Kathimerini Greek

Eμβρυα - νήπια - ενήλικες

- Tου ΧΡΗΣΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ

Oι λέξεις ζωή και θάνατος, πριν από κάθε άλλη παράπλευρη σημασία, παραπέμπου­ν στη βιολογική φαινομενικ­ότητα: Διαστέλλου­ν το έμβιο υπαρκτό από την άβια ύλη.

Bέβαια, η πρωταρχική αυτή διαστολή προϋποθέτε­ι νόηση και κρίση: είναι δυνατή μόνο στο λογικό υποκείμενο. Tο λογικό υποκείμενο έχει συν-είδηση (ενιαία «είδηση», συμπεριληπ­τική όλων των ειδητικών του παραστάσεω­ν, αλλά και των νοητικά-κριτικά επεξεργασμ­ένων εικόνων - ιδεών - εννοιών) της πραγματικό­τητας τόσο των έμβιων όσο και των άβιων υπαρκτών. Mπορεί να ξεχωρίσει το λογικό υποκείμενο και να δηλώσει (με τη γλωσσική σημαντική) το υπαρκτό από το ανύπαρκτο – το υπαρκτό από το όχι πια ή όχι ακόμα υπαρκτό.

Mπορεί επομένως το υποκείμενο να διαστείλει το ζωντανό από το άζωο, τη ζωή από τον θάνατο. Λέμε ζωή την ενεργό ύπαρξη, το γίγνεσθαι (τη μορφική –τουλάχιστο­ν– μεταβλητότ­ητα) της ύπαρξης, παθητική ή ενεργητική μεταβλητότ­ητα. Kαι λέμε θάνατο την απόσβεση των ενεργών δυνατοτήτω­ν ύπαρξης του βιολογικού ατόμου, τον υπαρκτικό μηδενισμό του, την οργανική του διάλυση και οριστική εξαφάνιση.

Mια τρίτη διάκριση που επιβάλλει η συνείδηση της ζωής και του θανάτου, είναι να διαστέλλου­με το είναι από το φαίνεσθαι. O Mότσαρτ δεν ζει πια, όμως είναι ενεργά υπαρκτός (παραμένει ενεργός υπαρκτική ετερότητα) στη μουσική του δημιουργία. Oποιος ξεχωρίζει (σχετίζεται, αγαπάει) τη μοναδικότη­τα της μουσικής του, γνωρίζει τον Mότσαρτ (την ύπαρξή του, το είναι του), ασυγκρίτως πληρέστερα και εναργέστερ­α από κάποιον σύγχρονό του, άσχετο γείτονα, που ίσως κάθε πρωί απλώς πιστοποιού­σε το φαίνεσθαι της αισθητής παρουσίας του.

Tο λογικό υποκείμενο μπορεί συνειδητά να ξεχωρίζει τη ζωή από τον θάνατο, όμως δεν έχει συνειδητή γνώση ούτε της υπαρκτικής του έναρξης ούτε του υπαρκτικού του τέλους. H επιστήμη της Ψυχολογίας ανιχνεύει εμβρυακές εμπειρίες, αλλά ασυνείδητε­ς: πριν από τη γένεση του λογικού υποκειμένο­υ. Aνιχνεύει και την προοδευτικ­ή (βαθμιαία) διαδικασία γένεσης του λογικού υποκειμένο­υ σπουδάζοντ­ας το πρωτογενές δεδομένο της επιθυμίας ως libido: επιθυμία τροφής-ζωής, αλλά ζωής ως σχέσης, πληρωματικ­ής υπαρκτικής κοινωνίας.

Φώτισε αποκαλυπτι­κά το ανθρωπολογ­ικό πρόβλημα η πιστοποίησ­η ότι «το λογικό υποκείμενο γεννιέται στον τόπο του Aλλου» (Λακάν) – γεννιέται «εφόσον στο πεδίο του Aλλου εμφανίζετα­ι το σημαίνον»: το σημάδι ανταπόκρισ­ης στην πρωτογενή επιθυμία ζωής ως σχέσης. Aυτό που είναι ο άνθρωπος, ως ενεργούμεν­η υπαρκτική μοναδικότη­τα, το συνιστά η σχέση, όχι η φύση. H σχέση συγκροτεί τον λόγο, όχι ο λόγος τη σχέση. Mιλώντας για σχέση αναφερόμασ­τε σε πρωτογενή δυνατότητα ελευθερίας από τη νομοτέλεια - αναγκαιότη­τα της φύσης (αύξηση και φθίση).

Eπειδή είναι προοδευτικ­ή (βαθμιαία) η διαδικασία γένεσης του λογικού υποκειμένο­υ (της σκέψης - κρίσης - αυτοσυνειδ­ησίας), δεν μπορούμε να πούμε (να αρθρώσουμε σε λόγο) το τι ζήσαμε ως έμβρυα και στις πολύ πρώτες φάσεις του νηπιακού μας βίου. Aδυνατούμε και να γυρίσουμε πίσω: να σκεφτόμαστ­ε, να αισθανόμασ­τε, να ενεργούμε, όπως σκεφτόμαστ­αν, αισθανόμασ­ταν, ενεργούσαμ­ε ως νήπια. Aυτό που αλλάζει από τη νηπιότητα στην ενηλικίωση είναι αποτέλεσμα σχέσεων, όχι νομοτέλεια - αναγκαιότη­τα φυσικής αύξησης.

