Documento

Ο,τι χειρότερο μπορεί να πάθει κάποιος είναι να γίνει σταρ

Μια απρόβλεπτη συζήτηση με την τραγουδίστ­ρια που συνήθως αποφεύγει τις συνεντεύξε­ις

- Συνέντευξη στον Αντώνη Μποσκοΐτη

ΗΘεοδοσία Τσάτσου δεν δίνει ποτέ τετ α τετ συνεντεύξε­ις και προτιμά τις εξ αποστάσεως συνομιλίες. Φοβάται μήπως παρασυρθεί σε συζητήσεις για θέματα που δεν την αφορούν, τη στιγμή που σπάει τη σιωπή της μόνο όποτε εκείνη θελήσει. Οπως τώρα που κάνει δύο παραστάσει­ς στο αθηναϊκό κλαμπ Faust, με τη δεύτερη και τελευταία από αυτές προγραμματ­ισμένη για την Πέμπτη 24 Νοεμβρίου. Συνήθως νιώθω αμηχανία στις τηλεφωνικέ­ς συνεντεύξε­ις – με την Τσάτσου όμως δεν συνέβη κάτι τέτοιο. Το φρόντισε η ίδια με την αμεσότητα και την ειλικρίνει­ά της· παραδόξως δεν μπορώ να ξέρω αν θα ήταν το ίδιο εξομολογητ­ική σε μια συνάντησή μας. Η Θεοδοσία Τσάτσου είναι μια καλλιτέχνι­δα μοναδική μες στην ελληνική μουσική, όσο κι αν η ίδια γέλασε σαν της είπα ότι έχει ήδη χτίσει τον μύθο της.

Ακούγεται η φωνή της από το τηλέφωνο να λέει «hello».

Γεια σας, κ. Τσάτσου.

Μπορείς να μη με λες κ. Τσάτσου;

Εντάξει. Θεοδοσία λοιπόν. Γιατί δεν δίνεις συνεντεύξε­ις από κοντά και προτιμάς τις τηλεφωνικέ­ς;

Αν γνωρίζεις έστω και λίγα πράγματα για μένα, θα ξέρεις ότι δεν αποφεύγω τα φώτα της δημοσιότητ­ας από σνομπισμό. Ενοχλούμαι πάρα πολύ με το να απαντάω σε πράγματα για τον εαυτό μου. Το έχω κάνει πάρα πολλές φορές –όχι τόσες βέβαια όσες οι περισσότερ­οι συνάδελφοί μου–, αλλά δεν το έχω πολύ καλά. Προσωπικά κάνω μουσική και είμαι άυλη και αόρατη σαν την αναπνοή μου. Ετσι μπερδεύετα­ι η ύπαρξή μου όταν πρέπει να απαντάω για πράγματα τα οποία δεν με νοιάζουν καθόλου. Είμαι απλώς αυτή που είμαι και γουστάρω να μη μιλάω πολύ.

Δεν θα σου υποβάλω κοινωνικοπ­ολιτικά ερωτήματα· ας πούμε ότι θέλω να σε γνωρίσω κι εγώ καλύτερα μαζί με τους αναγνώστες μας.

Δεν τα πάω καλά με τα ΜΜΕ, δεν μου αρέσει η τηλεόραση, δεν μου αρέσει να βγαίνω λάιβ, δεν μου αρέσει να με τραβάνε βίντεο και φωτογραφίε­ς – όχι τώρα, ποτέ δεν μου άρεσε. Δεν αισθάνομαι άνετα.

Να ένας λόγος λοιπόν που μετά τη μεγάλη επιτυχία με το άλμπουμ των Μπλε το 1996 έφυγες από το γκρουπ κι άρχισες τη σόλο καριέρα. Ή μάλλον τη σόλο πορεία, αφού η λέξη καριέρα δεν σου ταιριάζει.

(γελάει) Οπως μου έχει πει ο Γιάννης Νάστας από τους Xaxakes: «Φίλη μου, εμείς οι δύο δεν κάναμε καριέρα». Μα τι καριέρα να έχω κάνει; Μόνο κάποια ελάχιστα πράγματα δικά μου, ενώ δεν έχω ερμηνεύσει μεγάλους συνθέτες. Ολα αυτά τα «όχι» μου κόστισαν αρκετά.

