεων ενώ να αντιμετωπίζεται ως ήρωας ο Αλέκος Παναγούλης που επιχείρησε να ανατινάξει τον δικτάτορα Παπαδόπουλο;
Είναι πολλά τα ζητήματα. Το πρώτο είναι ότι άλλαξε δραματικά το διεθνές πλαίσιο, αλλά και το ελληνικό, μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτέμβρη 2001. Καθιερώθηκε μια ευρύτατη χρήση του όρου τρομοκρατία, τον οποίο ο καθένας μπορεί να χρησιμοποιήσει κατά το δοκούν. Ο Ερντογάν μπορεί να ονομάζει τρομοκράτες το δίκτυο Γκιουλέν, η ισραηλινή κυβέρνηση τους Παλαιστίνιους κ.ο.κ. Γενικώς, πλέον, οποιαδήποτε μορφή δράσης δεν εγκρίνεται από καθεστώτα χαρακτηρίζεται τρομοκρατική.
Το δεύτερο είναι ότι, αν μιλήσουμε για την Ελλάδα και το ζήτημα της πολιτικής βίας, υπάρχει προφανώς μια πολύ μεγάλη διαφορά ανάμεσα στη δυναμική αντίσταση ενάντια στη δικτατορία και τις ένοπλες επιθέσεις και δολοφονίες που γίνονται στη συνέχεια. Αν δηλαδή στα χρόνια της δικτατορίας η δράση, έστω και η βίαιη, εναντίον της δικτατορίας ήταν νομιμοποιημένη, τουλάχιστον ηθικά, αυτό προφανώς δεν ισχύει στα μεταπολιτευτικά χρόνια. Και δεν ισχύει για κάποιες συγκεκριμένες μορφές δράσης όπως οι δολοφονίες, που δεν μπορούν να νομιμοποιηθούν σε συνθήκες κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Κι αυτό που προσπάθησα να δείξω στο βιβλίο είναι ότι άνθρωποι στα χρόνια της δικτατορίας που είχαν αγωνιστεί ενάντια στο καθεστώς μεταπολιτευτικά θεωρήθηκαν, λίγο ως πολύ, ότι έχουν σχέση με την τρομοκρατία. Αυτό οδήγησε πολλούς από αυτούς στη σιωπή. Στην ουσία οδήγησε όλο το κίνημα της δυναμικής αντίστασης στη λήθη. Και οι ίδιοι δεν θέλουν –εύκολα τουλάχιστον– να μιλούν για τη συμμετοχή τους σε δυναμικές ενέργειες, βόμβες κ.ο.κ., ενώ εκείνη την εποχή, στα χρόνια της δικτατορίας, ήταν κάτι για το οποίο οι ίδιοι αισθάνονταν περήφανοι. Αυτή είναι η σημαντική αλλαγή και αυτό προσπάθησα να αναδείξω με το βιβλίο: ότι οι ίδιοι οι άνθρωποι οι οποίοι ήταν αντιστασιακοί, μεταπολιτευτικά λόγω της αλλαγής των συνθηκών, αλλά και προφανώς της δολοφονικής δράσης της 17Ν, ωθήθηκαν στη σιωπή. Δεν ντρέπονται ούτε νιώθουν ενοχή για τη στάση τους, αλλά πλέον δεν νιώθουν εύκολα ότι μπορεί να μιλήσουν γι’ αυτήν τη δράση. Είναι πολλοί από όσους προσέγγισα που δεν μου μίλησαν.
«Η απογοήτευση που είναι διακριτή στις αφηγήσεις των αγωνιστών συνίσταται στο ότι η χούντα δεν έπεσε μέσα από ένα λαϊκό κίνημα αλλά από τα ίδια της τα εγκλήματα στην Κύπρο» Πολυμέρης Βόγλης
Πριν από 20 χρόνια σε επίσκεψη του Μπιλ Κλίντον στην Πολωνία ένας νεαρός τού πέταξε ένα αυγό που μπορεί να μην τον πέτυχε στο δόξα πατρί, όπως ήταν ο στόχος, αλλά του χάλασε το σακάκι και την εικόνα. Τότε λοιπόν ο πλανητάρχης δεν θεώρησε ότι ξεκίνησε ο Γ΄ Παγκόσμιος Πόλεμος! Εβγαλε απλώς το σακάκι, δήλωσε ότι «είναι καλό που οι νέοι είναι θυμωμένοι με κάτι και αντιδρούν» και συνέχισε το πρόγραμμά του.
