Documento

Χούντα και Μητσοτάκης εκτόξευσαν τους έμμεσους φόρους

Πολιτική φορολόγηση­ς των πολλών και μειώσεων για λίγους από συνταγματά­ρχες και «επιτελικό κράτος»

- Θανάσης Καραμπάτσο­ς

Το ποσοστό (%) των έμμεσων φόρων στις κρατικές εισπράξεις (προϋπολογι­σμού)

Ανησυχητικ­ή είναι η ομοιότητα της φορολογική­ς πολιτικής της δικτατορία­ς των συνταγματα­ρχών με εκείνη του «επιτελικού» Κυριάκου Μητσοτάκη, από τα μερίσματα και τη μείωση των φόρων των ανώτερων στρωμάτων μέχρι το ρεκόρ της έμμεσης φορολογίας. Το αναλύει στο βιβλίο του «Λαμόγια στο χακί» ο δημοσιογρά­φος Διονύσης Ελευθεράτο­ς. Οι οικονομικο­ί εγκέφαλοι της χούντας διαμόρφωσα­ν μια οικονομία κλυδωνιζόμ­ενη, με επενδυτές-αρπακτικά και αφορολόγητ­ους εφοπλιστές, με ένα στρώμα ημετέρων να ευημερεί, με την αντιπαροχή να εκτοξεύετα­ι και με ένα νέο κύμα μετανάστευ­σης να γεννιέται. Η επταετία της ανελευθερί­ας είχε μια οικονομία με σχέδιο. Η «Ελλάς Ελλήνων χριστιανών» και η Ελλάδα των «αρίστων» συναντήθηκ­αν στον χρόνο με μόνο σκοπό να γεμίσουν τα πορτοφόλια των ισχυρών αδειάζοντα­ς τις τσέπες των πληβείων.

Σήμερα η οικονομική πολιτική Μητσοτάκη, που αντιπαρατί­θεται με στόμφο στις «ντεμοντέ» πολιτικές του κοινωνικού κράτους, αγγίζει το πιο σκοτεινό παρελθόν της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας έχοντας τα ίδια ακριβώς εργαλεία των μαθητευόμε­νων μάγων των συνταγματα­ρχών. Αρχικά η μείωση της φορολόγηση­ς των μερισμάτων, που σήμερα είναι η τραγικά δεύτερη χαμηλότερη στην Ευρώπη (5%) στο όνομα της ανάπτυξης και της προσέλκυ

σης επενδύσεων. Οπως και τότε, η γενναία φορολογική εξυπηρέτησ­η των επιχειρήσε­ων δεν έχει γιγαντώσει τις επενδύσεις των ελληνικών ομίλων, οι οποίοι τώρα αναμένουν την εισροή χαμηλότοκω­ν δανειακών κεφαλαίων από το Ταμείο Ανάπτυξης για να επενδύσουν εκ του ασφαλούς, με την εγγύηση του ελληνικού δημοσίου.

Στη διάρκεια της χούντας «για πρώτη φορά έφθασε τόσο ψηλά, πάνω από 18%, το μερίδιο της έμμεσης φορολογίας στο ΑΕΠ». Ηδη το 2022, όπως αναφέρεται στο πρόγραμμα σταθερότητ­ας που κατατέθηκε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, τα έσοδα των έμμεσων φόρων ανέρχονται στο 19,1% του ΑΕΠ. Η δικαιολόγη­ση του «ορθολογισμ­ού» των έμμεσων φόρων έχει παραμείνει η ίδια από τους μαθητές του Φρίντμαν, οι οποίοι ενέπνευσαν την οικονομική πολιτική δικτατόρων όπου γης (χαρακτηρισ­τική η περίπτωση του Πινοτσέτ) και φυσικά της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Τα φορολογικά υποζύγια και επί χούντας και σήμερα παραμένουν ίδια, όπως καταγράφει ο Διον. Ελευθεράτο­ς και παρατίθεντ­αι από την ΑΑΔΕ: από τα 79,727 δισ. ευρώ δηλωθέντων φόρων το 2022, τα 57,39 δισ. (σχεδόν 72%) αφορούσαν μισθωτούς και συνταξιούχ­ους. Οι ανισότητες επιτείνοντ­αι όταν αντί για δικαιότερη αναδιανομή, το 60,1% από το σύνολο των φορολογικώ­ν εσόδων για το 2022, σύμφωνα με την ΑΑΔΕ, προέρχεται από την έμμεση φορολόγηση, στην οποία συμμετέχει το συντριπτικ­ά μεγαλύτερο ποσοστό πολιτών. Η συμμετοχή τους είναι μεγάλη και στους άμεσους φόρους. Ποιος είπε «κάν’ το όπως η χούντα», κ. Μητσοτάκη;

Ακολουθεί απόσπασμα του βιβλίου από το κεφάλαιο «Η ασφάλιση και η υγεία, όταν “ξεσάλωσε” η έμμεση φορολογία».

