Καταδίκη της Φινλανδίας για παραβίαση της ελευθερίας έκφρασης
Ερημοδικία σε ποινικό δικαστήριο (Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, αποφ. της 5.11.13, Izet Haxhia κατά Αλβανίας)
Τον Ιανουάριο του 2001, ο Αλβανός εισαγγελέας εξέδωσε ένταλμα σύλληψης του προσφεύγοντος, ο οποίος υπήρξε σωματοφύλακας του τότε προέδρου της χώρας, για υποψία συμμετοχής του στη δολοφονία ενός βουλευτή και του σωματοφύλακά του το έτος 1998. Τον Μάρτιο του 2001, ο προσφεύγων θεωρήθηκε φυγόδικος έπειτα από ανεπιτυχείς προσπάθειες εντοπισμού του. Δικάστηκε ερήμην και καταδικάστηκε σε 25ετή στερητική της ελευθερίας ποινή, με απόφαση που επικυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο τον Φεβρουάριο του 2003. Στη συνέχεια, ο προσφεύγων τον Ιούνιο του 2006 συνελήφθη στην Τουρκία, έπειτα από αίτηση των αλβανικών αρχών για έκδοσή του. Παραπονείται ότι η ποινική του δίωξη και η ερήμην καταδίκη του δεν υπήρξε δίκαιη, κατά παραβίαση του άρθρου 6 παρ. 1 και 3 της ΕΣΔΑ.
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο αναφέρεται στην προηγούμενη απόφασή του Sejdovic κατά Ιταλίας της 1.3.06, ως προς τις προϋποθέσεις μιας ερήμην καταδίκης που θα είναι σύμφωνη με το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ. Στην παρούσα υπόθεση δεν αμφισβητείται από τα μέρη ότι ο προσφεύγων καταδικάστηκε ερήμην. Δεν αποδείχθηκε ότι είχε επαρκή γνώση των νομικών διαδικασιών εναντίον του. Πράγματι έλαβε γνώση του γεγονότος αυτού στις 3 Ιουνίου 2006, όταν συνελήφθη από τις τουρκικές αρχές. Ούτε αποδείχθηκε ότι ρητώς ή σιωπηρώς εξουσιοδότησε πράξεις μελών της οικογενείας του να ασκήσουν έφεση ή ότι παραιτήθηκε μονομερώς από το δικαίωμά του να εμφανιστεί στο δικαστήριο αποφεύγοντας εσκεμμένα τη Δικαιοσύνη. Σύμφωνα δε με τις διατάξεις του εθνικού δικαίου, ήταν αδύνατο για τον προσφεύγοντα να ζητήσει την επανεκδίκαση της υπόθεσής του. Εγινε λοιπόν δεκτή η προσφυγή και καταδικάστηκε η Αλβανία να πληρώσει στον προσφεύγοντα το ποσό των 1.400 ευρώ για τα δικαστικά του έξοδα.
Ελευθερία έκφρασης σχετικά με τον δημόσιο έλεγχο (Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, αποφ. της 29.10.13, Ristamäki και Korvola κατά Φινλανδίας)
Οι προσφεύγοντες εργάζονται σε τηλεοπτικό σταθμό. Το 2006 ο εν λόγω σταθμός παρουσίασε εκπομπή για ανακρίσεις σε οικονομικά εγκλήματα, όπου έγινε μνεία ότι η αστυνομία ερευνούσε αν ένα αθλητικό κέντρο χρηματοδοτείτο από τον K. U., γνωστό Φινλανδό επιχειρηματία. Ο τελευταίος υπέβαλε μήνυση και το δικαστήριο καταδίκασε τους προσφεύγοντες για δυσφήμηση και επιδίκασε υπέρ του εγκαλούντος χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ποσού 1.800 ευρώ και δικαστικά έξοδα 1.500 ευρώ. Η απόφαση έγινε αμετάκλητη, διότι το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε τα ένδικα μέσα.
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο θεωρεί ότι το γενικότερο ζήτημα, που αποτέλεσε την καρδιά του προγράμματος, δηλαδή η ανεπιτυχής ανάκριση επί οικονομικού εγκλήματος και η απροθυμία των φορολογικών αρχών να συμβάλουν σ’ αυτήν την έρευνα, ήταν ζήτημα νόμιμου δημόσιου ενδιαφέροντος και συνεπώς υπήρχε δικαιολογημένη αιτία παρουσίασης του θέματος στο κοινό. Παρατηρείται ότι τα εθνικά δικαστήρια στις αιτιολογίες τους δεν απέδωσαν κάποια σημασία στο δικαίωμα ελευθερίας έκφρασης των προσφευγόν- των ούτε το συστάθμισαν με οποιονδήποτε τρόπο με το δικαίωμα του K. U. στη φήμη του. Ο αρχικός, άλλωστε, υπαινιγμός της μετάδοσης ότι τα χρήματα του K. U. κατέληξαν στο Αθλητικό Κέντρο διορθώθηκε σε νεότερη αναμετάδοση. Εν όψει όλων τούτων, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο θεωρεί ότι οι αιτιολογίες των εθνικών δικαστηρίων ήσαν ανεπαρκείς για να δικαιολογήσουν την επιχειρηθείσα με την απόφασή του παρέμβαση ως «αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία» και συνεπώς υπήρξε παραβίαση της δίκαιης ισορροπίας μεταξύ των αντιτιθέμενων συμφερόντων. Δέχθηκε, λοιπόν, ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ (ελευθερία έκφρασης) και υποχρέωσε τη Φινλανδία να πληρώσει στους προσφεύγοντες: ποσό 1.910 ευρώ στον πρώτο και 2.330 στο δεύτερο ως αποζημίωση για τις υλικές τους ζημίες και ποσό 3.500 ευρώ για τα δικαστικά τους έξοδα.