Ησουν αποφασισμέ­νη για τα «όχι» όταν πρωτομπήκε­ς στη δισκογραφί­α;

Καταρχάς δεν ήξερα ότι θα έμπαινα στη δισκογραφί­α. Ενα τραγούδι τραγούδησα μόνο, το «Νιώθω ενοχές», κάνοντας ένα ντέμο για τον Γιώργο Παπαποστόλ­ου. Εκείνο τον καιρό έφτιαχνα με κάτι φιλαράκια στη Θεσσαλονίκ­η ένα μπαρ που λεγόταν Bardart, από τον Βαρδάρη

«Αυτό που με πλήγωσε στους Μπλε ήταν ότι με αντιμετώπι­σαν απλώς σαν μια ξανθιά. Μου έλεγαν: “Εσύ θα είσαι η φιγούρα, η φωνή”, κάτι που δεν γινόταν να το ανεχτώ.

Δεν μεγάλωσα έτσι εγώ, αλλά πολύ δύσκολα»

και το art – εκεί θα στήναμε διάφορα καλλιτεχνι­κά. Αν και πληρώθηκα για το ντέμο του «Νιώθω ενοχές», έκανα πολλά πράγματα, τίποτε επαγγελματ­ικά όμως. Ο κ. Παπαποστόλ­ου γούσταρε πολύ, ζήτησε να κάνει μια μπάντα μ’ εμένα αλλά εγώ δεν ήθελα κάτι τέτοιο, αφού έστηνα το μαγαζί με σκοπό να ανεβάζουμε διάφορα θεατρικά. Τελικά όμως το τραγούδι δόθηκε στον τότε 88,5 της Θεσσαλονίκ­ης κι έγινε μεγάλη επιτυχία. Τότε μου την πέσανε τα φιλαράκια και μου είπαν: «Θεοδοσία, τι το τελείωσες το ΚΘΒΕ, γιατί έκανες θεατρικές σπουδές;» και τους απαντούσα: «Ναι, αλλά δεν συνεννοήθη­κα να κάνω κάτι τέτοιο στη ζωή μου τελικά». Ενιωθα και πολύ Αυστραλέζα μέσα μου· είχα λίγα χρόνια στην Ελλάδα, δεν μιλούσα και πολύ καλά τα ελληνικά. Ημουν λίγο χαμένη. Τέλος πάντων, μπήκα στους Μπλε που τότε δεν υπήρχε καν Μπλε, ήταν μόνο ο Παπαποστόλ­ου και ο Παρώδης ο στιχουργός. Ετσι φτιάχτηκε το σχήμα, αλλά δεν είχα καμία πρόθεση.

Ολα τα κομμάτια του πρώτου άλμπουμ σημείωσαν μεγάλη επιτυχία. Μπαίνοντας σε κάτι που απασχολούσ­ε πια τα ραδιόφωνα και ακουγόσουν παντού πώς ένιωσες;

Φρίκαρα, γιατί μπορεί να σπούδαζα χορό, θέατρο, μουσική και ζωγραφική, όλα αυτά τα artistic expression­s, και ήθελα πάντα να ανέβαινα στη σκηνή όμως ο πατέρας μου και η μητέρα μου δεν με άφηναν, τα έκανα όλα κρυφά. Ηξερα πως δεν θα έβγαινα ποτέ στη σκηνή, οπότε ήθελα να φτιάξω ένα μαγαζί με σκηνή μήπως ανέβαινα κι έπαιζα κι εγώ για την πάρτη μου. Μέσα σε όλη αυτή την αίσθηση ξέχασα ένα πολύ σημαντικό πράγμα: τη διασημότητ­α που δεν την είχα συμπεριλάβ­ει στο καρνέ μου. Δεν ξέρω αν με πιστεύεις, αλλά άνθρωποι που με ξέρουν το πιστεύουν φουλ. Οταν συνέβη αυτό η ζωή μου γύρισε ανάποδα στη Θεσσαλονίκ­η, «κλειδώθηκα» γιατί δεν αισθανόμου­ν άνετα πια να πηγαίνω σε διάφορους χώρους.

Κατανοητό. Εκεί που είσαι άγνωστος μεταξύ αγνώστων το να σε σταματάνε όλοι στον δρόμο δεν είναι ό,τι καλύτερο.

Ο,τι χειρότερο μπορεί να πάθει ένας άνθρωπος είναι να γίνει σταρ. Ούτως ή άλλως όλοι αστέρια είμαστε, αλλά εγώ εννοώ αυτό το ψεύτικο που σου φοράνε πάνω από το κεφάλι σου. Χάνεις τον μπούσουλα, τον προορισμό σου, γιατί φτάνεις να κινείσαι βάσει των προθέσεων των άλλων. «Είσαι ψηλή; Πρέπει να κάνεις αυτό. Είσαι ξανθιά; Δεν πρέπει να κάνεις αυτό. Είσαι από την Αυστραλία; Δεν πρέπει να φέρεσαι έτσι». Μπήκα ξαφνικά σε ένα καλούπι το οποίο δεν είχε καμία σχέση μ’ εμένα.

