Ο,τι χειρότερο μπορεί να πάθει κάποιος είναι να γίνει σταρ
Μια απρόβλεπτη συζήτηση με την τραγουδίστρια που συνήθως αποφεύγει τις συνεντεύξεις
ΗΘεοδοσία Τσάτσου δεν δίνει ποτέ τετ α τετ συνεντεύξεις και προτιμά τις εξ αποστάσεως συνομιλίες. Φοβάται μήπως παρασυρθεί σε συζητήσεις για θέματα που δεν την αφορούν, τη στιγμή που σπάει τη σιωπή της μόνο όποτε εκείνη θελήσει. Οπως τώρα που κάνει δύο παραστάσεις στο αθηναϊκό κλαμπ Faust, με τη δεύτερη και τελευταία από αυτές προγραμματισμένη για την Πέμπτη 24 Νοεμβρίου. Συνήθως νιώθω αμηχανία στις τηλεφωνικές συνεντεύξεις – με την Τσάτσου όμως δεν συνέβη κάτι τέτοιο. Το φρόντισε η ίδια με την αμεσότητα και την ειλικρίνειά της· παραδόξως δεν μπορώ να ξέρω αν θα ήταν το ίδιο εξομολογητική σε μια συνάντησή μας. Η Θεοδοσία Τσάτσου είναι μια καλλιτέχνιδα μοναδική μες στην ελληνική μουσική, όσο κι αν η ίδια γέλασε σαν της είπα ότι έχει ήδη χτίσει τον μύθο της.
Ακούγεται η φωνή της από το τηλέφωνο να λέει «hello».
Γεια σας, κ. Τσάτσου.
Μπορείς να μη με λες κ. Τσάτσου;
Εντάξει. Θεοδοσία λοιπόν. Γιατί δεν δίνεις συνεντεύξεις από κοντά και προτιμάς τις τηλεφωνικές;
Αν γνωρίζεις έστω και λίγα πράγματα για μένα, θα ξέρεις ότι δεν αποφεύγω τα φώτα της δημοσιότητας από σνομπισμό. Ενοχλούμαι πάρα πολύ με το να απαντάω σε πράγματα για τον εαυτό μου. Το έχω κάνει πάρα πολλές φορές –όχι τόσες βέβαια όσες οι περισσότεροι συνάδελφοί μου–, αλλά δεν το έχω πολύ καλά. Προσωπικά κάνω μουσική και είμαι άυλη και αόρατη σαν την αναπνοή μου. Ετσι μπερδεύεται η ύπαρξή μου όταν πρέπει να απαντάω για πράγματα τα οποία δεν με νοιάζουν καθόλου. Είμαι απλώς αυτή που είμαι και γουστάρω να μη μιλάω πολύ.
Δεν θα σου υποβάλω κοινωνικοπολιτικά ερωτήματα· ας πούμε ότι θέλω να σε γνωρίσω κι εγώ καλύτερα μαζί με τους αναγνώστες μας.
Δεν τα πάω καλά με τα ΜΜΕ, δεν μου αρέσει η τηλεόραση, δεν μου αρέσει να βγαίνω λάιβ, δεν μου αρέσει να με τραβάνε βίντεο και φωτογραφίες – όχι τώρα, ποτέ δεν μου άρεσε. Δεν αισθάνομαι άνετα.
Να ένας λόγος λοιπόν που μετά τη μεγάλη επιτυχία με το άλμπουμ των Μπλε το 1996 έφυγες από το γκρουπ κι άρχισες τη σόλο καριέρα. Ή μάλλον τη σόλο πορεία, αφού η λέξη καριέρα δεν σου ταιριάζει.
(γελάει) Οπως μου έχει πει ο Γιάννης Νάστας από τους Xaxakes: «Φίλη μου, εμείς οι δύο δεν κάναμε καριέρα». Μα τι καριέρα να έχω κάνει; Μόνο κάποια ελάχιστα πράγματα δικά μου, ενώ δεν έχω ερμηνεύσει μεγάλους συνθέτες. Ολα αυτά τα «όχι» μου κόστισαν αρκετά.
Ησουν αποφασισμένη για τα «όχι» όταν πρωτομπήκες στη δισκογραφία;
Καταρχάς δεν ήξερα ότι θα έμπαινα στη δισκογραφία. Ενα τραγούδι τραγούδησα μόνο, το «Νιώθω ενοχές», κάνοντας ένα ντέμο για τον Γιώργο Παπαποστόλου. Εκείνο τον καιρό έφτιαχνα με κάτι φιλαράκια στη Θεσσαλονίκη ένα μπαρ που λεγόταν Bardart, από τον Βαρδάρη
«Αυτό που με πλήγωσε στους Μπλε ήταν ότι με αντιμετώπισαν απλώς σαν μια ξανθιά. Μου έλεγαν: “Εσύ θα είσαι η φιγούρα, η φωνή”, κάτι που δεν γινόταν να το ανεχτώ.
