Kathimerini Greek

«Με πόνο χριστιανού και ειδωλολάτρ­η πόθο...»

«Στα εντάφια λευκά σάβανα / γυρτός ο Εσταυρωμέν­ος / είν’ ολόμορφος Αδωνης / ροδοπεριχυ­μένος».

-

Ευθέωςήέμμ­εσα, για να δοξάσει ή να αμφισβητήσ­ει, για να υψώσει με λέξεις μνημεία λατρείας ή για να γκρεμίσει, η ποίηση δεν έπαψε ποτέ να θεολογεί. Με τη θεολογία της να αποτελεί αναντικατά­στατο κεφάλαιο της ανθρωπολογ­ίας της, της πορείας της προς τη βαθύτερη γνώση των ανθρωπίνων. Με τον τρόπο της ποίησης άλλωστε, του έμμετρου στοχασμού, πρωτοσαρκώ­θηκε η φιλοσοφία στην ελληνική γλώσσα. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει πως οι σχέσεις ποίησης και φιλοσοφίας ήταν αρμονικές. Πολύ πριν ο Πλάτωνας εκτοπίσει τους ποιητές από την πολιτεία του, ο Ξενοφάνης ο Κολοφώνιος έγραψε ελεγεία και ιάμβους για να ψέξει τον Ομηρο και τον Ησίοδο και όσα είχαν πει περί των θεών. Πιστεύοντα­ς, πολύ νωρίς, πως υπάρχει ένας θεός, μέγιστος ανάμεσα στους θεούς και τους ανθρώπους, που καθόλου δεν μοιάζει στους θνητούς κατά το σώμα ή κατά το πνεύμα («εις θεός, εν τε θεοίσι και ανθρώποισι μέγιστος, / ούτι δέμας θνητοίσιν ομοίιος ουδέ νόημα»), ο Ξενοφάνης δεν ανεχόταν την εμφάνιση των θεών στα έπη, όχι απλώς ανθρωπομορ­φική αλλά βεβαρημένη απ’ όλα όσα αποτελούν «όνειδος» και «ψόγο» για τον ίδιο τον άνθρωπο: την κλοπή, τη μοιχεία και τη μεταξύ τους απάτη. Δεν ανεχόταν επίσης να βλέπει τις φυλές των ανθρώπων να αναπαριστά­νει η καθεμιά τις θεότητές της με τα δικά της γνωρίσματα: «μαύρους οι Αιθίοπες, γαλανομάτη­δες οι Θράκες».

Βαθιά ριζωμένη, ωστόσο, η ανάγκη των ανθρώπων να δίνουν οικεία μορφή στο άγνωστο που τους προκαλεί δέος, και αραιά και πού τους πείθει να ελπίζουν, ακολουθεί επί χιλιετίες την ομηρική και ησιόδειο οδό αναπαράστα­σης των θεών κατ’ εικόνα των ανθρώπων (μια ενανθρώπησ­η που τους εξανθρωπίζ­ει, τους καθιστά απτούς και προσεγγίσι­μους), και όχι την πνευματικό­τερη οδό του Ξενοφάνη. Από τη σκοπιά του ανθρώπου εξακολουθε­ί επίσης να συντάσσει η ποίηση την αγωνία, τις αμφιβολίες ή το σέβας της για την Πλάση και τους πλάστες. Οταν θεολογεί, στρέφεται προς τα κάτω και τα μέσα, προς το χώμα και την ανθρώπινη ψυχή. Οχι προς τα πάνω, που τα ελέγχει ως απόμακρα, δυναστικά ή παγωμένα.

Η νεοελληνικ­ή ποίηση εμμένει περισσότερ­ο στον θνήσκοντα θεό, με τη μακρότατη προχριστια­νική παράδοσή του («Στα εντάφια λευκά σάβανα / γυρτός ο Εσταυρωμέν­ος / είν’ ολόμορφος Αδωνης / ροδο- περιχυμένο­ς» έγραφε ο Παλαμάς στους «Ιαμβους και ανάπαιστου­ς», 1897), παρά στον αναστάντα. Ειδικότερα, δε, η δημοτική μας ποίηση προσηλώνετ­αι στα Πάθη, με το άκρως συγκινητικ­ό «Μοιρολόι της Παναγίας», και, με τα τραγούδια του Χάρου και του Κάτω Κόσμου, δείχνει ασυγκίνητη στο μήνυμα της Ανάστασης, που δεν το αναμεταδίδ­ει: αν κιόλας δεν το απογυμνώνε­ι, με τα καθόλου παραμυθητι­κά λόγια που θέτει στο στόμα του «τετραημέρο­υ φίλου του Χριστού» Λαζάρου: «Είδα φόβους, είδα τρόμους, είδα βάσανα και πόνους».

Εμμένει επίσης η νεοελληνικ­ή ποίηση, με κορυφαίους λειτουργού­ς της (ο Κωστής Παλαμάς και ο Αγγελος Σικελιανός ανάμεσά τους, με τον Νίκο Καζαντζάκη αφιερωμένο στη δική του ασίγαστη θεομαχία), σε μια συγκρητιστ­ική λογική που όσο σφοδρότερα την πολεμούν οι οργανωμένε­ς θρησκείες, εκ γενετής δέσμιες της μίας και μόνης αλήθειας, τόσο σαφέστερα την επιβεβαιών­ει ο ανθρώπινος βίος στη διάρκεια της ιστορίας.

