Να αναχαιτιστεί η πορεία της ΝΔ προς την παντοδυναμία
Ως προς τα αποτελέσματα της εκλογικής αναμέτρησης της 21ης Μαΐου επείγει να προσπαθήσουμε να καταλάβουμε γιατί έπειτα από μια τόσο καταστροφική τετραετία η Νέα Δημοκρατία έχει είκοσι μονάδες προβάδισμα από τον ΣΥΡΙΖΑ, γιατί περνάει πρώτη και στα λαϊκά προάστια και στους νέους και γιατί οι δημοσκοπήσεις δεν το έδειχναν.
Κατά κανόνα όταν αναπτύσσεται ελπίδα αντίστασης στρέφονται προς την Αριστερά, όταν αντίθετα επικρατεί η άποψη ότι οποιαδήποτε αντίσταση είναι ατελέσφορη και αδιέξοδη στρέφονται προς τη Δεξιά, η οποία μπορεί τουλάχιστον να «κρατήσει την τάξη» και με τις σχέσεις που έχει, τόσο με τους ξένους επικυρίαρχους όσο και με την ντόπια ολιγαρχία, τουλάχιστον να αποφύγει τα χειρότερα και ίσως ακόμη «να βολέψει σε μια δημόσια θέση, σε απασχόληση σε φιλικό της επιχειρηματία τον γιο μας ή την κόρη μας».
Οταν το 2015 υπήρξε ελπίδα αντίστασης στα μνημόνια στράφηκαν μαζικά προς την Αριστερά και είχαμε το μεγαλειώδες ΟΧΙ με πάνω από 60% στο δημοψήφισμα, που βέβαια το ψήφισαν πολίτες από όλες τις ιδεολογικές τάσεις. Το πλησίασμα ενός κόμματος σαν τους ΑΝΕΛ προς τον ΣΥΡΙΖΑ είναι αποτέλεσμα αυτής ακριβώς της διαδικασίας!
Αν δοκιμαζόταν κάποια τέτοια αντίσταση το 2015, υπήρχε ίσως δυνατότητα να είχαν κερδίσει ο ΣΥΡΙΖΑ και η χώρα. Βέβαια ακόμη και με τέτοιες κινήσεις δεν ήταν καθόλου βέβαιο ότι η κυβέρνηση θα πετύχαινε να αναχαιτίσει τη ληστρική επίθεση εναντίον της χώρας από τη Γερμανία, το νεοφιλελεύθερο ευρωπαϊκό ιερατείο και το ΔΝΤ.
Η μάχη μπορεί να κατέληγε σε ήττα, αλλά η μάχη δεν δόθηκε ενώ είχε την εκπεφρασμένη υποστήριξη της πλειοψηφίας του λαού μας.
Η συνθηκολόγηση του ΣΥΡΙΖΑ δεν κατέστρεψε τελείως την ελπίδα αντίστασης και έτσι τον Σεπτέμβρη του 2015, αν και με μικρότερη συμμετοχή στις εκλογές, ο ΣΥΡΙΖΑ κέρδισε πάλι με την ελπίδα ότι θα αντιστεκόταν όσο μπορούσε στις ληστρικές απαιτήσεις των «θεσμών». Και πράγματι κατόρθωσε να πετύχει κάποια σημαντικά πράγματα, κυρίως στην υγεία, αλλά κατάπιε βαρύτατες υποχωρήσεις στον τομέα της λαϊκής και εθνικής κυριαρχίας με τα Υπερταμεία, τους νόμους για τις απεργίες, τους μισθούς και τις συντάξεις, τη ληστρική «πώληση» του ΟΣΕ και των αεροδρομίων για ένα κομμάτι ψωμί σε «απευθείας αναθέσεις» (διαδικασία την οποία καταδίκαζε όταν αφορούσαν ντόπια «λαμόγια», αλλά κατάπιε όταν το επέβαλλαν οι ίδιοι οι «θεσμοί») και δεν υπερασπίστηκε πειστικά τη σωστότατη υπογραφή της Συμφωνίας των Πρεσπών.
