Οι δυστυχίες της Διαλεκτικής
ΚΠ Ε Τ Ρ ΟΥ Μ Α Ρ Τ Ι Ν Ι Δ Η *
(ΜΑΡΚΗΣΙΟΣ ΝΤΕ ΣΑΝΤ, ορυφαίο τεκμήριο στο Πολιτικό Γραφείο του Στάλιν, τους χειμώνες 1932 και 1933, για το ότι ο σοβιετικός σοσιαλισμός οδεύει προς τον οριστικό θρίαμβο, ήταν πως οι καπιταλιστές είχαν φτάσει να βάζουν τους πράκτορές τους στην Ουκρανία να πεθαίνουν κατά εκατοντάδες από την πείνα, ώστε να δυσφημήσουν την ΕΣΣΔ! Δυστυχώς, οι Ουκρανοί δεν πέθαιναν κατά εκατοντάδες μόνο εκείνους τους χειμώνες, όπως παραδεχόταν το σταλινικό καθεστώς· λιμοκτονούσαν και πέθαιναν κατά εκατοντάδες χιλιάδες (Timothy Snyder, «Bloodlands, Europe between Hitler and Stalin», Vintage 2011, σ. 21-58). Αλλά το θέμα δεν αφορά το ίδιο το γεγονός, αφορά την ερμηνεία του. Οσο εύκαμπτες και αν είναι οι μέθοδοι της Διαλεκτικής –περί του πού σταματάει η ροή της σειράς «θέση - αντίθεση - σύνθεση», πότε γίνεται η ποσοτική διαφορά ποιοτική ή πώς επιτυγχάνεται η άρνηση της άρνησης– χρειάζεται απίστευτη διαστροφή για να συνάγονται τέτοιου είδους συμπεράσματα. Βέβαια, από τον Χέγκελ ήδη, η Διαλεκτική είχε χάσει την έννοια του συνετού και τεκμηριωμένου διαλόγου, που διατηρούσε λίγο-πολύ μέχρι τον 18ο αιώνα και είχε καταστεί ένα είδος πνευματικής ακροβασίας, διά της οποίας οτιδήποτε μπορούσε να ταυτιστεί με το αντίθετό του – η ελευθερία με την υποταγή, η ειρήνη με τον πόλεμο ή η «αντικειμενική αλήθεια» με ό,τι εγκρίνει το πρωσικό κράτος. Μα και στην εποχή μας, η Διαλεκτική τού Σλαβόι Ζίζεκ, π.χ., δεν διστάζει να συνάγει ότι πίσω από το καλό αίτημα για «ελευθερία και ισότητα» μπορεί να συγκαλύπτεται η ασυδοσία των ταξικών προνομίων, όπως και πίσω από τον αντισημιτισμό της φράσης «οι Εβραίοι είναι η αιτία όλων των δεινών», το αρνητικό περιεχόμενο μπορεί να καλύπτει το θετικό: της εναντίωσης στην κυριαρχία του χρήματος και την ταξική εκμετάλλευση (Slavoj Zizek, «Πρώτα σαν τραγωδία και μετά σαν φάρσα», Scripta, σ. 103).
Δεν συνιστά ανακολουθία, λοιπόν, να εμμένει η «ριζοσπαστική Αριστερά», με τον κακοχωνεμένο ιστορικό και διαλεκτικό υλισμό της, πως θέλει «να ενώσει όλο τον λαό», ενώ απειλεί τους αντιπάλους της στην κυβέρνηση με φυλακίσεις (χωρίς να εξηγεί τι επιφυλάσσει για τους όχι ελάχιστους υποστηρικτές τους). Ούτε της φαίνεται αντιφατικό να περηφανεύεται για την αριστεροσύνη της, μα και να χρησιμοποιεί μια ρητορεία πανομοιότυπη, σε σφοδρότητα και μομφές, με εκείνη της πιο βδελυρής Δεξιάς· ή να ισχυρίζεται πως ενώ οι ιθύνοντες της Ευρώπης θα μας αποβάλουν από την Ενωση, όσο τα τρία κόμματα της συγκυβέρνησης ακολουθούν πειθήνια τις εντολές τους, ενώ αν έρθει αυτή στην εξουσία και διώξει την τρόικα, τότε θα έχουμε εξασφαλίσει την παραμονή μας! Μπορεί το επιχείρημα να μη στέκει λογικά, με τη Διαλεκτική, όμως, το πράγμα γίνεται ηλίου φαεινότερον. Εξάλλου, όπως δήλωνε ο Δ. Στρατούλης σε τηλεοπτική εκπομπή (στις 6 Ιουλίου), «οι Ευρωπαίοι δεν σέβονται όποιους τείνουν ευήκοους ους [sic] στις εντολές τους»!
Για ανθρώπους που χειρίζονται τη Διαλεκτική όπως χειρίζονται την ελληνική γλώσσα, κάθε συλλογισμός είναι δυνατός. Οτι αυτό που ενώνει «όλο τον λαό» είναι το ίδιο με εκείνο που τον οδηγεί σε εμφύλιο πόλεμο· ότι μια αριστερή κριτική στην εξουσία μπορεί να γίνεται με το ίδιο ύφος και τις ίδιες υστεροβουλίες πλιάτσικου που διακρίνουν την πιο πρόστυχη εθνοκαπηλία· ότι ο τρόπος για να εξασφαλίσουμε την παραμονή μας στην Ευρώπη είναι να επιδιώξουμε να περάσουμε στη δραχμή· ότι ο τρόπος για να ανατρέψουμε το πελατειακό και ρουσφετολογικό κράτος, που πράγματι δημιούργησαν οι κυβερνήσεις ΠΑΣΟΚ και Ν.Δ., είναι να συντηρήσουμε πελατείες και ρουσφέτια· και ότι, όπως θα ’λεγε και ο Ζίζεκ, το χυδαίο νταηλίκι μπορεί να κρύβει την πιο ευαίσθητη εγγραμματοσύνη. Δεν ξέρω τι ακριβώς επιδιώκει να «συνθέσει» τελικά ο ΣΥΡΙΖΑ με τις τόσο ακραίες «αντιθέσεις» του στις «θέσεις» της κυβέρνησης. Μάλλον την προοπτική της δικής του κυβερνητικής αυτοδυναμίας. Χωρίς να αντιλαμβάνεται, όμως, εκείνο που δεν αντιλήφθηκαν ούτε οι Λένιν και Στάλιν. Πως δεν υπάρχει κανένα εχέγγυο ότι οι καταπιεσμένοι θα διατηρήσουν την αλληλεγγύη τους, έτσι και θριαμβεύσουν επί του ταξικού εχθρού. Το πιο πιθανό είναι να επιδιώξουν την προσωπική καλοτυχία, σε πείσμα κάθε συντροφικότητας και ταξικής συνείδησης. Μαζεύοντας σε ελβετικές τράπεζες όσα προλάβει ο καθένας τους και μετατρέποντας την περίφημη διαλεκτική τριάδα σε: «θέση - αντίθεση - κατάθεση».