Αποζημίωση κρατηθέντων, οι οποίοι τελικά αθωώθηκαν (Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, αποφ. της 29.10.13, Mosinian κατά Ελλάδος)
Ο προσφεύγων είναι Γεωργιανός. Τον Νοέμβριο του 2006 συνελήφθη ως ύποπτος διακίνησης ναρκωτικών και καταδικάστηκε σε έξι έτη και πέντε μήνες κάθειρξη. Τον Νοέμβριο του 2008 κρίθηκε αθώος από το εφετείο. Παρά όμως το τελευταίο γεγονός, η αγωγή του για αποζημίωση απορρίφθηκε, διότι θεώρησε τον ίδιο συνυπεύθυνο για την κράτησή του και την καταδίκη του, αφού άλλωστε δεν απαντούσε κατά τρόπο ορισμένο και πειστικό σχετικά με την κατοχή μαζί με τον συγκατηγορούμενό του των ναρκωτικών. Ετσι, η απαλλαγή του χώρησε λόγω αμφιβολιών. Ο προσφεύγων παραπονείται ότι κατ’ αυτόν τον τρόπο πλήττεται το τεκμήριο αθωότητας (άρθρο 6 παρ. 3 της ΕΣΔΑ). Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, με ψήφους 4 έναντι 3, δέχθηκε την προσφυγή και υποχρέωσε την Ελλάδα να καταβάλει στον προσφεύγοντα το ποσό των 10.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική του βλάβη.
Σημ.: Αλλωστε και κατά το άρθρο 535 του ΚΠοινΔ μας «Το Δημόσιο δεν έχει υποχρέωση για αποζημίωση, αν εκείνος που καταδικάστηκε ή κρατήθηκε προσωρινά έγινε από πρόθεση παραίτιος της καταδίκης ή της προσωρινής κράτησης». Επομένως, εδώ δεν μπορούσε να γίνει λόγος για απαλλαγή από την αποζημίωση, αφού δεν προέκυψε ότι ο προσφεύγων προκάλεσε από πρόθεση την καταδίκη του.
Μη διαγραφή από το Ποινικό Μητρώο καταδίκης που είχε επιβληθεί με βάση νόμο που κρίθηκε μετά ταύτα αντισυνταγματικός (Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, απόφ. της 7.11.13, Ε. Β. κ.λπ. κατά Αυστρίας)
Οι προσφεύγοντες είχαν καταδικαστεί στο παρελθόν για το αδίκημα ότι ως ενήλικες είχαν σεξουαλικές σχέσεις με άτομα 14-18 ετών. Επακολούθησε κήρυξη από το Συνταγματικό Δικαστήριο της σχετικής διάταξης του Ποινικού Κώδικα ως αντισυνταγματικής και η μετά ταύ- τα κατάργηση της διάταξης αυτής. Οι προσφεύγοντες ζήτησαν, κατόπιν τούτου, τη διαγραφή των καταδικών τους από το Ποινικό τους Μητρώο, η αίτησή τους όμως απορρίφθηκε από τα εθνικά δικαστήρια. Οι προσφεύγοντες επικαλούνται το άρθρο 14 της ΕΣΔΑ (απαγόρευση διακρίσεων) και το άρθρο 8 αυτής (δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής).
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο θεωρεί ότι κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων οι διατάξεις του Ποινικού Κώδικα τροποποιούνται ή καταργούνται προκειμένου να προσαρμοστεί η έννομη τάξη στις μεταβαλλόμενες συνθήκες της κοινωνίας. Μόνο το γεγονός ότι η κατά το παρελθόν ποινική καταδίκη στηρίχθηκε σε τότε ισχύοντα νόμο, ο οποίος μεταγενέστερα απώλεσε την ισχύ του, δεν θα πρέπει κανονικά να επηρεάσει την παραμονή της καταδίκης του προσώπου στο Ποινικό του Μητρώο, σαν κάτι που αφορά στοιχειωδώς ένα γεγονός από το παρελθόν. Η κυβέρνηση, εν τούτοις, δεν παρείχε κάποια εξήγηση σχετικά με τον σκοπό για τον οποίο άφησε αμετάβλητη τη διάταξη που διατηρεί τέτοιες καταδίκες στο Ποινικό Μητρώο. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο δέχθηκε ότι η Αυστρία παραβίασε τις διατάξεις που επικαλούνται οι τέσσερις προσφεύγοντες και την υποχρέωσε να καταβάλει το ποσό των 5.000 ευρώ στον καθένα, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική του βλάβη και ποσά από 9.000 έως 16.000 ευρώ στον καθένα για τα δικαστικά του έξοδα.