Ο παίκτης που σίγησε ένα στάδιο και μία χώρα
Ο Αλσίδες Τζίτζια έχει σκοράρει ένα από τα διάσημα γκολ της Ιστορίας
Ο ιστορικός του μέλλοντος, που θα θελήσει να κάνει μια αναδρομή στις πιο σημαντικές στιγμές του 20ού αιώνα στο ποδόσφαιρο, είναι βέβαιο πως θα κάνει μια στάση διαρκείας στο 1950. Σε έναν αγώνα που τα ρεκόρ, η συγκίνηση, το ξέσπασμα και η έκπληξη ενώνονται σε μια λέξη: «Μαρακανάζο». Δίπλα σε αυτή τη λέξη δεσπόζει ένα όνομα: αυτό του Αλσίδες Τζίτζια.
Ουρουγουανός μεσοεπιθετικός, ευέλικτος, εύστροφος και την κατάλληλη στιγμή εκτελεστής. Ο άνθρωπος που το δικό του γκολ κόστισε όχι μόνο ένα Παγκόσμιο Κύπελλο, αλλά και ανθρώπινες ζωές. Κυριολεκτικά και μεταφορικά. «Μόνο τρεις άνθρωποι έχουν καταφέρει να κάνουν το Μαρακανά να σιγήσει. Ο Πάπας της Ρώμης, ο Φρανκ Σινάτρα και εγώ», είχε δηλώσει ο θρυλικός άσος
Ο Ουρουγουανός παίκτης έγινε «θρύλος» στο Μουντιάλ της Βραζιλίας το 1950.
της Ουρουγουάης σε παλαιότερη δήλωσή του για το παιχνίδι στο θρυλικό στάδιο του Ρίο ντε Τζανέιρο, το Μαρακανά, όταν μπροστά σε 200 χιλιάδες φιλάθλους έστειλε την μπάλα στα δίχτυα και χάρισε στη χώρα του το τρόπαιο του Μουντιάλ.
Ο θρυλικός ποδοσφαιριστής απεβίωσε σε ηλικία 88 ετών στις 16 Ιουλίου και, σαν παιχνίδι της μοίρας, η μέρα του θανάτου του ήταν η 65η επέτειος του παιχνιδιού του 1950 μεταξύ της Βραζιλίας και της Ουρουγουάης. Κοιτούσε τον κόσμο από τα 169 εκατοστά, με βλέμμα βαθύ από τα σκούρα καστανά του μάτια και το λεπτό μουστάκι του, σύμβολο μιας ολόκληρης γενιάς. Δεν το αποχωρίστηκε ποτέ.
Γεννήθηκε στο Μοντεβιδέο, τρεις ημέρες πριν από τα Χριστούγεννα του 1926, και στην ποδοσφαιρική του καριέρα εκπροσώπησε τόσο την εθνι- κή ομάδα της Ουρουγουάης όσο και αυτήν της Ιταλίας. Αγωνίστηκε σε σπουδαίες ομάδες, όπως η Πενιαρόλ και η Ντανούμπιο στη Λατινική Αμερική, αλλά και στις Ρόμα και Μίλαν της Ιταλίας.
Πάτησε τον αγωνιστικό χώρο 502 φορές σε επίσημα συλλογικά παιχνίδια, πανηγυρίζοντας τρία πρωταθλήματα με τις Πενιαρόλ (1949, 1951) και Μίλαν (1962). Μέχρι να φύγει από τη ζωή, ήταν ο γηραιότερος εν ζωή κάτοχος Παγκοσμίου Κυπέλλου, που αποτέλεσε βεβαίως τη μεγαλύτερη στιγμή της ζωής του. Θεωρείται ποδοσφαιρικός θρύλος της Ουρουγουάης, και το 2009, στο πλαίσιο της προετοιμασίας της Βραζιλίας για το Μουντιάλ του 2014, πάτησε ξανά το Μαρακανά πλάι σε «τοτέμ» του παγκοσμίου ποδοσφαίρου όπως οι Πελέ και Μπεκενμπάουερ, αναπαριστώντας το γκολ που σημείωσε το 1950 και γνωρίζοντας την αποθέωση από τους Βραζιλιάνους φιλάθλους.
Οι μύθοι που ακολουθούν τον αλησμόνητο τελικό του 1950 είναι πολλοί, ωστόσο τα όσα ακολούθησαν αποτυπώνονται πιο γλαφυρά και με ακρίβεια μέσω της πραγματικότητας. Τερματοφύλακας των Βραζιλιάνων στον τελικό ήταν ο Μοασίρ Μπαρμπόσα. Ενας ικανότατος τερματοφύλακας, που θεωρήθηκε από τους Βραζιλιάνους ως ο υπεύθυνος της ήττας. Ο Μπαρμπόσα απεβίωσε το 2000 και, σε συνέντευξη που παραχώρησε λίγο πριν φύγει από τη ζωή, δήλωσε πως για 50 χρόνια ήταν κοινωνικά αποκλεισμένος λόγω της συμμετοχής του σε αυτόν τον αγώνα. «Οπου κι αν πήγαινα έβλεπα γυρισμένες πλάτες. Από συμπαίκτες, προπονητές, ποδοσφαιρικές ομάδες, ακόμα και στο παντοπωλείο της γειτονιάς μου. Με θεωρούσαν υπεύθυνο για την ήττα και μου το κράτησαν για ολόκληρη τη ζωή μου».
Πολλοί είναι εκείνοι που στο μέλλον θα διαμορφώσουν το αποτέλεσμα σε έναν τελικό Παγκοσμίου Κυπέλλου. Τηρουμένων των αναλογιών, των συνθηκών και κυρίως της εποχής, τα όσα άφησε το γκολ του Τζίτζια μοιάζουν απίθανο να επαναληφθούν.