Δεν μεγάλωσα έτσι εγώ, αλλά πολύ δύσκολα»
και το art – εκεί θα στήναμε διάφορα καλλιτεχνικά. Αν και πληρώθηκα για το ντέμο του «Νιώθω ενοχές», έκανα πολλά πράγματα, τίποτε επαγγελματικά όμως. Ο κ. Παπαποστόλου γούσταρε πολύ, ζήτησε να κάνει μια μπάντα μ’ εμένα αλλά εγώ δεν ήθελα κάτι τέτοιο, αφού έστηνα το μαγαζί με σκοπό να ανεβάζουμε διάφορα θεατρικά. Τελικά όμως το τραγούδι δόθηκε στον τότε 88,5 της Θεσσαλονίκης κι έγινε μεγάλη επιτυχία. Τότε μου την πέσανε τα φιλαράκια και μου είπαν: «Θεοδοσία, τι το τελείωσες το ΚΘΒΕ, γιατί έκανες θεατρικές σπουδές;» και τους απαντούσα: «Ναι, αλλά δεν συνεννοήθηκα να κάνω κάτι τέτοιο στη ζωή μου τελικά». Ενιωθα και πολύ Αυστραλέζα μέσα μου· είχα λίγα χρόνια στην Ελλάδα, δεν μιλούσα και πολύ καλά τα ελληνικά. Ημουν λίγο χαμένη. Τέλος πάντων, μπήκα στους Μπλε που τότε δεν υπήρχε καν Μπλε, ήταν μόνο ο Παπαποστόλου και ο Παρώδης ο στιχουργός. Ετσι φτιάχτηκε το σχήμα, αλλά δεν είχα καμία πρόθεση.
Ολα τα κομμάτια του πρώτου άλμπουμ σημείωσαν μεγάλη επιτυχία. Μπαίνοντας σε κάτι που απασχολούσε πια τα ραδιόφωνα και ακουγόσουν παντού πώς ένιωσες;
Φρίκαρα, γιατί μπορεί να σπούδαζα χορό, θέατρο, μουσική και ζωγραφική, όλα αυτά τα artistic expressions, και ήθελα πάντα να ανέβαινα στη σκηνή όμως ο πατέρας μου και η μητέρα μου δεν με άφηναν, τα έκανα όλα κρυφά. Ηξερα πως δεν θα έβγαινα ποτέ στη σκηνή, οπότε ήθελα να φτιάξω ένα μαγαζί με σκηνή μήπως ανέβαινα κι έπαιζα κι εγώ για την πάρτη μου. Μέσα σε όλη αυτή την αίσθηση ξέχασα ένα πολύ σημαντικό πράγμα: τη διασημότητα που δεν την είχα συμπεριλάβει στο καρνέ μου. Δεν ξέρω αν με πιστεύεις, αλλά άνθρωποι που με ξέρουν το πιστεύουν φουλ. Οταν συνέβη αυτό η ζωή μου γύρισε ανάποδα στη Θεσσαλονίκη, «κλειδώθηκα» γιατί δεν αισθανόμουν άνετα πια να πηγαίνω σε διάφορους χώρους.
Κατανοητό. Εκεί που είσαι άγνωστος μεταξύ αγνώστων το να σε σταματάνε όλοι στον δρόμο δεν είναι ό,τι καλύτερο.
Ο,τι χειρότερο μπορεί να πάθει ένας άνθρωπος είναι να γίνει σταρ. Ούτως ή άλλως όλοι αστέρια είμαστε, αλλά εγώ εννοώ αυτό το ψεύτικο που σου φοράνε πάνω από το κεφάλι σου. Χάνεις τον μπούσουλα, τον προορισμό σου, γιατί φτάνεις να κινείσαι βάσει των προθέσεων των άλλων. «Είσαι ψηλή; Πρέπει να κάνεις αυτό. Είσαι ξανθιά; Δεν πρέπει να κάνεις αυτό. Είσαι από την Αυστραλία; Δεν πρέπει να φέρεσαι έτσι». Μπήκα ξαφνικά σε ένα καλούπι το οποίο δεν είχε καμία σχέση μ’ εμένα.