Η απογοήτευση από αυτήν τη μνημονιακή διακυβέρνηση και η ψευδολογία γύρω από τη Συμφωνία των Πρεσπών επέτρεψαν τη νίκη της ΝΔ το 2019, αλλά το κόμμα ήταν ακόμη όρθιο και είχε την υποστήριξη σημαντικού κομματιού του εκλογικού σώματος.
Η συνεχής προσπάθεια του κόμματος να κάνει αντιπολίτευση που να παραμένει στα όρια του κατά την Ευρωπαϊκή Ενωση «πολιτικώς ορθού» το οδήγησε σε σύγκρουση μόνο σε θέματα που δεν έθιγαν την καθεστηκυία τάξη αλλά μόνο τις υπερβάσεις επί των κανόνων που η ίδια έχει επισήμως αποδεχτεί. Ετσι ψήφισε τις τιμωρητικές για τη χώρα μας και όλη την Ευρώπη κυρώσεις εναντίον της Ρωσίας στον πόλεμο της Ουκρανίας και αποδέχτηκε τη μονομερή ενοχοποίηση της Ρωσίας για τον πόλεμο.
Ετσι ακολούθησε πιστά τις εντολές της Ευρωπαϊκής Ενωσης και του ΠΟΥ στην αντιμετώπιση της πανδημίας και στον αναγκαστικό εμβολιασμό που οδήγησε σε απόλυση χιλιάδων υγειονομικών. Το κόμμα δεν καταδίκασε –ούτε σήμερα που «βγήκαμε από τα μνημόνια»– ως αποτέλεσμα εκβιασμών που δεν το δεσμεύουν πολιτικά για το μέλλον τις ληστρικές συμβάσεις ιδιωτικοποιήσεων, τα Υπερταμεία κ.λπ., κάτι που επέτρεψε να του απευθύνονται εύκολα κατηγορίες ως «μνημονιακού κόμματος».
Ενώ το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ ανταποκρινόταν σε ανάγκες μεγάλου κομματιού της ελληνικής κοινωνίας, δεν υπήρχε καμία μνεία για το πώς θα υπεράσπιζε την υλοποίησή του αν συναντούσε βέτο από την «ενισχυμένη εποπτεία».
Η εύκολη καταδίκη του προγράμματος «Δήμητρα» που θα επέτρεπε την αντίσταση ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΕΥΡΩ δικαιολογούσε υποψίες ότι οι υποσχέσεις του προγράμματος δεν δέσμευαν παρά όσους το πίστευαν.
Με την έλλειψη καταδίκης του «Ηρακλή» που προστατεύει τα funds μειωνόταν η αξιοπιστία της υπόσχεσης για προστασία της πρώτης κατοικίας, ενώ η καταστροφική τοποθέτηση του Κατρούγκαλου έπεισε πολλούς του «μεσαίου χώρου», ακόμη και πρώην ψηφοφόρους της Αριστεράς, ότι υπήρχε «κρυφή ατζέντα» του ΣΥΡΙΖΑ εναντίον της «μεσαίας τάξης».
Με λίγα λόγια, η προσπάθεια να κερδίσει τον «μέσο χώρο» βασίστηκε όχι στην αριστερή υπόσχεση αντίστασης σε όσα και όσους καταπιέζουν την πλειονότητα της ελληνικής κοινωνίας αλλά σε αναμάσημα κεντροαριστερών λόγων και τοποθετήσεων, αποφεύγοντας τα επίδικα που… τσούζουν.
