Η πλανητική ατζέντα των ΗΠΑ και η ελληνοτουρκική προσέγγιση
Είναι κοινά αποδεκτό ότι οι ΗΠΑ εργάζονται για μια νέα αναζήτηση ελληνοτουρκικής συμφωνίας. Ευρύτεροι διεθνοπολιτικοί λόγοι ωθούν αυτή την επιλογή, της οποίας ζητούμενο είναι η εκμετάλλευση των πόρων και ο καθορισμός ζωνών κυριαρχίας και κυριαρχικών δικαιωμάτων σε Αιγαίο – αν. Μεσόγειο. Πρόκειται για διαδικασία με κρίσιμο αντίκτυπο για το μέλλον του ελληνικού λαού και την ειρήνη στην περιοχή.
Σήμερα η συσπείρωση του ΝΑΤΟ είναι στρατηγικό ζήτημα για τις ΗΠΑ. Αφορά την εξεύρεση εταίρων για την ανάσχεση της Κίνας, τη ρυμούλκηση του Ιράν στη Δύση (ΗΠΑ – ΕΕ – ΗΒ), τη μείωση της ικανότητας προβολής ισχύος της Ρωσίας, τη μεγέθυνση της δυτικής επιρροής στις αγορές ενέργειας και στη ροή των υδρογονανθράκων (υ/α) ιδίως από τη Μέση Ανατολή στην Ασία, την αναστήλωση της δυτικής – φιλελεύθερης διεθνούς τάξης. Συνδέεται δηλαδή με παράγοντες από τους οποίους εξαρτάται η ηγεσία των ΗΠΑ στον κόσμο.
Πιο συγκεκριμένα, η ενίσχυση του ΝΑΤΟ απαντά στην ωρίμανση του ανταγωνισμού Δύσης – «Ευρασίας» (Κίνα – Ρωσία – Ιράν). Υπηρετεί την πλαισίωση της Κίνας από δυτικούς εταίρους και ζώνες αστάθειας, την άσκηση πίεσης και την παροχή προσφορών στο Ιράν για μια συμφωνία με τη Δύση, την ήττα της Ρωσίας στην Ουκρανία, την πράσινη μετάβαση, τη δυτική επιρροή στο εμπόριο υ/α, την εδραίωση των δυτικών – φιλελεύθερων κανόνων, θεσμών και μηχανισμών. Συνολικά ευνοεί τη διάσπαση, την κύκλωση και τον έλεγχο της «Ευρασίας».
Σε αυτό το πλαίσιο οι ΗΠΑ αυξάνουν το ενδιαφέρον τους για την Ελλάδα και την Τουρκία. Τα δύο κράτη είναι κρίσιμης σημασίας στον ανταγωνισμό του ΝΑΤΟ με Ρωσία – Ιράν, στην απόκρουση της διείσδυσης της «Ευρασίας» σε δυτικά Βαλκάνια και αραβικό κόσμο –ιδίως στις πετρελαιο-μοναρχίες–, στην «ασφάλεια» του Ισραήλ. Επίσης είναι σημαντικά για την ενεργειακή απεξάρτηση της ΕΕ από τη Ρωσία, καθώς μπορούν ή συμβάλλουν στην εξαγωγή ηλεκτρισμού από ΑΠΕ και τη διαμετακόμιση, ίσως και την παραγωγή/εξαγωγή φυσικού αερίου. Τέλος, είναι χρήσιμα για τη ρυμούλκηση του μετασοβιετικού χώρου και της Αφρικής εγγύτερα προς τη φιλελεύθερη τάξη. Ωστόσο η μεταξύ τους διαμάχη μειώνει τη δυνατότητα αξιοποίησής τους από τις ΗΠΑ.
Συνεπώς αυτές διατηρούν ισχυρό ενδιαφέρον για μια ελληνοτουρκική συμφωνία. Αλλωστε και μόνο η διαδικασία αναζήτησής της διευκολύνει την εστίαση Αθήνας και Αγκυρας στην ατλαντική ατζέντα αλλά και την αλληλοκατανόηση Ουάσινγκτον – Αγκυρας για τον βαθμό αυτονομίας της δεύτερης στο ΝΑΤΟ. Ως εκ τούτων οι Αμερικανοί κινούνται έντονα σε αυτό τον σκοπό.