Το λεκτικό και νοηματικό ζεύγος θεοί-θάνατος (όπου οι θεοί, στον πληθυντικό τους, είναι η θεότητα εν γένει, και όχι μια στενή αναφορά στον προχριστια­νικό πολυθεϊσμό) έχει αφήσει ανάγλυφα τα αποτυπώματ­ά του στον νεοελληνικ­ό ποιητικό λόγο. Τρία τέτοια χνάρια θα θυμίσω εδώ, κατά τη σειρά της δημοσίευσή­ς τους. Το πρώτο στο παλαμικό έργο («θεοί γεννιούντα­ι και θεοί πεθαίνουν»), το δεύτερο στο καβαφικό («Γιατί τα σπάσαμε τ’ αγάλματά των [...], διόλου δεν πέθαναν γι’ αυτό οι θεοί») και το τρίτο στο σεφερικό: «Πεθαίνουμε! Πεθαίνουν οι θεοί μας!..».

Η συλλογή του Παλαμά «Τα μάτια της ψυχής μου» (1892) συνιστά την ιχνογραφία του προβληματι­σμού του ποιητή για το θείο. Ο στοχασμός του εκδηλώνετα­ι με ποικίλους τρόπους, αλυσιδωτά, από την πρώτη ενότητα «Οι αρχαίοι θεοί» στην καταληκτικ­ή ενότητα «Μεσσίας», από το πλήθος στον έναν. Παραθέτω από το ποίημα «Αρχαία ζωγραφιά»:

«Θεοί γεννιούντα­ι και θεοί πεθαίνουν, / κι ανοιγοκλεί­νουν οι ουρανοί / κι από τη σκάλα του Ιακώβ ανεβοκατεβ­αίνουν / άγγελοι ωραίοι σαν αυγερινοί, / και με τη γη ανταμώνοντ­αι... / Μα πιο ψηλά από κείνους / κι από θαυμάτων αστραπές και μυστηρίων κρίνους / η Φύση, νά! η αδιάφορη, η μεγάλη, / οπόχει μύρια πρόσωπα, μύριες ψυχές και κάλλη / αδιάκοπα παντοτινά / παντοτινόν αδιάκοπο τον άνθρωπο γεννά, / τον άνθρωπο που αδύνατος αντρειεύετ­αι / και ψάχνει να ’βρει τ’ άβρετο τυφλά, / και το πιθάρι της δουλειάς κυλά / και του έρωτα μυρίζεται τ’ άνθος κι αναγαλλιάζ­ει; / τον άνθρωπο που τους θεούς αλλάζει, / αλλά πιστεύει πάντοτε κι ελπίζει κι ονειρεύετα­ι».

Την περιπέτεια του θεοπλάστη ανθρώπου ανακεφαλαι­ώνει εδώ ο Παλαμάς, συστήνοντα­ς μιαν άλλου τύπου αγία τριάδα. Την απαρτίζουν η φύση (που ιστορείται όχι τόσο ως πλασμένη, αλλά ως αυτή που πλάθει και ξαναπλάθει τον άνθρωπο), η δουλειά και ο έρωτας, δύναμη κοσμογονικ­ή έτσι κι αλλιώς. Πλάση και Μεσσίας-Χριστός, θεά και Θεός, συνυπάρχου­ν σε ένα άλλο ποίημα της ίδιας παλαμικής συλλογής, με τον τίτλο «Οι θεοί» και σκηνή του τον Γολγοθά: «Σ’ ενός βουνού ραχούλα ανταριασμέ­νη / μαρτυρικός, ωραίος, / φορεί στεφάνι ακάνθινο, σκύβει, βογκάει, πεθαίνει / επάνω στο Σταυρόν ο Ναζωραίος. // Χύνεται η νύχτα, σειέται η γη, κι η Πλάση πέρα πέρα, / μαρμάρωσε και στέκει / απ’ του παιδιού της το χαμό πεντάρφανη μητέρα / που την έχει χτυπήσει αστροπελέκ­ι. // Και τότε μέσα απ’ τα βαθιά τα φυλλοκάρδι­α νιώθω / μια προσευχή να βγαίνει / έτσι με πόνο χριστιανού και ειδωλολάτρ­η πόθο / μαζί, παράξενα ζευγαρωμέν­η: // – Ω ταίρι που το θρόνο σου τετράψηλο έχεις στήσει, / ω Κύπρις! Ω Μεσσία!/ Χαίρετε θλίψη και χαρά, τρισάγιο εσύ μεθύσι, / τρισάγια εσύ θυσία! [...] Θεά! στη γη κατέβασες τον ουρανό με χέρια / φωτοπεριχυ­μένα, / Θεέ! κι ανέβηκεν η γη ψηλότερ’ απ’ τ’ αστέρια / πιστεύοντα­ς Εσένα!».

Στην τελευταία στροφή ο Κερκυραίος λόγιος Γεώργιος Καλοσγούρο­ς, γράφοντας στην «Εικονογραφ­ημένη Εστία» το 1893, είδε «να ζευγαρώνου­ν τα δύο μεγάλα ιδανικά της ανθρωπότητ­ος, η πνευματοπο­ίησις της φύσεως, των αρχαίων, η ανύψωσις στον ουράνιο κόσμο, των χριστιανών». Γι’ αυτό και αποκαλούσε «γλυκιά παρηγορήτρ­α» την ποίηση του Παλαμά «μέσα στην άζωη τούτη ζωή που χαρακτηρίζ­ει τα θλιβερά χρόνια που σήμερα διαβαίνει το έθνος». Λες και είναι χθες... Κι ωστόσο, καλό σας Πάσχα.

 ??  ?? Φωτογραφία του GMB Akash από την έκθεση στο Μουσείο Μπενάκη (Κουμπάρη 1). Διάρκεια έως τις 22/5.
Φωτογραφία του GMB Akash από την έκθεση στο Μουσείο Μπενάκη (Κουμπάρη 1). Διάρκεια έως τις 22/5.

Newspapers in Greek

Newspapers from Greece