Κατεβάζει ρολά έπειτα από 25 χρόνια και χαρτοβιομηχανία
Προειδοποιούν οι βιομήχανοι και για άλλα λουκέτα αλλά η ΝΔ κωφεύει, την ώρα που στη χώρα βασιλεύει η αποβιομηχάνιση
«Η Γιούλα δεν είναι μεμονωμένη περίπτωση. Υπάρχουν κι άλλες επιχειρήσεις που παλεύουν» σημείωσε ο Ευριπίδης Δοντάς, γενικός γραμματέας της Ενωσης Βιομηχανικών Καταναλωτών Ενέργειας (ΕΒΙΚΕΝ), σχολιάζοντας το λουκέτο στην υαλουργία και προειδοποιώντας ότι θα ακολουθήσουν και άλλα το προσεχές διάστημα. Και πράγματι την περασμένη Τρίτη 26 Μαρτίου ανακοινώθηκε αιφνιδιαστικά δεύτερο λουκέτο στη βαριά βιομηχανία. Συγκεκριμένα, κλείνει το εργοστάσιο χαρτοποιίας της Sonoco Ελλάς, θυγατρικής του αμερικανικού ομίλου Sonoco Alore, που βρίσκεται στο Κιλκίς, με 85 εργαζόμενους να χάνουν τη δουλειά τους.
Το εργοστάσιο του Κιλκίς λειτουργούσε στην Ελλάδα από το 1999 και δραστηριοποιούνταν στην παραγωγή και επεξεργασία ανακυκλωμένου χάρτου, ήταν δηλαδή ενεργοβόρα βιομηχανία. Με βάση τον τελευταίο δημοσιευμένο ισολογισμό της, το 2021 η εταιρεία είχε υγιή αύξηση τζίρου αλλά και ζημιές ύψους 540.000 ευρώ. Αιτία του λουκέτου κι εδώ, σύμφωνα με όσα ανέφερε η διοίκηση στους εργαζόμενους, ήταν το υψηλό ενεργειακό κόστος. Η Sonoco Ελλάς προσπάθησε μάλιστα να το μειώσει για να μην κλείσει το εργοστάσιο και πραγματοποίησε επένδυση ύψους 3 εκατ. ευρώ για την αυτοπαραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, αλλά ο ΔΕΔΔΗΕ αρνήθηκε να την εντάξει στο δίκτυό του λόγω έλλειψης χωρητικότητας. Υστερα από αυτό η διοίκηση της πολυεθνικής στην Ευρώπη πήρε την απόφαση για λουκέτο στην Ελλάδα. Αλλωστε η αμερικανική πολυεθνική διαθέτει άλλα 69 εργοστάσια σε 17 ευρωπαϊκές χώρες τα οποία συνεχίζουν κανονικά τη λειτουργία τους.
Χωρίς παραγωγική βάση
Η περιπέτεια της κρίσης χρέους και των μνημονίων υποτίθεται ότι δίδαξε τις ελληνικές κυβερνήσεις πως η χώρα πρέπει να ενισχύσει τη βιομηχανία της. Η βιομηχανία έχει υψηλότερη παραγωγικότητα εργασίας από τις υπηρεσίες και παράγει διεθνώς εμπορεύσιμα αγαθά, αυξάνοντας την εγχώρια προστιθέμενη αξία. Αν είχαμε μεγαλύτερη βιομηχανία, θα είχαμε μικρότερο εξωτερικό έλλειμμα και θα ήμασταν λιγότερο ευάλωτοι στα εξωτερικά σοκ. Και όμως, σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ), το 2022 η συμμετοχή της βιομηχανίας στο ΑΕΠ της Ελλάδας περιοριζόταν στο 9,1%, έναντι 1.520% των περισσότερων ευρωπαϊκών χωρών, ενώ η Ελλάδα συγκαταλεγόταν στους ουραγούς της βιομηχανικής Ευρώπης, συγκεκριμένα στην 24η θέση ανάμεσα σε 27 χώρες.
Σύμφωνα με το δελτίο Μαρτίου 2024 του ΙΟΒΕ για τις εξελίξεις στη βιομηχανία, το 2023 ο κύκλος εργασιών της ελληνικής βιομηχανίας κατέγραψε πτώση 3,9% έναντι πτώσης 0,7% του μέσου όρου της ευρωζώνης. Η βιομηχανία στην Ελλάδα τα πήγε δηλαδή χειρότερα απ’ ό,τι στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, παρά το γεγονός ότι είχε ανάπτυξη 2% έναντι 0,4% της ευρωζώνης και της ΕΕ. Από πού προήλθε η ελληνική ανάπτυξη; Σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία, η μεγάλη αύξηση των τζίρων καταγράφηκε στο real estate (κατά 47,7%), κατά 36,5% στις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες (περιλαμβάνει τα έσοδα των servicers από τη διαχείριση των «κόκκινων» δανείων και τους πλειστηριασμούς) και κατά 16,7% στην οικοδομή.
Το ειδικώς ελληνικό υψηλό ενεργειακό και μεταφορικό κόστος ως εμπόδιο για την ανάπτυξη της βιομηχανίας και της παραγωγής έχουν θέσει κατ’ επανάληψη τα τελευταία χρόνια οι ελληνικές βιομηχανίες στην κυβέρνηση Μητσοτάκη. Οι βιομηχανίες της βόρειας Ελλάδας έχουν εστιάσει ιδιαίτερα στην απουσία σιδηροδρομικών και λιμενικών υποδομών, γεγονός που αυξάνει το μεταφορικό κόστος, ενώ η ΕΒΙΚΕΝ (εκπροσωπεί τη μεταλλουργία, την τσιμεντοβιομηχανία, τη χαρτοβιομηχανία, την υφαντουργία και ως πρότινος και την υαλουργία) διεκδικεί ματαίως εδώ και δέκα χρόνια τη μείωση του ενεργειακού κόστους.
Πονοκέφαλος το καρτέλ
Στο διάστημα 2021-22 η ΕΒΙΚΕΝ, με τον Αντώνη Κοντολέων ως πρόεδρό της, παρότι ως θεσμικό όργανο της βαριάς βιομηχανίας «είναι με το γκουβέρνο», δεν δίστασε να εξηγήσει δημοσίως πώς το target model επιτρέπει το τεχνητό «φούσκωμα» των τιμών του ρεύματος προς όφελος ενός ολιγοπωλίου αποτελούμενου από τέσσερις παραγωγούς ηλεκτρικής ενέργειας και σε βάρος όλης της εγχώριας παραγωγής και οικονομίας. Παρά τις εκκλήσεις της όμως για παρέμβαση του υπουργείου και της ΡΑΕ υπέρ της εγχώριας παραγωγής, η κυβέρνηση της ΝΔ δεν παρενέβη ποτέ.
Από τις αρχές του 2024 οι τιμές της ενέργειας έχουν υποχωρήσει σε μεγάλο βαθμό, ωστόσο οι ελληνικές τιμές παραμένουν υψηλότερες σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Σύμφωνα με το τελευταίο δελτίο του ΙΟΒΕ, η ελληνική βιομηχανία πληρώνει σήμερα το φυσικό αέριο κατά 5-10% ακριβότερα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο και το ηλεκτρικό ρεύμα κατά 17-24% υψηλότερα από τις χώρες της δυτικής και κεντρικής Ευρώπης και κατά 41% υψηλότερα από τις χώρες της Σκανδιναβίας και της Βαλτικής.
Αιτία του λουκέτου στη Sonoco ήταν και πάλι το υψηλό ενεργειακό κόστος