Σχετικά με τους πόρους σε Αιγαίο – αν. Μεσόγειο οι ΗΠΑ προωθούν τη συνεκμετάλλευση. Μιλούν για κοινή χρήση, προβάλλουν ως μοντέλο τη διευθέτηση Λιβάνου – Ισραήλ, που δεν έχουν διπλωματικές σχέσεις, ενώ η πρεσβεία τους στην Τουρκία έχει αρνηθεί να αναγνωρίσει κάποια νομική σημασία στον «Χάρτη της Σεβίλλης», ο οποίος απεικονίζει την ελληνική ΑΟΖ βάσει της UNCLOS. Σε αυτήν τη βάση αυξάνουν τα δημοσιεύματα για μια συμφωνία πριν από την οριοθέτηση ΑΟΖ – υφαλοκρηπίδας.
Παράλληλα οι ΗΠΑ προκρίνουν έναν εφ’ όλης της ύλης διάλογο για τις ζώνες κυριαρχίας και κυριαρχικών δικαιωμάτων. Δέχονται ως ελληνοτουρκικές διαφορές τις αμφισβητήσεις της Τουρκίας προς την Ελλάδα σχετικά με την κυριότητα μικρών νησιών της, τη στρατιωτική χρήση των νησιών της στο αν. Αιγαίο, τη δυνατότητα επέκτασης των χωρικών της υδάτων ως τα 12 ν.μ., τον εναέριο χώρο της, την επήρεια των νησιών της σε ΑΟΖ – υφαλοκρηπίδα. Οι ΗΠΑ επιθυμούν τη διευθέτηση αυτών των ζητημάτων σε διμερές επίπεδο – και αν αυτό δεν επιτύχει, στο Διεθνές Δικαστήριο.
Προκύπτει λοιπόν ότι αυτός ο δρόμος ενέχει μεγάλους κινδύνους για την κυριαρχία και τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας. Η Αθήνα κινδυνεύει να αναγνωρίσει ότι η κυριότητα νησιών της –όχι μόνο ακατοίκητων– είναι αμφισβητήσιμη, να δει μεγάλα νησιά της απογυμνωμένα στρατιωτικά ή/και περίκλειστα από την τουρκική ΑΟΖ – υφαλοκρηπίδα. Ασφαλώς τέτοιες εξελίξεις θα έχουν επώδυνες, μακροχρόνιες και στρατηγικές συνέπειες.
Τέλος, η όλη διαδικασία θα επηρεάσει την περιφερειακή σταθερότητα. Η επιτυχία της δεν είναι βέβαιη, καθώς η επιθυμία της Ελλάδας να έχει ρόλο στην περιοχή ως μέλος των ΝΑΤΟ – ΕΕ αποκλίνει από τον στόχο της Τουρκίας για ηγεμονία. Εξού και η πιθανότητα μελλοντικού διαζυγίου και στο ενδεχόμενο συμφωνίας. Η διαμάχη Δύσης – «Ευρασίας» περιπλέκει την κατάσταση. Συνεπώς ο κίνδυνος πολέμου παραμένει, αν δε μεγαλώνει, τόσο στο ενδεχόμενο αποτυχίας συμβιβασμού όσο και στο ενδεχόμενο διάρρηξής του.
Βαδίζουμε προς το τέλος της δεύτερης προεκλογικής περιόδου και η συζήτηση μεταξύ των συστημικών κομμάτων, ιδιαίτερα για την οικονομία, γίνεται ολοένα πιο υποκριτική και αδιάφορη.
Ολοι κινούνται στον αστερισμό ότι η ελληνική οικονομία έχει βγει από την κρίση και απλώς διαγκωνίζονται με ψηφοθηρικές οικονομικές υποσχέσεις και καβγάδες.
Η ΝΔ με τον αέρα του νικητή μοιράζει δουλειές σε εχθρούς και φίλους στα επιχειρηματικά κέντρα (ιδιαίτερα με το ξεκοκάλισμα των κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας), χαϊδεύει τα μικροαστικά στρώματα (υποσχόμενη φοροαπαλλαγές ενώ η ΕΕ απαιτεί αυξημένη φορολόγησή τους) και τάζει ψίχουλα (κουπόνια κ.λπ.) και πελατειακές σχέσεις στους εργαζόμενους.
Ο ΣΥΡΙΖΑ γλείφει τις πληγές του, βλέπει τις σχέσεις του με τα επιχειρηματικά κέντρα να αποσυντίθενται, προσπαθεί να «παίξει» κάποια φιλολαϊκά μέτρα αλλά σκοντάφτει συνεχώς στην απαίτηση των συστημικών κέντρων να αποδεικνύει συνεχώς ότι είναι κόμμα του κατεστημένου. Το αποτέλεσμα είναι πολλές φορές να υπολείπεται ακόμη και της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ σε φιλολαϊκά προεκλογικά ψίχουλα. Σε κάθε περίπτωση δεν αμφισβητεί αλλά αντίθετα υπερθεματίζει στον μονόδρομο του ευρωιερατείου.