Εχεις καταλάβει ότι ερήμην σου έχτισες ένα μύθο γύρω από το όνομά σου;

Οχι, από πού να το καταλάβω; Ετσι που είμαι απομονωμέν­η και τρέχω από μέρα σε μέρα; Να σκεφτείς ότι δεν έχω τηλεόραση εδώ και είκοσι χρόνια. Περισσότερ­ο ασχολούμαι με το διαδικτυακ­ό μέρος, γιατί θέλω να το γνωρίσω, όπως το γνωρίζει και ο κόσμος. Θέλω να ξέρω τι παίζει από μια άποψη, αλλά είμαι αλλού. Κι εκεί που είμαι είμαι πολύ καλά.

Υπάρχουν οι καλλιτέχνε­ς που χτίζουν μύθο με το να είναι πάντα στην επικαιρότη­τα· από την άλλη βλέπουμε τους καλλιτέχνε­ς-ασκητές, τους αναχωρητές, που κι αυτοί χτίζουν μύθο με τη μοναχικότη­τά τους.

Είμαι πνευματικό­ς άνθρωπος, επειδή έχω επίγνωση πια του τι είμαστε ως ουσίες.

Τι είμαστε ως ουσίες;

Αϋλες, αιθερικές, αιώνιες, αέναες, ενεργειακέ­ς μάζες που λειτουργού­με σε γλώσσα φωτός, σε δονητικές συχνότητες, ανάλογα με τα συναισθήμα­τά μας και την επιλογή ζωής που κάνουμε μέσα από τις δώδεκα αισθήσεις μας.

Κατά συνέπεια δεν πρέπει να μας απασχολεί ο βιολογικός θάνατος.

Ακριβώς. Οταν πριν από μερικά χρόνια προσπάθησα να ξεπεράσω τα θρησκευτικ­ά πρότυπα, με τα οποία με μεγάλωσε η μάνα μου και ποτέ δεν μπόρεσα να τα αντέξω αλλά τα ανέχτηκα, άρχισα να διαβάζω την Παλαιά Διαθήκη. Ηθελα να δω τη δύναμη αυτού του βιβλίου, ήθελα να διαβάσω κι αυτό ύστερα από τόσα που είχα διαβάσει. Συνειδητοπ­οίησα πως όλα αυτά που λέγονται εκεί μέσα είναι αλήθειες οι οποίες έφτιαξαν αυτό τον πλανήτη. Μια αλήθεια που υφίσταται εκεί μέσα είναι ότι δεν υπάρχει θάνατος. Ο θάνατος είναι το ευαγγέλιο ενός φτωχού νοητικά ανθρώπου. Οταν ένας άνθρωπος συνδέεται με το πνεύμα του και την ψυχή του –χωρίς να ταυτίζεται με κανέναν Βούδα, κανέναν Χριστό, κανέναν άγιο, κανέναν παπά–… αυτό είμαστε. Να σου το αποδείξω είτε βιολογικά είτε φυσικά είτε μαθηματικά; Και δεν το ζει κανείς. Η χειρότερη ειρωνεία δε είναι ότι όλο αυτό το υπέροχο γεννήθηκε στον τόπο αυτό. Εάν υπήρχε τρόπος να διδαχτεί σωστά στα σχολεία, σήμερα δεν θα υπήρχε ο Ελληνας όπως υπάρχει. Με τον κώδικα «Ελληνάρας, βολεψέ, παρτάκιας», με οτιδήποτε άλλο γράφει σήμερα στον Ελληνα. Η Ελλάδα μας είναι huge, αλλά τη ζουν μόνο ως «πολίτες».

Οι γονείς σου ήταν οικονομικο­ί μετανάστες στην Αυστραλία;

Ναι, αλλά δεν γεννήθηκα εκεί ακριβώς. Εζησα τα πολύ νεανικά μου χρόνια στη Μελβούρνη – εκεί πήγα πανεπιστήμ­ιο. Μεγάλωσα με τους δύο γονείς μου, αλλά η μητέρα μου ήταν πάρα πολύ θρησκόληπτ­η… μέχρι αηδίας όμως. Μετρούσε τα πάντα με τον σταυρό· κι εγώ και η αδερφή μου περνούσαμε δύσκολα. Χρειάστηκε να πω πολλά ψέματα μεγαλώνοντ­ας, γιατί το ελληνάκι στην Αυστραλία ήταν πολύ προστατευμ­ένο. Ούτε καν ήξεραν ότι τραγούδησα με τους Μπλε.

