Ο «πατέρας» των σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων
Ο βαρώνος Πιερ ντε Κουμπερτέν έδωσε πνοή στο όραμά του
Γόνος αριστοκρατικής και εύπορης οικογένειας, με κλασική παιδεία και έμφυτη αγάπη στον αθλητισμό, ο βαρώνος Πιέρ ντε Κουμπερτέν οραματίστηκε από μικρός την αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων και είχε τη δύναμη, τη φλόγα και το πάθος να κάνει αυτό το όνειρο πραγματικότητα. Με δικές του ενέργειες και πρωτοβουλίες, αφυπνίστηκε η παγκόσμια κοινή γνώμη, ξεπεράστηκαν τα στεγανά και οι αγκυλώσεις της εποχής, γεφυρώθηκαν οι αποστάσεις και στις 25 Μαρτίου του 1896, ανήμερα την εθνική γιορτή των Ελλήνων για την απελευθέρωσή τους από τους Τούρκους, οι 1οι σύγχρονοι Ολυμπιακοί αγώνες έγιναν πραγματικότητα στο Παναθηναϊκό Στάδιο, περίπου 1.500 χρόνια μετά την τελευταία φορά που άναψε η ολυμπιακή φλόγα στον βωμό της Αρχαίας Ολυμπίας. Σε σύγκριση με τα κολοσσιαία μεγέθη της τωρινής εποχής, οι πρώτοι Αγώνες φάνταζαν και ήταν πράγματι ερασιτεχνικοί ως προς την οργά- νωση, τον αριθμό και τις επιδόσεις των αθλητών, αλλά αποτέλεσαν τη σπίθα για να ανάψει ξανά μια φλόγα που είχε μείνει σβηστή επί αιώνες.
Αν και αμφιλεγόμενη προσωπικότητα, με θερμούς υποστηρικτές αλλά και πολλούς αμφισβητίες, ο Γάλλος αριστοκράτης δικαίως θεωρείται έως σήμερα ο «πατέρας» των σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων. Κατάφερε να πετύχει κάτι που έμοιαζε ακατόρθωτο. Με την Ευρώπη να ζει μέσα σε ένα σχεδόν μόνιμο πολεμικό κλίμα, λίγα χρόνια πριν από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και με πολλές κοινωνικές ζυμώσεις να συνοδεύουν την πρόοδο που έφερε η έκρηξη των Επιστημών, δεν ήταν καθόλου εύκολο να γεφυρωθούν οι εθνικές διαφορές και η κοινωνική ανισό- τητα ώστε να αναβιώσει η ρομαντική ιδέα των Ολυμπιακών Αγώνων. Κι αν δεν ήταν ο Πιέρ ντε Κουμπερτέν να σκαλίσει τις στάχτες για να ανάψει ξανά η φλόγα, ίσως το μεγαλύτερο αθλητικό γεγονός της σύγχρονης εποχής να μην είχε την παγκόσμια απήχηση που απολαμβάνει τώρα.
Παρότι η (με γερμανικές ρίζες) βασιλική οικογένεια της Ελλάδας δαπάνησε πολλά χρήματα για να χρησιμοποιήσει την αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων με στόχο να ισχυροποιήσει τη θέση της στα μάτια των Ελλήνων και να τονώσει, σε δύσκολους καιρούς, το εθνικό φρόνημα, η πρώτη διοργάνωση είχε περισσότερο τοπικό παρά διεθνή χαρακτήρα. Ο κόσμος κατέκλυζε με ενθουσιασμό καθημερινά το Παναθηναϊκό Στάδιο, οι αριθμοί, όμως, ήταν απόλυτα συμβατοί με μια διοργάνωση που ήταν στα σπάργανα και δεν είχε αποκτήσει σε καμία περίπτωση την τωρινή δυναμική της: μετείχαν μόλις 13 κράτη και από τους 311 αθλητές, οι 230 ήταν Ελληνες. Δεν υπήρξε συμμετοχή από την Αφρική, η Ωκεανία εκπροσωπήθηκε με μόνο έναν αθλητή από την Αυστραλία και η Ν. Αμερική με έναν από τη Χιλή. Οι ΗΠΑ έστειλαν 14 αθλητές και οι υπόλοιποι ήταν από την Ευρώπη, με τη Γερμανία και τη Γαλλία να έχουν από 19, τη Βρετανία και την Ουγγαρία από 8, τη Δανία και την Αυστρία από 4, τη Βουλγαρία, τη Σουηδία και την Ελβετία από έναν.
Η εικόνα αυτή απέχει πάρα πολύ από τα τωρινά δεδομένα, αλλά σημασία είχε ότι έγινε η αρχή. Αυτή ήταν η τεράστια επιτυχία του Πιέρ ντε Κουμπερτέν. Κατάφερε να βάλει το νερό στ’ αυλάκι και να το αφήσει χρόνο με τον χρόνο να αποκτά μεγαλύτερη ορμή. Δεν ήταν καθόλου εύκολο το έργο του και φάνηκε αυτό από τις μεγάλες δυσκολίες που αντιμετώπισε στη συνέχεια. Παρότι ήταν πρόεδρος της ΔΟΕ από το 1896 μέχρι το 1925, αυτά τα σχεδόν 30 χρόνια ουδέποτε υπήρξε το πιο ισχυρό πιόνι στη σκακιέρα ώστε να έχει τον πλήρη έλεγχο των εξελίξεων. Οι επόμενες γενιές, όμως, αναγνώρισαν τη μεγάλη συμβολή του και τον μνημονεύουν ως «πατέρα» των σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων.
Η πρώτη διοργάνωση, το 1896 στην Αθήνα, είχε περισσότερο τοπικό παρά διεθνή χαρακτήρα.