Το ΠΑΣΟΚ προσπαθεί να γίνει ο δεύτερος πόλος του. Προβάλλει κάποια φιλολαϊκά ψίχουλα αλλά τόσο το παρελθόν του όσο και οι δεσμεύσεις του με επιχειρηματικά κέντρα δεν αφήνουν μεγάλα περιθώρια.
Το ΚΚΕ διαμαρτύρεται γενικώς και αορίστως, χωρίς όμως να προτείνει ένα συγκεκριμένο και συνεκτικό πολιτικό πρόγραμμα και ανάγοντας τα πάντα στον σοσιαλισμό, για τον οποίο δεν λέει πώς θα έρθει.
Τα προσωποπαγή αποπαίδια του ΣΥΡΙΖΑ (Βαρουφάκης και Κωνσταντοπούλου) πιάνουν ο ένας ένα ψευδοαριστερό και η άλλη ένα δεξιό στασίδι. Ο πρώτος προβάλλει διάφορες οικονομικές προτάσεις επιστημονικής φαντασίας και η
δεύτερη ζωγραφίζει καρδούλες.
Στα δεξιά της ΝΔ, εκτός από λαϊκίζουσες οικονομικές διαμαρτυρίες που αναφέρονται κυρίως στα μικροαστικά στρώματα (συνήθως γύρω από τη μείωση της φορολόγησης), δεν προβάλλεται κάποιο οικονομικό πρόγραμμα αλλά γίνεται πλειοδοσία σε εθνικιστικούς πατριδοκαπηλισμούς.
Ομως, όπως έλεγε ο Μπρεχτ, όσο σαπίζει ένα οικοδόμημα τόσο το σοβατίζουν.
Η ελληνική οικονομία παραμένει σε βαθιά διαρθρωτική κρίση. Τα επιδέξια συστημικά παιχνίδια με τα στατιστικά στοιχεία κρύβουν την αύξηση της φτώχειας και των οικονομικών ανισοτήτων, τη μείωση των πραγματικών μισθών (ιδιαίτερα με το τρικ του πληθωρισμού), την επιστροφή της λιτότητας (καθώς η ΕΕ επαναφέρει τη δημοσιονομική πειθαρχία). Κρύβουν επίσης σημάδια που ίσως προεικάζουν σεισμό, όπως τη φυγή μεγάλων ελληνικών επιχειρήσεων στο εξωτερικό και τη διεύρυνση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών (γεγονότα που έγιναν και πριν από την κρίση του 2010). Κρύβουν επίσης τα αυξανόμενα προβλήματα στο ασφαλιστικό σύστημα και στις απαιτήσεις των ξένων και εγχώριων πατρόνων για δραματικές περικοπές του.
Τέλος, κρύβουν το γεγονός ότι η ελληνική οικονομία είναι μια σάπια οικονομία υπηρεσιών με αδύναμη παραγωγική βάση και βαθύτατα εξαρτημένη από το εξωτερικό. Κανένα συστημικό κόμμα (ακόμη και αυτά με φραστικά «αριστερή» αντιπολίτευση) δεν αμφισβητεί τον ευρωμονόδρομο και τις δουλείες που επιβάλλει (ή την ανάγει σε κάποια Δευτέρα Παρουσία).
Για τη μεγάλη εργαζόμενη πλειονότητα της χώρας μας το μέλλον είναι σκοτεινό. Η μόνη διέξοδος είναι η αμφισβήτηση του ευρωμονόδρομου και της καπιταλιστικής κερδοφορίας. Η μόνη πολιτική δύναμη που προτείνει ένα πρόγραμμα μετάβασης από το μίζερο σήμερα σε ένα αύριο που ο λαός μας θα είναι νοικοκύρης στον τόπο του και αγωνίζεται καθημερινά με βάση αυτό είναι η αντικαπιταλιστική Αριστερά, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Γι’ αυτό αξίζει την υποστήριξη και την ενίσχυσή της.
Για τη μεγάλη εργαζόμενη πλειονότητα της χώρας μας το μέλλον είναι σκοτεινό. Η μόνη διέξοδος είναι η αμφισβήτηση του ευρωμονόδρομου και της καπιταλιστικής κερδοφορίας