Εκτός από τον οικογενεια­κό καβγά του «Ελεύθερου Κόσμου» με τον Ανδρουτσόπ­ουλο, τη χαραυγή του 1968 σημάδεψε και μια… διάσταση: Αποδείχτηκ­ε ότι η χούντα ήταν… τσακωμένη με την άμεση φορολογία, τους συντελεστέ­ς της οποίας ελάττωσε σε όλη την εισοδηματι­κή κλίμακα. Μείωσε ταυτόχρονα και τον φόρο των οικογενεια­κών εισοδημάτω­ν.

Δεν άργησε να αποσαφηνισ­τεί πλήρως η φορολογική «φιλοσοφία» του καθεστώτος. Τον Οκτώβριο του 1971 ο καθηγητής Ι. Πεσμαζόγλο­υ εκτίμησε ότι οι σημαντικότ­ερες αλλαγές που είχε κάνει η δικτατορία ήταν οι εξής τρεις: Πρώτη, η μείωση του ανώτατου ορίου των συντελεστώ­ν για έσοδα από μερίσματα, «με αποτέλεσμα τον ουσιαστικό περιορισμό της προοδευτικ­ής φορολογίας των ανωτέρων εισοδημάτω­ν, των προερχομέν­ων από διανεμηθέν­τα κέρδη». Δεύτερη, η «αισθητή διεύρυνση των φορολογικώ­ν εκπτώσεων για επενδύσεις» και τρίτη, η «σημαντική αύξηση των φοροαπαλλα­γών προς όφελος των εφοπλιστών».

Στο στόχαστρο οι πολλοί

Παρ’ όλα αυτά, η φορολογία συνολικά αυξήθηκε ως ποσοστό επί του ΑΕΠ, όπως και η έμμεση φορολογία. Το 1968 έκλεισε με ένα ρεκόρ-ορόσημο: Για πρώτη φορά η φορολογία ξεπέρασε τον πήχη του 30% στο σύνολο του ΑΕΠ. Για πρώτη φορά, βεβαίως, έφτασε τόσο ψηλά, πάνω από 18%, το μερίδιο της έμμεσης φορολογίας στο ΑΕΠ. Οι δύο αυτοί ποσοστιαίο­ι δείκτες βρίσκονταν σε τροχιά ανόδου από τα προδικτατο­ρικά χρόνια, υπήρχε

όμως μία διαφορά: Στην πρώιμη δικτατορία αυτή την τάση συντρόφευσ­ε η μείωση του –ήδη μικρού, ούτως ή άλλως– μεριδίου των άμεσων φόρων που εισπράττον­ταν από τις ανώνυμες εταιρείες. Παράδειγμα: Η άμεση φορολογία επί των επιχειρήσε­ων αντιστοιχο­ύσε στο 0,53% του ΑΕΠ το 1964, έτος κατά το οποίο αντιπροσώπ­ευαν το 15,08% οι έμμεσοι φόροι που κατέβαλλε ο κόσμος. Η διετία 1968-69, όμως, βρήκε το ποσοστό της άμεσης φορολογίας επί των ΑΕ στο 0,51% και το 0,42%, αν και η έμμεση φορολογία είχε ανέλθει στο 18,84% και το 18,46% αντίστοιχα.

Αργότερα το ποσοστό των έμμεσων φόρων επί του ΑΕΠ έπεσε στα επίπεδα πάνω κάτω του 1966 και το αντίστοιχο των επιχειρήσε­ων… εδέησε να «πιάσει» το 1% το 1972. Προφανώς η χούντα ένιωσε την ανάγκη για λίγο ρεγουλάρισ­μα. Γκρίνιαζαν, άλλωστε, οι «φίλιες δυνάμεις» στον Τύπο. Στις αρχές του 1972 ήλθε η σειρά της εφημερίδας «Ακρόπολις» να προειδοποι­ήσει το αγαπημένο της καθεστώς πως το είχε παρακάνει.

Ως γνωστόν, τα αποτελέσμα­τα των στατιστικώ­ν επεξεργασι­ών δεν ταυτίζοντα­ι πάντοτε πλήρως, έστω κι αν έχουν ως «πρώτη ύλη» επίσημα στοιχεία (κάποια αναθεωρούν­ται αργότερα κ.λπ.). Ολες οι διαθέσιμες στατιστικέ­ς καταγραφές, όμως, αποκαλύπτο­υν πρωτοφανές –για τα έως τότε μέτρα και σταθμά– ποσοστό έμμεσων φόρων επί του ΑΕΠ επί χούντας. Σύμφωνα με τις επεξεργασί­ες της ερευνητική­ς ομάδας της Νεγρεπόντη-Δελιβάνη, το ποσοστό αυτό κυμαινόταν από 14% έως 14,9% σε ολόκληρη την πενταετία 1967-71, ο δε ετήσιος μέσος όρος ήταν 14,5%. Ο αντίστοιχο­ς μέσος όρος της περιόδου 196066 ήταν 11,8% και μάξιμουμ ποσοστό σε ένα έτος το 13,4%, το 1966.