Σήμερα επείγει όχι η αυτομαστί
Σήμερα επείγει όχι η αυτομαστίγωση και τα ξεκαθαρίσματα λογαριασμών από πλευράς ΣΥΡΙΖΑ, αλλά η αλλαγή πορείας με ειλικρίνεια και διορατικότητα για να σωθεί το μέλλον της Αριστεράς και της χώρας
γωση και τα ξεκαθαρίσματα λογαριασμών αλλά η αλλαγή πορείας με ειλικρίνεια και διορατικότητα για να σωθεί το μέλλον της Αριστεράς και της χώρας. Επείγει να μην πάρει ο ΣΥΡΙΖΑ τον δρόμο του Ντ’ Αλέμα με υποταγμένη ταύτιση με το απροσδιόριστο «κέντρο», αλλά να επιστρέψει στην αντιστασιακή επιλογή, που μόνο αυτή κατόρθωσε ιστορικά να συσπειρώσει την πλειονότητα του λαού μας γύρω από την Αριστερά.
Επείγει να παρουσιάσει δυναμικά το πρόγραμμά του καθώς και τα όπλα για την υπεράσπισή του, επείγει να προβάλει τη θέλησή του να αγωνιστεί για τα συμφέροντα του λαού μας έστω και αν το νεοφιλελεύθερο ιερατείο των Βρυξελλών εκφράσει τη δυσφορία του. Επείγει να εκφράσει τη θέλησή του να παλέψει για την ειρήνη, έστω και αν έτσι κακοκαρδίσει κάποιους στο αμερικανικό κατεστημένο, γιατί κανένα προοδευτικό πρόγραμμα δεν μπορεί να περάσει σε μια Ευρώπη που θα βυθίζεται κάθε μέρα περισσότερο στον ουκρανικό πόλεμο! Γιατί κανένα προοδευτικό πρόγραμμα δεν θα έχει πια νόημα αν συμβεί κανένα ξεστράτισμα προς πυρηνική σύγκρουση.
Στις επόμενες εκλογές, ακόμη και τώρα, είναι δυνατό να αλλάξει ο ΣΥΡΙΖΑ την πολιτική του και την εικόνα του, να αποφύγει την… κεντροαριστερή αυτοκτονία και να αναχαιτίσει την πορεία της ΝΔ προς μια παντοδυναμία καταστροφική για τον λαό μας και τη δημοκρατία.
Το περιεχόμενο αλλά και ο προγραμματισμός των επόμενων κινήσεων στο πεδίο των ελληνοτουρκικών σχέσεων έχουν εισέλθει στον προεκλογικό διάλογο λαθραία, από το… παράθυρο. Τα κόμματα εξουσίας, απερχόμενη κυβέρνηση και αντιπολίτευση, αξιωματική ή μη, αποφεύγουν συζητήσεις επί αυτού του θέματος και κυρίως αποφεύγουν δεσμεύσεις σε μια σειρά ανοικτών ζητημάτων. Τα χωρικά ύδατα, η ΑΟΖ, η αποστρατιωτικοποίηση των νησιών και άλλα σχετικά δεν βρίσκονται στην πρώτη σειρά του προεκλογικού διαλόγου, συχνά μάλιστα απουσιάζουν ολότελα από αυτόν.
Η σιωπή στον εκλογικό διάλογο έρχεται σε αντίθεση με την τρέχουσα πύκνωση επίσημων, ημιεπίσημων ή ανεπίσημων αναφορών στα παραπάνω εθνικά ζητήματα. Ενδεικτικά, παρεμβάσεις ξένων διπλωματών –με επικεφαλής τον Αμερικανό πρέσβη–, δημοσιεύματα, διαρροές ή εκτιμήσεις προαναγγέλλουν συζητήσεις μεταξύ των δυο γειτονικών χωρών με στόχο την «εξομάλυνση των μεταξύ τους σχέσεων» και την επίτευξη ηρεμίας στη νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ.