Δεν έχουν βέβαια όλα τα πολιτικά πρόσωπα την ίδια αντίληψη και δεν μπορούμε να περιμένουμε να έχουν τις ίδιες αντιδράσεις. Ο πρόεδρος Μακρόν λόγου χάρη όταν «δέχτηκε» μερικά αυγά από διαδηλωτές έγινε κατακόκκινος κι έψαχνε λέξεις για να τους στολίσει με τη σειρά του. Το κοινό σημείο όμως των περισσοτέρων που έγιναν στόχος συμβολικών ενεργειών διαμαρτυρίας, από τον πρόεδρο Μπους μέχρι τον πρίγκιπα, τότε, Κάρολο και από τον Γιώργο Παπανδρέου μέχρι τη Μαρί Λεπέν και τον Τόνι Μπλερ, ήταν η προσπάθεια να διασκεδάσουν τις εντυπώσεις και να χειριστούν την υπόθεση όπως καθένας τους θεωρούσε πιο σκόπιμο, χωρίς να προσπαθούν να μας πείσουν ότι ήρθε και η συντέλεια του κόσμου.
Στα καθ’ ημάς όμως και οι πιο απλές διαμαρτυρίες αποκτούν φοβερές και τρομερές διαστάσεις και αποκαλούνται… τρομοκρατικές, καθώς οι συνέπειές τους είναι υποτίθεται βαρύτατες για τους «στόχους» ή και την οικογένειά τους, εάν –όπως πρόσφατα στην περίπτωση του Αδωνη Γεωργιάδη– κάποιος, ο Ρουβίκωνας εν προκειμένω, πετάξει… τρικάκια έξω από το σπίτι τους.
Σε καιρούς νεοφιλελεύθερης επίθεσης και προσπάθειας καταπάτησης κάθε δικαιώματος, ώστε να εδραιωθεί ένα καθεστώς γενικευμένης παρακολούθησης και ελέγχου κάθε κοινωνικής αντιπολίτευσης, δεν είναι περίεργο που η λογική μας δέχεται τέτοιες επιθέσεις.
Γιατί προφανώς τα τρικάκια και τα δυο τρία πακέτα… μακαρόνια που πετάχτηκαν δεν είναι «τραμπουκισμός» ούτε συνιστούν «άνανδρη επίθεση» και σε καμιά περίπτωση δεν οφείλουν «όλες οι πολιτικές δυνάμεις να καταδικάσουν» όπως ζήτησε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Γιάννης Οικονόμου.
Γιατί εάν είναι να μιλήσουμε για βία, οφείλουμε να ξεκινήσουμε από όλα αυτά που η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει αναγορεύσει σε κανονικότητα: από τις σχεδόν καθημερινές επιθέσεις του ένστολου καθεστωτικού τραμπουκισμού ενάντια σε οποιονδήποτε διαδηλώνει μέχρι την αφόρητη λιτότητα που έχει καταδικάσει μεγάλα τμήματα της κοινωνίας να ζουν μισή ζωή χωρίς ελπίδα για καλύτερες μέρες.
Κι εδώ βρίσκεται η εξήγηση για τις δυσανάλογες με τη διαμαρτυρία του Ρουβίκωνα κυβερνητικές οιμωγές: θέλουν να εξοβελίσουν από την καθημερινή μας πρακτική κάθε έννοια ανυπακοής και αντίστασης και να μας φτάσουν στο σημείο που απλές αλήθειες όπως ότι «η φτώχεια δεν σταματά με επικοινωνιακά κόλπα» δεν θα αναφέρονται ούτε καν σε τρικάκια.
Αλλά αυτό δεν πρόκειται να το καταφέρουν και το γνωρίζουν, εξού και ο τρόμος τους.