Εχεις καταλάβει ότι ερήμην σου έχτισες ένα μύθο γύρω από το όνομά σου;
Οχι, από πού να το καταλάβω; Ετσι που είμαι απομονωμένη και τρέχω από μέρα σε μέρα; Να σκεφτείς ότι δεν έχω τηλεόραση εδώ και είκοσι χρόνια. Περισσότερο ασχολούμαι με το διαδικτυακό μέρος, γιατί θέλω να το γνωρίσω, όπως το γνωρίζει και ο κόσμος. Θέλω να ξέρω τι παίζει από μια άποψη, αλλά είμαι αλλού. Κι εκεί που είμαι είμαι πολύ καλά.
Υπάρχουν οι καλλιτέχνες που χτίζουν μύθο με το να είναι πάντα στην επικαιρότητα· από την άλλη βλέπουμε τους καλλιτέχνες-ασκητές, τους αναχωρητές, που κι αυτοί χτίζουν μύθο με τη μοναχικότητά τους.
Είμαι πνευματικός άνθρωπος, επειδή έχω επίγνωση πια του τι είμαστε ως ουσίες.
Τι είμαστε ως ουσίες;
Αϋλες, αιθερικές, αιώνιες, αέναες, ενεργειακές μάζες που λειτουργούμε σε γλώσσα φωτός, σε δονητικές συχνότητες, ανάλογα με τα συναισθήματά μας και την επιλογή ζωής που κάνουμε μέσα από τις δώδεκα αισθήσεις μας.
Κατά συνέπεια δεν πρέπει να μας απασχολεί ο βιολογικός θάνατος.
Ακριβώς. Οταν πριν από μερικά χρόνια προσπάθησα να ξεπεράσω τα θρησκευτικά πρότυπα, με τα οποία με μεγάλωσε η μάνα μου και ποτέ δεν μπόρεσα να τα αντέξω αλλά τα ανέχτηκα, άρχισα να διαβάζω την Παλαιά Διαθήκη. Ηθελα να δω τη δύναμη αυτού του βιβλίου, ήθελα να διαβάσω κι αυτό ύστερα από τόσα που είχα διαβάσει. Συνειδητοποίησα πως όλα αυτά που λέγονται εκεί μέσα είναι αλήθειες οι οποίες έφτιαξαν αυτό τον πλανήτη. Μια αλήθεια που υφίσταται εκεί μέσα είναι ότι δεν υπάρχει θάνατος. Ο θάνατος είναι το ευαγγέλιο ενός φτωχού νοητικά ανθρώπου. Οταν ένας άνθρωπος συνδέεται με το πνεύμα του και την ψυχή του –χωρίς να ταυτίζεται με κανέναν Βούδα, κανέναν Χριστό, κανέναν άγιο, κανέναν παπά–… αυτό είμαστε. Να σου το αποδείξω είτε βιολογικά είτε φυσικά είτε μαθηματικά; Και δεν το ζει κανείς. Η χειρότερη ειρωνεία δε είναι ότι όλο αυτό το υπέροχο γεννήθηκε στον τόπο αυτό. Εάν υπήρχε τρόπος να διδαχτεί σωστά στα σχολεία, σήμερα δεν θα υπήρχε ο Ελληνας όπως υπάρχει. Με τον κώδικα «Ελληνάρας, βολεψέ, παρτάκιας», με οτιδήποτε άλλο γράφει σήμερα στον Ελληνα. Η Ελλάδα μας είναι huge, αλλά τη ζουν μόνο ως «πολίτες».
Οι γονείς σου ήταν οικονομικοί μετανάστες στην Αυστραλία;
Ναι, αλλά δεν γεννήθηκα εκεί ακριβώς. Εζησα τα πολύ νεανικά μου χρόνια στη Μελβούρνη – εκεί πήγα πανεπιστήμιο. Μεγάλωσα με τους δύο γονείς μου, αλλά η μητέρα μου ήταν πάρα πολύ θρησκόληπτη… μέχρι αηδίας όμως. Μετρούσε τα πάντα με τον σταυρό· κι εγώ και η αδερφή μου περνούσαμε δύσκολα. Χρειάστηκε να πω πολλά ψέματα μεγαλώνοντας, γιατί το ελληνάκι στην Αυστραλία ήταν πολύ προστατευμένο. Ούτε καν ήξεραν ότι τραγούδησα με τους Μπλε.