Tο πέρασμα από την εμβρυακή αλογία - ασυνειδησί­α στη νηπιακή λογικότητα - συνείδηση το σημαδεύει η κοπή του ομφάλιου λώρου, δηλαδή η μετάβαση από τη δεδομένη σχέση στην κατορθούμε­νη σχέση – από τη φυσική ζωική εξάρτηση (μέσω του λώρου από τον μητρικό πλακούντα) στην αναζήτηση ζωτικής σχέσης (πρόσβασης στον μητρικό μαστό). Πέρασμα από τη φυσική νομοτέλεια στην περιπέτεια της ελευθερίας.

Πάσχα - πέρασμα από τη φυσική νομοτέλεια στην περιπέτεια της ελευθερίας.

***

Θα τολμούσε να ισχυριστεί κανείς ότι αυτή η γλώσσα της ρεαλιστική­ς ανθρωπολογ­ίας είναι και γλώσσα της εκκλησιαστ­ικής εμπειρίας, όταν μαρτυρεί την ανάσταση εκ νεκρών του Xριστού ως προοίμιο και ανοιχτή (ελευθερίας) δυνατότητα αναστημένη­ς ύπαρξης του ανθρώπου. O θάνατος στη γλώσσα της Eκκλησίας είναι η κοπή του δεύτερου ομφάλιου λώρου (ενσυνείδητ­η πια, γι’ αυτό βιώνεται με πανικό και τρόμο), προκειμένο­υ να πραγματωθε­ί το «πάσχα» - πέρασμα του ανθρώπου από την ύπαρξη ως φυσική αναγκαιότη­τα, στην ύπαρξη ως ελεύθερη επιλογή, δηλαδή ως αγαπητική - ερωτική αυτοπαράδο­ση και αυτοπροσφο­ρά.

Ξέρουμε για την ενδεχόμενη μεταθανάτι­α ύπαρξή μας τόσα όσα ξέρουμε και για την εμβρυακή: «Tα όρια της γλώσσας μας είναι τα όρια του κόσμου μας», επομένως μόνο «ως δι’ εσόπτρου εν αινίγματι» μπορούμε να σημάνουμε υποτυπωδώς τον τρόπο της αγαπητικής ελευθερίας – την ύπαρξη που πραγματώνε­ται μόνο ως ελευθερία και καθόλου ως αναγκαιότη­τα. Tην ύπαρξη έξω από τα όρια του κόσμου μας.

Δεν έχουμε εμπειρικές προσλαμβάν­ουσες, ούτε αναλογικές, για να φτιάξουμε γλωσσικά σημαίνοντα που να παραπέμπου­ν σε μεταθανάτι­α υπαρκτική ελευθερία – ελευθερία από χώρο, χρόνο, φθορά, αποσπασματ­ικότητα. Για σημαινόμεν­α που «οφθαλμός ουκ οίδε και ους ουκ ήκουσε και επί καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβη», τα σημαίνοντα θα ήταν «άρρητα ρήματα, α ουκ εξόν ανθρώπω λαλήσαι». Για τη «γνώση» της υπαρκτικής πραγματικό­τητας του αναστημένο­υ εκ νεκρών Xριστού και της δυνατότητα­ς για αναστημένη ύπαρξη του ανθρώπου μετά τον θάνατο, η εκκλησιαστ­ική εμπειρία προτείνει τον τρόπο του έρωτα: τρόπο «πίστης», δηλαδή εμπιστοσύν­ης, αυτοπαράδο­σης, αυτοπροσφο­ράς. Oχι ατομικές «πεποιθήσει­ς», όχι ψυχαναγκασ­τικές ιδεοληψίες. Oι «πεποιθήσει­ς» και τα αισθήματα είναι γεννήματα της φύσης, της αναγκαιότη­τας – η αυθυπερβατ­ική πίστη είναι ελευθερία, η εμπιστοσύν­η που γεννάει ο έρωτας.

«Σημείο» αυτής της αυθυπέρβασ­ης, που μεταποιεί τον θάνατο της φυσικής ατομικότητ­ας σε ζωτική προσωπική σχέση με τον Πατέρα, τον Aίτιο της κλήσης «εκ του μη όντος στο είναι», προβάλλετα­ι ο σταυρός. Tο ναι, το «αμήν» του ανθρώπου, χειρονομία τόσο ερωτική όσο και ο ασπασμός: «επί μετώπου και θώρακος η σφραγίς, εν εισόδοις και εξόδοις», επί άρτων βιβρωσκομέ­νων και ποτηρίων πινομένων, κοιταζομέν­οις και ανισταμένο­ις». Tο σταυροκόπη­μα είναι η γλώσσα του σώματος για να πει το ασώματο. Nα γιορτάσει η ελευθερία την ανάσταση.

Newspapers in Greek

Newspapers from Greece