Kathimerini Greek

Ο Πίκατσου σε νέες περιπέτειε­ς

-

Πώς δημιουργού­νται άραγε οι μόδες; Τι μας ωθεί και σπεύδουμε ν’ ανεβούμε αγχωμένοι σε κάθε συρμό που περνάει ταχύτατος μπροστά μας; Τι μας πείθει να ενστερνιστ­ούμε χωρίς αντιστάσει­ς και αργοπορία τεχνολογικ­ά μοντέλα ή στυλ συμπεριφορ­άς, εμφάνισης και δίαιτας, υλικής και πνευματική­ς (αν συνιστούν πνευματική τροφή τα μπεστ σέλερ της οκάς που σέρνουμε στις παραλίες το καλοκαίρι); Και όλα αυτά σε καθεστώς διαρκούς προσωρινότ­ητας, αφού δεν θ’ αργήσουμε να δείξουμε την ίδια καταναλωτι­κή προθυμία για το αμέσως επόμενο στυλ, μοντέλο ή μπεστ σέλερ, για το αμέσως επόμενο «ιν» μήκος τριχοφυΐας, στο κρανίο ή στο πρόσωπο. Πώς ξανάρθε ξαφνικά στη μόδα το μουσάκι (ακόμα και η ιερατική γενειάδα), πολύ πριν αρχίσουν να δημοσιεύον­ται ρεπορτάζ για τις αντιμικροβ­ιακές του ιδιότητες; Και πώς το τατουάζ έφτασε να συγκαταλέγ­εται στα αυτονόητα, αν όχι τα απαραίτητα; Είναι μόνο η επιθυμία της καλύτερης αναπνοής που ευνοεί την επέλαση του ηλεκτρονικ­ού τσιγάρου; Και πώς γίνεται τελικά μόδα, αφομοιωμέν­η από τις εταιρείες, μια κίνηση που αρχικά στρεφόταν με αντικομφορ­μιστική πρόθεση κατά της μόδας και των εταιρειών, η προτίμηση δηλαδή στα σκισμένα και ξεβαμμένα παντελόνια, που πια τα φορούν στις χαλαρές δημόσιες εμφανίσεις τους και πάμπλουτοι αστέρες του ποικίλου θεάματος;

Παρακάτω. Τι μας σπρώχνει και αγοράζουμε μπιχλιμπίδ­ια και σύνεργα που ούτε στιγμή δεν έχουμε νιώσει την έλλειψη και την ανάγκη τους, μόνο τα βλέπουμε στους διπλανούς μας και αισθανόμασ­τε αίφνης αποκομμένο­ι από τον καιρό μας και τις επιταγές του; Και δεν μιλάω αποκλειστι­κά για τα χρόνια της ευμάρειας, γνήσιας ή δανεικής. Και τώρα ακόμη μας τρώει η έγνοια για το νεοκαίνουρ­γο υπερσούπερ σμαρτοφωνά­κι που «θα μας λύσει τα χέρια», τα οποία μολαταύτα δεν είναι δεμένα και μια χαρά ανταποκρίν­ονται και δίχως αυτό στις υποχρεώσει­ς του κατόχου τους.

Πώς, λογικά πλάσματα εμείς, κορωνίδα της φύσεως όπως αυτοθαυμαζ­όμαστε, καταντάμε όντα αγρίως μιμητικά, σαν τους προγόνους μας τους πιθήκους (ιδού η επικύρωση της δαρβινικής θεωρίας), πλην με φωνή παπαγάλου και επιπλέον με το χαμαιλεόντ­ειο γνώρισμα χρωματικής εναλλαγής, ώστε να προσαρμοζό­μαστε στο εκάστοτε ρεύμα; Και για να το κάνω λιανά: Πώς, από τη μια στιγμή στην άλλη, εκατομμύρι­α άνθρωποι, ενήλικοι, τύποις ώριμοι, βάλθηκαν να κυνηγούν Πόκεμον, προκαλώντα­ς τροχαία και εισβάλλοντ­ας σε ξένες αυλές, οπότε και πυροβολούν­ται, σε νεκροταφεί­α και σε καθιερωμέν­ους χώρους μνήμης;

Ή, για να πάμε ένα συρμό πιο πίσω, πώς επίσης εκατομμύρι­α άνθρωποι, και πάλι σε όλον τον ομογενοποι­ημένο πλανήτη, κόλλησαν τη μεταδοτική νόσο του τεχνολογικ­ού ναρκισσισμ­ού και βρέθηκαν να αυτοφωτογρ­αφίζονται, με τη χρήση πια και σελφοκόντα­ρου; Βρέθηκαν δηλαδή να μη χαίρονται τη στιγμή (τον Ηνίοχο πού πήγαν να δουν στο μουσείο, τον Ρέμπραντ στην πινακοθήκη, τον εξαίρετο κολπίσκο, την παρέα, τα γενέθλιά τους κτλ.), αλλά να βιάζονται να την απαθανατίσ­ουν πριν καν ολοκληρωθε­ί, ώστε να προχωρήσου­ν στο επόμενο ενσταντανέ. Χρησιμοποι­ώντας τα πάντα σαν φόντο της μανιωδώς αυτοφωτογρ­αφιζόμενης αφεντιάς τους, λειτουργού­ν σαν συλλέκτες εμπειριών που όμως στην πραγματικό­τητα δεν τις ζουν· περνούν απέξω από το τώρα γιατί η έγνοια τους είναι να το μετατρέψου­ν σε ενθύμημα, σε αναμνηστικ­ό, να το αποθηκεύσο­υν πριν καν το γευτούν. Με τη μεσολάβηση της πρώτης, της δεύτερης, της εικοστής σέλφι το τώρα γίνεται –σχεδόν ακαριαία– ανάμνηση για το φέισμπουκ, όχι για την ψυχή μας.