Θέατρο σπούδασες στην Ελλάδα;
Στο ΚΘΒΕ, στη Θεσσαλονίκη. Μου άρεσε πάρα πολύ που ήμουν συνεχώς μαθήτρια σε όλα: στην αγγλική φιλολογία, στο μουσικό σχολείο και το θέατρο διδάσκοντας ταυτόχρονα. Μόνο να είμαι μαθήτρια ήθελα. Δεν ήθελα να μεγαλώσω…
Σήμερα που περνάς από μέρη της Θεσσαλονίκης τα βλέπεις να έχουν αλλάξει;
Η Θεσσαλονίκη είναι η πλέον συναισθηματική τσούλα. Τη γουστάρουμε τρελά, γιατί συγκινούμαστε πάρα πολύ στην πόλη αυτή. Ισως γι’ αυτό βγάζει πολλούς καλλιτέχνες και έχει μια άλλη εγρήγορση. Είναι ωραίο μέρος η Σαλόνικα ή τουλάχιστον ήταν, γιατί τώρα περνάει μεγάλη πτώση. Εχει ασχημύνει αλλά παραμένει καυλούπολη.
Με τους Μπλε χώρισες μέσα σ’ ένα χρόνο.
Για την ακρίβεια σε ενάμιση χρόνο. Σκεφτόμουν ποιος θα με ξέρει πλέον ως Θεοδοσία Τσάτσου. Αφού και τα παιδιά Μπλε με φώναζαν. Αυτό που με πλήγωσε στους Μπλε ήταν ότι με αντιμετώπισαν απλώς σαν μια ξανθιά. Μου έλεγαν: «Εσύ θα είσαι η φιγούρα, η φωνή», κάτι που δεν γινόταν να το ανεχτώ. Δεν μεγάλωσα έτσι εγώ, αλλά πολύ δύσκολα, δουλεύοντας από μικρό παιδί και κάνοντας τα πάντα μόνη μου. Οταν έρχεται ένας άντρας να μου την παίξει έτσι, σε οποιοδήποτε είδος σχέσης, απλώς φεύγω και δεν κάνω τίποτε άλλο. Δεν μάλωσα με κανέναν, δεν έβρισα κανέναν και από όλους αυτούς με κανέναν δεν έκανα τίποτε, ακόμη κι αν μου την πέσανε άσχημα και με απείλησαν.
Αυτό που λες είναι πολύ σοβαρό.
Βεβαίως και με απείλησαν. Τι πιστεύεις ότι θα συνέβαινε σε μια γκόμενα που δεν δεχόταν να πει τραγούδια αλλωνών; Ετσι θα την άφηναν στην Ελλάδα; «Είσαι αντράκι με την τεστοστερόνη, άρα είσαι Ελληνας». Τι πιστεύεις ότι γίνεται με τους Ελληνες όταν τους πειράζεις την τεστοστερόνη τους; «Δεν πειράζει, ίσως μια άλλη φορά»; Τα ξέρεις, στην Ελλάδα είσαι τόσα χρόνια.
Μιλάς για τη φάση «δεν μου κάθεσαι, θα σε εξαφανίσω».
Α γεια σου, τώρα το είπες όπως ακριβώς ήταν.
Κι εκεί λες «από το να με εξαφανίσει ο κάθε μαλάκας, ας εξαφανιστώ μόνη μου».
Ακριβώς, έκανα τον τελευταίο μου δίσκο, το «Αγαπήσου» με το μαύρο εξώφυλλο. Εκεί είπα το αντίο μου.
Οταν έφυγες από τους Μπλε παρακολουθούσες την εξέλιξη τους;
Οχι, δεν την παρακολουθούσα. Ετρωγα ξύλο γιατί όλοι με μπέρδευαν με την Τζώρτζια και επειδή η Τζώρτζια έκανε ό,τι μπορούσε για να με μιμηθεί, μα στα πάντα όμως. Μου είπε ότι το έκανε γιατί της το είχαν πει ο κ. Ζουγρής και ο κ. Πετρίδης και το λέω δημόσια πρώτη φορά αυτό και δεν με νοιάζει. Της είχαν πει λοιπόν: «Κοίταξε, Τζώρτζια, φρόντισε ο κόσμος να μην καταλάβει ότι έφυγε η Θεοδοσία». Οπότε όχι, δεν πέρασα καλά, γιατί ο κόσμος με μπέρδευε, με έβριζε, όπως έβριζαν κι εκείνη, απ’ ό,τι μου είπε. Γενικώς ήταν πάρα πολύ δύσκολα τα πρώτα τέσσερα πέντε χρόνια. Μου πετούσαν μπουκάλια και τις τσιμπίδες για τα παγάκια επειδή έφυγα από τους Μπλε. Είχαν θυμώσει μαζί μου τα πιτσιρίκια.