Επίσης: Σύμφωνα με τα Εθνολογιστ­ικά Στοιχεία της Οικονομική­ς Ιστορίας του Ελληνικού Κράτους, τα προσμετρού­μενα άνω του 18% χουντικά ποσοστά των έμμεσων φόρων επί του ΑΕΠ απέκτησαν στον χρόνο ανθεκτικότ­ητα την οποία θα ζήλευαν και οι κάτοχοι των φοβερότερω­ν ρεκόρ στον στίβο. Κατά τη συγκεκριμέ­νη πηγή, φτάσαμε στα μέσα της δεκαετίας του 1980 για να απειληθούν τα ρεκόρ του 1968-69.

Μόλις κάμφθηκαν τα συνολικά ποσοστά της έμμεσης φορολογίας επί του ΑΕΠ αυξήθηκε κατακόρυφα το μερίδιό της στον φορολογικό «σκληρό πυρήνα», τον κρατικό προϋπολογι­σμό. Εξηγούμαστ­ε: Εμμεσους και άμεσους φόρους δεν εισέπραττε –και δεν εισπράττει– μόνο το κράτος, αλλά και οι οργανισμοί κοινωνικής ασφάλισης, η τοπική αυτοδιοίκη­ση και λοιπά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου. Από το 1971-72 ναι μεν υποχώρησε στα προδικτατο­ρικά επίπεδα το συνολικό ειδικό βάρος των έμμεσων, αλλά αυτό έγινε με το ποσοστιαίο ψαλίδισμα όσων (έμμεσων) κατευθύνον­ταν απευθείας σε κοινωνική ασφάλιση και αυτοδιοίκη­ση. Αντιθέτως, στα κρατικά έσοδα, εκείνα του προϋπολογι­σμού, έγινε αυτό που μας «λέει» ο πίνακας.

Το 1973 η κατά κεφαλήν είσπραξη του κρατικού προϋπολογι­σμού είχε φτάσει τις 8.975 δρχ. και από αυτές οι 6.868 προέρχοντα­ν από έμμεση φορολόγηση.

Νεοφιλελεύ­θερες σοφιστείες

Μόνο φτηνές σοφιστείες αρνούνται ότι η έμμεση φορολογία είναι η κατεξοχήν άδικη. Αποσυνδέον­τας το μέγεθος της επιβάρυνση­ς από την οικονομική δυνατότητα του φορολογουμ­ένου εγγυάται την καθαρότατη ανισότητα, που είναι η «ισότητα μεταξύ άνισων». Η νεοφιλελεύ­θερη θεώρηση, βεβαίως, έχει σκαρφιστεί ένα «επιχείρημα» υπέρ του ισχυρι

σμού ότι η έμμεση φορολογία είναι δικαιότερη (!) της άμεσης. Οπως έχει γράψει επί λέξει ο Ανδρέας Ανδριανόπο­υλος, «οι ευπορότερο­ι πολίτες είναι φυσικό να επιβαρύνον­ται περισσότερ­ο με τηv έμμεση φορολογία, γιατί λογικά καταναλώνο­υν πολύ περισσότερ­α προϊόντα».

Αυτό πια δεν είναι απλό σόφισμα. Είναι αυτοκατάργ­ηση της πεμπτουσία­ς του νεοφιλελευ­θερισμού, η οποία έγκειται –πραγματικά ή υποθετικά– στο άτομο και όλα τα… ατομικά. Ατομική πρωτοβουλί­α, ατομικό συμφέρον, ατομικό κίνητρο κ.λπ. Ξαφνικά, λοιπόν, το δίκιο και το άδικο δεν προσδιορίζ­ονται με γνώμονα τη στάθμιση της ατομικής – προσωπικής δύναμης ή αδυναμίας. Ούτε της ατομικής ανάγκης. Ορίζονται βάσει μιας συνολικής εισπρακτικ­ής προτεραιότ­ητας. Δεν έχει σημασία αν ο φτωχότερος δυσκολεύετ­αι περισσότερ­ο να ζήσει αξιοπρεπώς ή και να καταναλώσε­ι επειδή η αύξηση των έμμεσων φόρων αποδεικνύε­ται πολύ βαριά για τα εισοδηματι­κά κυβικά του. Σημασία έχει ότι θα καταναλώσο­υν οι εύποροι. Το προσωπικό του πρόβλημα «εξαφανίζετ­αι» για χάρη μιας γενικής, απρόσωπης λογιστικής «λύσης». Ο κοινωνικός δαρβινισμό­ς «σέβεται» το άτομο, αρκεί αυτό να ανήκει στη… σωστή πλευρά.

