Kathimerini Greek

Δήγματα χρόνου

- Της ΛΙΝΑΣ ΠΑΝΤΑΛΕΩΝ

ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΑΤΣΙΚΟΝΟΥ­ΡΗΣ Η ρωγμή των 7:45 μ.μ. εκδ. Καστανιώτη, σελ. 104

Υπάρχουν στιγμές που απλώς θέλεις να σταματήσει­ς. Να σταθείς στη μέση του δρόμου, «να πέσεις στα γόνατα εκεί απάνω στην άσφαλτο και να ’ναι τα γόνατα από γυαλί να ραγίσουν, όλος να αρχίσεις να ραγίζεις, να κάνεις μια χοντρή, βαθιά χαραγματιά σαν βάζο, από τον πάτο μέχρι την κορφή, κι ύστερα με ένα κρακ να διαλύεσαι, να γίνεσαι γυαλόσκονη». Για τέτοιες φευγαλέες διαφυγές από το στεγανό κύκλωμα της πραγματικό­τητας γράφει ο Β. Κατσικονού­ρης στα έντεκα, ενδοστρεφή πεζά του βιβλίου του, όπου διασκορπίζ­ει τα θραύσματα μιας εντέχνως ραγισμένης αυτοβιογρα­φίας. Ως θεατρικός συγγραφέας διαθέτει την τέχνη να ενσαρκώνει με λέξεις τα οράματα της φαντασιόπλ­ηκτης μνήμης. Η νοσταλγία, από την οποία πάσχουν τα κείμενα, είναι περισσότερ­ο προσμονή παρά αναπόληση. Δεν είναι τόσο επιστροφή στον χαμένο χρόνο, όσο σκηνοθεσία του βιωμένου χρόνου, με την ελπίδα να βιωθεί ξανά και ξανά, ολοένα και καλύτερα, μέχρι να γίνει τελείως φανταστικό­ς. «Εκείνο το μαγικό ξανά».

Ολοι, σκέφτεται ο συγγραφέας, ζούμε σημαδεμένο­ι από ένα «παραλίγο». Σαν η ζωή να μας δόθηκε δαγκωμένη, λειψή. «Κι έτσι, ο καθένας με τη δική του δαγκωματιά μέσα του πορεύεται. Κρατώντας ο καθένας το δικό του μισοφαγωμέ­νο μήλο της Εδέμ». Οταν ο ενήλικος αφηγητής αναθυμάται τα πρώιμα χρόνια του, έχει την αίσθηση της εξορίας από έναν παραδείσιο κήπο. Αισθάνεται πως πρόσωπα και πράγματα τον αποχαιρετο­ύν με ένα «αχ», που γίνεται δικός του στεναγμός, καθώς συνειδητοπ­οιεί την αμετάκλητη απώλειά τους. Ωστόσο, από αυτές τις σβησμένες μορφές, που μοιάζουν σαν να του παραστέκον­ται στο ξόδι του, έτσι όπως μένουν ασάλευτες και θολές ενόσω εκείνος φεύγει μακριά τους, απομένει ένα ίσκιος που τον καταδιώκει. Ενας ίσκιος τον ακολουθεί παντού, «σαν παιδάκι που το πήραν από τον κήπο όπου έπαιζε». Και όμως δεν στρέφει το κεφάλι, όχι από φόβο μήπως η σκιά χαθεί για πάντα στον Αδη σαν την Ευρυδίκη, αλλά για να μην αντικρίσει πίσω του ένα παιδί παραμορφωμ­ένο από το φώτοσοπ. Το «ρετούς» κρεουργεί τη μνήμη.

Τα μαγικά ηλιοβασιλέ­ματα δεν είναι εκείνα που θαμπώνουν το βλέμμα με την ψηφιακή επεξεργασί­α τους, αλλά εκείνα που σκάβουν τρύπες βαθιά στην καρδιά, «στο μέρος όπου κουρνιάζου­ν τα όνειρα σαν γίνονται ανάμνηση, και σαν καυστήρας στέλνουν αίμα ζεστό της νοσταλγίας στο σώμα που ενηλικιώνε­ται». Ενα μαγικό φως, ηλιοβασιλέ­ματος από γυαλί, έλουσε τον καθηγητή Φυσικής στην εναρκτήρια ιστορία, μακράν την ομορφότερη του βιβλίου, εξορίζοντά­ς τον διά παντός από «το αρραγές και απροσπέλασ­το κύκλωμα στο οποίο ήταν γερά εμφυτευμέν­ος και το οποίο συνιστούσε τη ζωή του». Μέσα σε εκείνο το φως, που διαχεόταν στη σχολική αίθουσα από ένα βιτρό ψηλά στον τοίχο, αντίκρισε την απόλυτη ομορφιά, μια υπέρτατη ευτυχία, που τον βύθισε σε άφατη δυστυχία. Ενιωθε σαν να είχε ανακαλύψει «μια φωτεινή τρύπα στο σύμπαν», διαπιστώνο­ντας πως ό,τι απέκλειε η περίμετρός της ήταν η κόλαση. Υπέφερε κάθε στιγμή που περνούσε αλειτούργη­τος από τη μυσταγωγία τής φωτοχυσίας από το βιτρό. Οτιδήποτε άλλο σε αυτή τη ζωή τού φαινόταν πλέον αβάσταχτο. Ζούσε μόνο για «εκείνα τα λίγα, με το ρολόι μετρημένα κι από την άλλη άχρονα και μη μετρήσιμα λεπτά αιωνιότητα­ς». Και ήταν σαν να μη ζούσε πια.

Αν ο εν λόγω ήρωας διέφυγε το σκοτάδι που τον συνείχε, χάρη στο φανταστικό φως που διαθλούσε η «ρωγμή των 7:45 μ.μ.», ο συγγραφέας δραπετεύει σε ένα ηλιόβολο παρελθόν, καταυγασμέ­νο από ιστορίες του μυαλού του, σαν αστραπές εκεί στη μέση της νύχτας, στο κατώφλι του ύπνου και του ονείρου, σαν ένα σπίρτο που ανάβει ξαφνικά στο σκοτάδι και σβήνει ακαριαία, αφήνοντας «τη γεύση της στάχτης ανάμεσα στα δόντια». Οπως συνήθως ισχύει για τις αναμνήσεις, το βιβλίο του Κατσικονού­ρη γοητεύει κυρίως όταν φαντάζεται παρά όταν θυμάται. Γι’ αυτές τις λαθροχειρί­ες, τις αλχημείες της φαντασίας αξίζει να διαβαστεί.

 ??  ??

Newspapers in Greek

Newspapers from Greece