«Aγαπημένη στιγμή όταν λέμε “φως”»
Η φωτίστρια Στέλλα Κάλτσου ετοιμάζεται για το... εξωτερικό
«Το να ορίζεις ένα χώρο, να δημιουργείς συναίσθημα με κάτι άυλο, είναι μαγικό».
Δεν πρόλαβε να χαρεί την πρεμιέρα στο Θέατρο Τέχνης με το αυτοβιογραφικό έργο του Χέρμπερτ Αχτερνμπους που σκηνοθέτησε ο Παντελής Δεντάκης, να ετοιμάσει τους φωτισμούς για το ωραιότερο ερωτικό ποίημα όλων των εποχών, το «Ασμα Ασμάτων», που ανεβάζει η Ολια Λαζαρίδου την Κυριακή των Βαΐων στο Υπόγειο του Κουν, και βάζει πλώρη για το εξωτερικό. Η 33χρονη Στέλλα Κάλτσου, από τις ταλαντούχους σχεδιάστριες φωτισμών της νεότερης γενιάς, θα ζήσει τους επόμενους μήνες μία από τις πιο ενδιαφέρουσες εμπειρίες σε τέσσερις σταθμούς. Θα εργαστεί στην Οπερα του Χονγκ Κονγκ κι έπειτα στη Λειψία, στην Ισπανία και στην Πράγα.
Καλός της άγγελος είναι ο γνωστός Γάλλος σκηνοθέτης Αρνό Μπερνάρ. Μαζί δούλεψαν στην όπερα του Βιντσέντσο Μπελίνι «Καπουλέτοι και Μοντέκκοι», που ανέβασε η Λυρική Σκηνή σε συμπαραγωγή με την Αρένα της Βερόνας και το Τεάτρο Λα Φενίτσε της Βενετίας, και τώρα την καλεί να συνεργαστούν στο νοτιοανατολικό τμήμα της Κίνας. Στην Οπερα του Χονγκ Κονγκ θα φωτίσει τον «Ρωμαίο και Ιουλιέτα» του Σαρλ Γκουνό, που ανεβαίνει στις 27 Μαΐου σε μουσική διεύθυνση του Benjamin Pionnier. Το φθινόπωρο με τον Μπερνάρ θα ξαναδουλέψουν για την Οπερα του Οβιέδο τους «Καπουλέτους και Μοντέκκους» και, λίγους μήνες αργότερα, σειρά παίρνουν η «Τόσκα» του Τζάκομο Πουτσίνι και η Οπερα της Πράγας.
Νωρίτερα, τον Ιούνιο, η Κάλτσου θα βρεθεί στη Λειψία για να φωτίσει την όπερα «Σκιπίωνας» του Φρίντριχ Χέντελ με τους διεθνούς φήμης σολίστες Γιούρι Μινένκο και Χαβιέ Σάμπατα, στο πλαίσιο του ετήσιου Φεστιβάλ Χέντελ. Από τα πιο σημαντικά φεστιβάλ μπαρόκ μουσικής στην Ευρώπη, πραγματοποιείται στο κλασικό Θέατρο Γκαίτε στο Μπαντ Λάουχσταντ, που ίδρυσε ο ίδιος ο Γκαίτε.
Η σχέση της Στέλλας Κάλτσου με το φως είναι παλιά και σίγουρα όχι ευκαιριακή. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη και από μικρή λάτρευε τη ζωγραφική. Πήγαινε συχνά στο θέατρο, σε εκθέσεις ζωγραφικής ενώ τη συγκινούσε η μουσική. Ο μπαμπάς, τοπογράφος στο επάγγελμα, ονειρευόταν να την καμαρώσει στην αρχιτεκτονική, ενώ η μητέρα, αν και νοσηλεύτρια, είχε ιδιαίτερη αγάπη στις τέχνες. «Οταν πηγαίναμε στο θέατρο με μάγευαν τα σκηνικά, η ατμόσφαιρα μπροστά και πίσω από τη σκηνή, οι χώροι που ζωντάνευαν με μια συνθήκη», λέει σήμερα.
Το Τμήμα Θεάτρου της Σχολής Καλών Τεχνών του ΑΠΘ που διάλεξε για σπουδές ήταν συνειδητή επιλογή, όπως η σκηνογραφία - ενδυματολογία. Αλλά στο μάθημα του φωτισμού κάτι συνέβη.
To ελληνικό φως
«Με μάγεψαν τα φώτα και ο κόσμος τους». Η ενασχόληση με την όπερα επίσης δεν ήταν τυχαία. «Μάθαινα πιάνο, αγαπούσα την όπερα, αγάπη που μεγάλωσε δουλεύοντας με τον Γιώργο Τέλλο ως βοηθός του για δύο χρόνια σε μεγάλες παραγωγές». Για εκείνη, «το φως είναι μαγεία». «Το γεγονός ότι μπορείς να ορίσεις ένα χώρο, να δημιουργήσεις συναίσθημα με κάτι που είναι άυλο, είναι μαγικό. Οπως ο ρόλος που παίζει το φως στη ζωή μας. Πόσο μας χαλαρώνει. Πόσο σωστά φωτισμένο είναι το σπίτι μας. Από τους χειρότερους χώρους που βλέπω φωτισμένους εσωτερικά είναι τα δημόσια κτίρια και τα σπίτια. Χαλαρώνει κανείς όταν έχει γύρω γύρω μικρές πηγές. Τα φώτα από πάνω δημιουργούν συχνά άσχημη εικόνα, ένταση και καταθλιπτικά αποτελέσματα».
Το φυσικό φως έχει άλλη ηρεμία. Οσο για το ελληνικό φως που επικαλούμαστε «και βέβαια υπάρχει». Ταξιδεύοντας βλέπει τη διαφορά. «Παντού συναντάς ηλιόλουστες ημέρες, αλλά το φως που έχουμε στην Ελλάδα και περνάει μέσα από τα κτίρια, δεν υπάρχει αλλού. Εχει να κάνει μάλλον και με την ψυχοσύνθεσή μας».
Οι ώρες που προτιμά στην πόλη είναι οι απογευματινές. Οταν «μαλακώνει» το φως. «Τότε νιώθω μια ζεστασιά στη σκληρή πόλη, στα τσιμεντένια κτίρια. Μου αρέσει επίσης το βράδυ, να περπατάω στην πόλη και να παρατηρώ τα φωτισμένα κτίρια και τους δρόμους». Αγαπημένη της είναι η «αρχόντισσα» της Αθήνας, η οδός Πανεπιστημίου, και τα νεοκλασικά στην αρχή της Βασιλίσσης Σοφίας. Επίσης το Μουσείο της Ακρόπολης. «Εκεί έγινε τρομερή εργασία με το φως. Ο αρχιτεκτονικός φωτισμός έχει μεγάλο ενδιαφέρον, πώς αναδεικνύονται μουσεία και εκθέματα. Δεν υστερούμε. Στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης έχει γίνει επίσης εξαιρετική δουλειά, όπως και σε κάποια τμήματα του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείο, για παράδειγμα στο κομμάτι των Αντικυθήρων».