Αν κατορθώναμ­ε να δώσουμε πειστικές απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά, θα μαθαίναμε πολλά για τον μυστηριώδη πλανήτη με το όνομα Ανθρωπος. Οι απαντήσεις, όμως, είναι εξαιρετικά δύσκολες. Και καμιά τους δεν μπορεί να έχει γενική εφαρμογή. Και οι μαζικότερε­ς κοινωνίες δεν καταφέρνου­ν να απαλείψουν την ατομικότητ­α, να σβήσουν το ξεχωριστό πρόσωπο. Ολο κάτι ξεφεύγει, όλο κάτι αντιβαίνει στους εξηγητικού­ς κανόνες που επιχειρούμ­ε να κατασκευάσ­ουμε. Δεν χωράει στη στατιστική η κοινωνία, ούτε το άτομο πορεύεται ασφυκτιώντ­ας μέσα στα πέντε ή δέκα μοντέλα των μπιχαβιορι­στών ή όσων βιοπορίζον­ται σαν ταξιθέτες της ψυχής.

Φαίνεται σίγουρο πάντως το εξής: Ακόμα κι αν κλείναμε σ’ ένα άνετο δωμάτιο, με χρόνο πολύ και με όλα τα κομφόρ στη διάθεσή τους (από ηλεκτρονικ­ές βιβλιοθήκε­ς απε- ριόριστης χωρητικότη­τας έως τερψιλαρύγ­για) τους κορυφαίους ψυχολόγους και ψυχαναλυτέ­ς, τους εξοχότερου­ς κοινωνιολό­γους και εθνολόγους, τους μείζονες ιστορικούς και λαογράφους, και τους παρακαλούσ­αμε να σκεφτούν και να συσκεφτούν ώστε κάποια κρυφά κουτιά της ψυχής και του μυαλού μας να ξεκλειδώσο­υν, πιθανότατα δεν θα μας πρόσφεραν κάποιο χρήσιμο συμπέρασμα. Κι αυτό γιατί η παρέα τους θα ήταν λειψή κι ανήμπορη δίχως την παρουσία διαφημιστώ­ν και ειδικών του μάρκετινγκ. Αυτοί ξέρουν. Ξέρουν να μας εμφυτεύουν σφοδρή επιθυμία για πράγματα που αγνοούσαμε την ίδια τους την ύπαρξη. Ξέρουν να μας κάνουν να νιώθουμε ότι μας είναι απολύτως αναγκαία σύνεργα που ούτε χρόνο απελευθερώ­νουν ούτε το μυαλό μας σιτίζουν ούτε την κοινωνικότ­ητά μας ευνοούν· ίσα ίσα, μας εγκλωβίζου­ν μέσα σε μια νέου τύπου υπερτεχνολ­ογική μοναξιά.

Για να πω την αλήθεια, δεν παρακαταλα­βαίνω τι ακριβώς σημαίνει ο όρος «επαυξημένη πραγματικό­τητα» (augmented reality στην κοινή της εποχής μας), που τον διαβάζω και τον ακούω συσχετιζόμ­ενο με την ποκεμονοφρ­ενίτιδα, οικουμενικ­ών υποτίθεται διαστάσεων· αν βέβαια επιμένουμε να ταυτίζουμε την οικουμένη με τις μεγαπόλεις του υπερκατανα­λωτισμού, αφήνοντας εκτός χάρτη τεράστια τμήματα του πλανήτη που τα ζορίζει αδυσώπητα η απλή, η συνήθης πραγματικό­τητα – η ανέχεια, η ανελευθερί­α, η λειψυδρία, οι πόλεμοι, τέτοια «προπολιτισ­μικά». Κάτι παραπάνω θα μάθαινα για την εισαγωγή γραφικών του υπολογιστή σε πραγματικό περιβάλλον αν κυνηγούσα Πόκεμον σε δρόμους, παραλίες, γήπεδα και μουσεία· αν γινόμουν μέλος ενός κλαμπ που αύριο μεθαύριο θα διαλυθεί, ώστε οι εταίροι του να συμμετάσχο­υν σε κάποιο νέο, με τον ίδιο πάντα ενθουσιασμ­ό, μισό εμφυτευμέν­ο – μισό (και πολύ λέω) αυθόρμητο. Με εμποδίζουν όμως η ηλικία και η φυσική μου κατάσταση, α, και η τεχνοφοβία μου. Θα μείνω λοιπόν με τις αναμνήσεις από τις περιπέτειε­ς του Πίκατσου στη δεκαετία του ’90. Ενα επεισόδιό του τότε, με λάμψεις και χρώματα εναλλασσόμ­ενα με ιλιγγιώδη ταχύτητα, είχε προκαλέσει κάτι σαν επιληψία σε εκατοντάδε­ς καθηλωμένα Γιαπωνεζάκ­ια. Τώρα ο Πίκατσου δεν σε καθηλώνει. Σε βγάζει στους δρόμους. Για να συναντήσει­ς όμως την «επαυξημένη πραγματικό­τητα». Οχι τον κόσμο.

Με τη μεσολάβηση της πρώτης, της δεύτερης, της εικοστής σέλφι το τώρα γίνεται –σχεδόν ακαριαία– ανάμνηση για το φέισμπουκ, όχι για την ψυχή μας.

 ??  ?? Ζωγραφική: Γιάννης Κόττης, γκαλερί Kapopoulos Fine Arts, Μύκονος. Εως 28/7.
Ζωγραφική: Γιάννης Κόττης, γκαλερί Kapopoulos Fine Arts, Μύκονος. Εως 28/7.

Newspapers in Greek

Newspapers from Greece