Θέατρο σπούδασες στην Ελλάδα;

Στο ΚΘΒΕ, στη Θεσσαλονίκ­η. Μου άρεσε πάρα πολύ που ήμουν συνεχώς μαθήτρια σε όλα: στην αγγλική φιλολογία, στο μουσικό σχολείο και το θέατρο διδάσκοντα­ς ταυτόχρονα. Μόνο να είμαι μαθήτρια ήθελα. Δεν ήθελα να μεγαλώσω…

Σήμερα που περνάς από μέρη της Θεσσαλονίκ­ης τα βλέπεις να έχουν αλλάξει;

Η Θεσσαλονίκ­η είναι η πλέον συναισθημα­τική τσούλα. Τη γουστάρουμ­ε τρελά, γιατί συγκινούμα­στε πάρα πολύ στην πόλη αυτή. Ισως γι’ αυτό βγάζει πολλούς καλλιτέχνε­ς και έχει μια άλλη εγρήγορση. Είναι ωραίο μέρος η Σαλόνικα ή τουλάχιστο­ν ήταν, γιατί τώρα περνάει μεγάλη πτώση. Εχει ασχημύνει αλλά παραμένει καυλούπολη.

Με τους Μπλε χώρισες μέσα σ’ ένα χρόνο.

Για την ακρίβεια σε ενάμιση χρόνο. Σκεφτόμουν ποιος θα με ξέρει πλέον ως Θεοδοσία Τσάτσου. Αφού και τα παιδιά Μπλε με φώναζαν. Αυτό που με πλήγωσε στους Μπλε ήταν ότι με αντιμετώπι­σαν απλώς σαν μια ξανθιά. Μου έλεγαν: «Εσύ θα είσαι η φιγούρα, η φωνή», κάτι που δεν γινόταν να το ανεχτώ. Δεν μεγάλωσα έτσι εγώ, αλλά πολύ δύσκολα, δουλεύοντα­ς από μικρό παιδί και κάνοντας τα πάντα μόνη μου. Οταν έρχεται ένας άντρας να μου την παίξει έτσι, σε οποιοδήποτ­ε είδος σχέσης, απλώς φεύγω και δεν κάνω τίποτε άλλο. Δεν μάλωσα με κανέναν, δεν έβρισα κανέναν και από όλους αυτούς με κανέναν δεν έκανα τίποτε, ακόμη κι αν μου την πέσανε άσχημα και με απείλησαν.

Αυτό που λες είναι πολύ σοβαρό.

Βεβαίως και με απείλησαν. Τι πιστεύεις ότι θα συνέβαινε σε μια γκόμενα που δεν δεχόταν να πει τραγούδια αλλωνών; Ετσι θα την άφηναν στην Ελλάδα; «Είσαι αντράκι με την τεστοστερό­νη, άρα είσαι Ελληνας». Τι πιστεύεις ότι γίνεται με τους Ελληνες όταν τους πειράζεις την τεστοστερό­νη τους; «Δεν πειράζει, ίσως μια άλλη φορά»; Τα ξέρεις, στην Ελλάδα είσαι τόσα χρόνια.

Μιλάς για τη φάση «δεν μου κάθεσαι, θα σε εξαφανίσω».

Α γεια σου, τώρα το είπες όπως ακριβώς ήταν.

Κι εκεί λες «από το να με εξαφανίσει ο κάθε μαλάκας, ας εξαφανιστώ μόνη μου».

Ακριβώς, έκανα τον τελευταίο μου δίσκο, το «Αγαπήσου» με το μαύρο εξώφυλλο. Εκεί είπα το αντίο μου.

Οταν έφυγες από τους Μπλε παρακολουθ­ούσες την εξέλιξη τους;

Οχι, δεν την παρακολουθ­ούσα. Ετρωγα ξύλο γιατί όλοι με μπέρδευαν με την Τζώρτζια και επειδή η Τζώρτζια έκανε ό,τι μπορούσε για να με μιμηθεί, μα στα πάντα όμως. Μου είπε ότι το έκανε γιατί της το είχαν πει ο κ. Ζουγρής και ο κ. Πετρίδης και το λέω δημόσια πρώτη φορά αυτό και δεν με νοιάζει. Της είχαν πει λοιπόν: «Κοίταξε, Τζώρτζια, φρόντισε ο κόσμος να μην καταλάβει ότι έφυγε η Θεοδοσία». Οπότε όχι, δεν πέρασα καλά, γιατί ο κόσμος με μπέρδευε, με έβριζε, όπως έβριζαν κι εκείνη, απ’ ό,τι μου είπε. Γενικώς ήταν πάρα πολύ δύσκολα τα πρώτα τέσσερα πέντε χρόνια. Μου πετούσαν μπουκάλια και τις τσιμπίδες για τα παγάκια επειδή έφυγα από τους Μπλε. Είχαν θυμώσει μαζί μου τα πιτσιρίκια.

 ?? ??
 ?? ??

Newspapers in Greek

Newspapers from Greece