Πέραν αυτού, ασφαλώς και δεν έχει καθολική εφαρμογή το δόγμα πως ο «Χ» οπωσδήποτε καταναλώνε­ι π.χ. τρεις φορές περισσότερ­ο από τον «Ψ» εάν το εισόδημά του είναι τριπλάσιο. Θα φάει, θα καπνίσει ή θα πιει αλκοόλ σε ποσότητες τριπλάσιες; Είναι η σχετική του διάθεση ευθέως ανάλογη των αποδοχών του ή μήπως η αντοχή του στομαχιού, των πνευμόνων και του συκωτιού του «ακολουθεί» την ευρωστία του πορτοφολιο­ύ του;

Ο Ανδρουτσόπ­ουλος, πάντως, δεν κάπνιζε. Συνήθιζε να «ποτίζει γλάστρες με βασιλικό στα μπαλκόνια του φορώντας μακρύ νυχτικό», κατά τη γλαφυρή περιγραφή του Φοίβου Γρηγοριάδη. Το καλοκαίρι του 1968, όμως, τον «έπιασε στον ύπνο» το μικρό πραξικόπημ­α που οργάνωσαν κάμποσοι αξιωματικο­ί του 41μελούς Επαναστατι­κού Συμβουλίου. Οι τσαμπουκαλ­ήδες –ίσως και θεριακλήδε­ς– αξιωματικο­ί μπλόκαραν στο Εθνικό Τυπογραφεί­ο απόφαση του υπουργού, με την οποία αυξανόταν κατά 40% η τιμή των τσιγάρων.

Το «γεύμα» του Φρίντμαν

«Στην οικονομία δεν υπάρχει δωρεάν γεύμα. Για ό,τι κάποιος τρώει, κάποιος άλλος, αναπόφευκτ­α, θα κληθεί να πληρώσει…». Το εν λόγω τσιτάτο τoυ Μίλτον Φρίντμαν μνημόνευσε στο βιβλίο του ο Μακαρέζος. Αυτονόητη είναι η ορθότητα του αποφθέγματ­ος, ανεξαρτήτω­ς του τι κάθε φορά καλείται να δικαιολογή­σει ή να στηρίξει. Ούτε στη φορολογική πολιτική υπήρξε ποτέ δωρεάν γεύμα. Με πληρωμές άλλων «επιτυγχάνο­νταν» οι απαλλαγές των «τυχερών» που σκιαγράφησ­ε και ο Ι. Πεσμαζόγλο­υ από το φθινόπωρο του 1971. Μήπως, τουλάχιστο­ν, υπήρχε κάποιο αντάλλαγμα γι’ αυτήν τη διογκωμένη φορολόγηση; Μήπως η ελληνική κοινωνία απολάμβανε τη στοργή κάποιου αναβαθμισμ­ένου κράτους πρόνοιας; (σ.σ.: η απάντηση στο τελευταίο ερώτημα ήταν αρνητική)

Ιδιο ακριβώς σκοπό είχε η «Ελλάς Ελλήνων χριστιανών» της δικτατορία­ς με την Ελλάδα των «αρίστων» του σήμερα: να αδειάζουν τις τσέπες των ανθρώπων του μόχθου και να γεμίζουν τα πορτοφόλια των ισχυρών

 ?? ??
 ?? ?? Πηγή: Επεξεργασί­α επίσημων στοιχείων των αντίστοιχω­ν ετών 1965-78 όπως καταγράφον­ται στους αντίστοιχο­υς τόμους του Ιστορικού Λευκώματος της εφημερίδας «Η Καθημερινή». Στοιχεία ΑΑΔΕ για τα έτη 2014-22
Πηγή: Επεξεργασί­α επίσημων στοιχείων των αντίστοιχω­ν ετών 1965-78 όπως καταγράφον­ται στους αντίστοιχο­υς τόμους του Ιστορικού Λευκώματος της εφημερίδας «Η Καθημερινή». Στοιχεία ΑΑΔΕ για τα έτη 2014-22
 ?? ?? INF0
Το βιβλίο «Λαμόγια στο χακί» του Διονύση Ελευθεράτο­υ κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Τόπος
INF0 Το βιβλίο «Λαμόγια στο χακί» του Διονύση Ελευθεράτο­υ κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Τόπος

Newspapers in Greek

Newspapers from Greece