Το πλήθος των «λεπτομερειών» που έρχονται στην επιφάνεια οδηγεί στο λογικό συμπέρασμα ότι οι συζητήσεις και οι συνακόλουθες μεθοδεύσεις βρίσκονται σε εξέλιξη και ότι έχουν μάλιστα καταλήξει σε συγκεκριμένα αποτελέσματα: τα περί αναγγελίας «συμφώνου μη επίθεσης», απομάκρυνσης των «επιθετικών όπλων» από τα νησιά του Αιγαίου, δημιουργίας «διαύλων» στο Αιγαίο όπως και «ουδέτερων» ζωνών, διακύμανσης του εύρους των χωρικών υδάτων και άλλα συναφή δεν αποτελούν αόριστες γενικές ιδέες. Πρόκειται για συγκεκριμένες προβλέψεις που έχουν τύχει επεξεργασίας σε χώρους αρμόδιους ίσως μεν, άγνωστους όμως στο ευρύ κοινό. Η ευρεία, έστω και μη επίσημα πιστοποιημένη κυκλοφορία τους έχει τον χαρακτήρα προετοιμασίας της κοινής γνώμης για τα επερχόμενα.
Θα είχε ενδιαφέρον να μαθαίναμε από τα κόμματα που φιλοδοξούν να κυβερνήσουν τη χώρα τι σκέφτονται πάνω στις παραπάνω ιδέες και προτάσεις. Οι αόριστες αναφορές περί αμυντικής θωράκισης, διεθνούς δικαίου, απαράγραπτων δικαιωμάτων και τα συναφή δεν καθησυχάζουν κανέναν.
Τα πρόσφατα κυβερνητικά σχήματα –Νέα Δημοκρατία, ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, ΠΑΣΟΚ– έχουν έμπρακτα αποδείξει ότι οι αποστάσεις ανάμεσα σε μεγάλα λόγια και υποχωρητικές πρακτικές είναι βασικό χαρακτηριστικό της πολιτικής τους. Ιδιαίτερα όταν πιέζονται από ισχυρούς φίλους και συμμάχους στη γνωστή κατεύθυνση «βρείτε τα μεταξύ σας».
Εχουμε την προαίσθηση ότι δεν θα υπάρξει καμία δέσμευση, φραστική έστω, στα παραπάνω ερωτήματα από τους διεκδικητές της κυβερνητικής εξουσίας: κανένας από τους πολιτικούς αυτούς χώρους δεν θέλει να γίνει δυσάρεστος σε ισχυρούς «φίλους και συμμάχους» και όλοι δέχονται ότι οι λύσεις –όποιες λύσεις– θα δοθούν στο πλαίσιο των συμμαχιών, του ΝΑΤΟ, της Ευρωπαϊκής Ενωσης, της Ουάσινγκτον.
Οι συμμαχίες όμως τελευταία υποτάσσουν τα πάντα στην τρέχουσα αναμέτρησή τους με τη Ρωσία και την Κίνα. Η αναμέτρηση αυτή έχει οικουμενικό χαρακτήρα, δεν είναι τοπική διαμάχη. Σε συγκρούσεις αυτού του μεγέθους οι συσχετισμοί ευνοούν τους ισχυρούς, αυτούς που έχουν κάτι να προσφέρουν στον εδώ ή τον απέναντι συνασπισμό.
Η Τουρκία υπερτερεί καθολικά σε αυτό το πεδίο: έχει να προσφέρει σαφώς περισσότερα από την Ελλάδα και ως εκ τούτου η θέση της στο διεθνές διπλωματικό σκηνικό και στα τραπέζια των διαπραγματεύσεων που στήνονται στο περιθώριό του είναι σαφώς ισχυρότερη. Σε ένα τέτοιο τραπέζι, διακοσμημένο με τα σύμβολα του ΝΑΤΟ και των ΗΠΑ, φιλοδοξεί να καθίσει η Ελλάδα για να λύσει τα «εθνικά της ζητήματα».
Δεν θέλει ιδιαίτερη φαντασία ως προς το ποια μπορεί να είναι μια τέτοια «λύση».
Κανένας από τους πολιτικούς χώρους που διεκδικούν την κυβερνητική εξουσία δεν θέλει να γίνει δυσάρεστος σε ισχυρούς «φίλους και συμμάχους» και όλοι δέχονται ότι οι όποιες λύσεις θα δοθούν στο πλαίσιο των συμμαχιών, του ΝΑΤΟ, της ΕΕ, της Ουάσινγκτον