Περιμένουν με αγωνία όσους έχασαν στο Αιγαίο
Το δράμα των συγγενών αγνοούμενων προσφύγων και το έργο των Αρχών
Η λαστιχένια βάρκα δεν είχε προλάβει να απομακρυνθεί από τα τουρκικά παράλια τη νύχτα της 29ης Νοεμβρίου, όταν τα κύματα την αναποδογύρισαν ρίχνοντας στη θάλασσα τους επιβάτες. «Κρατήθηκα από τη μια πλευρά φωνάζοντας για βοήθεια», είπε αργότερα ένας από τους διασωθέντες, Σύρος πρόσφυγας 30 ετών. Ταξίδευε μαζί με τη γυναίκα του και τα επτά παιδιά τους με προορισμό κάποιο ελληνικό νησί. «Προσπάθησα να τους σώσω, αλλά δεν φορούσα σωσίβιο, ούτε είχα σαμπρέλα. Βούτηξα στο νερό τουλάχιστον δέκα φορές ψάχνοντας δεξιά και αριστερά. Παρέμεινα εκεί για δύο ώρες ώσπου παραδόθηκα στο θέλημα του Θεού. Αργότερα ένα ψαροκάικο μας μάζεψε. Από τους 23 επιβάτες, μόλις έξι σωθήκαμε». Εντεκα ημέρες αργότερα, οι σοροί των παιδιών του βγήκαν στην επιφάνεια.
«Πρώτη ήταν η Σάιντα και δύο
Σε έρευνα δύο βρετανικών πανεπιστημίων για τους «Αγνοουμένους της Μεσογείου» και εστιάζοντας στη Λέσβο, έχουν καταγραφεί σημαντικές πρωτοβουλίες αλλά και διαχρονικά κενά στο θέμα της ταυτοποίησης.
ημέρες μετά η Σαχραζάτ, η Καμάρ και ο Μοχάμεντ. Είπα αυτά είναι τα παιδιά μου. Κάθε ημέρα μαζί με έναν διερμηνέα πήγαινα στην αστυνομία και στο νεκροτομείο για αναγνώριση. Επειτα από 40 ημέρες βρήκα και τον δεύτερο γιο μου, Ομάρ», είπε. Τον αναγνώρισε από τα ρούχα και τις μπότες που του είχε αγοράσει στη Σμύρνη πριν από το ταξίδι τους. Σήμερα, εννέα μήνες μετά, η γυναίκα του και άλλες δύο κόρες του δεν έχουν βρεθεί.
Η μαρτυρία του Σύρου περιλαμβάνεται στην έρευνα «Αγνοούμενοι της Μεσογείου» που ολοκλήρωσαν πρόσφατα τα βρετανικά πανεπιστήμια City και York σε συνεργασία με τον Διεθνή Οργανισμό Μετανάστευσης και παρουσιάζει σήμερα η «Κ». Επί έναν χρόνο οι ερευνητές με χρηματοδότηση του Βρετανικού Συμβουλίου Οικονομικών και Κοινωνικών Ερευνών επιχείρησαν να καταγράψουν τις πολιτικές διαχείρισης των αγνοούμενων προσφύγων και μεταναστών σε Ελλάδα και Ιταλία και τις επιπτώσεις στις οικογένειές τους.
Πραγματοποίησαν περισσότερες από 80 συνεντεύξεις με συγγενείς αγνοούμενων σε Συρία, Ιράκ, Παλαιστίνη, Τυνησία και Αίγυπτο. Μίλησαν με ανθρώπους εγκλωβισμέ- νους στην άγνοια, που υποφέρουν από αϋπνίες και αγχώδεις διαταραχές. Συνάντησαν άλλους που ελπίζουν ακόμη ότι οι συγγενείς τους είναι ζωντανοί και ορισμένους που μάταια προσπαθούν να λάβουν μιαν απάντηση. Εστιάζοντας στο νησί της Λέσβου, στην περίπτωση της Ελλάδας κατέγραψαν τις σημαντικές πρωτοβουλίες εθελοντών ή τοπικών αρχών, αλλά και τα διαχρονικά κενά σε εθνικό επίπεδο στο θέμα της ταυτοποίησης των αγνοούμενων προσφύγων και μεταναστών.
«Παρακολουθώ το ζήτημα από το 2012, όταν είχαμε ελάχιστα ναυάγια, και διαπιστώνω ότι εξακολουθούν να υπάρχουν δυσκολίες συντονισμού και ασάφεια στη διαδικασία συλλογής μεταθανάτιων δεδομένων», λέει στην «Κ» ο Ιωσήφ Κόβρας, επίκουρος καθηγητής Συγκριτικής Πολιτικής στο Πανεπιστήμιο City και μέλος της ερευνητικής ομάδας.
Κενά στη διαχείριση
Η Λέσβος δέχθηκε το μεγαλύτερο βάρος των προσφυγικών ροών καθώς από το 2015 μέχρι και το πρώτο εξάμηνο του 2016 σχεδόν μισό εκατομμύριο πρόσφυγες και μετανάστες έφτασαν εκεί. Κάποιοι όμως δεν τα κατάφεραν. Περισσότεροι από 450 άνθρωποι πνίγηκαν ανοιχτά της Λέσβου, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία. Οι τοπικές αρχές κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν μια πρωτόγνωρη κρίση: ποτέ πριν δεν είχε χρειαστεί να διατηρηθούν στο νεκροτομείο του νησιού 70 σοροί ταυτόχρονα.
Οπως διαπίστωσαν οι ερευνητές, οι πρώτες δυσκολίες ξεκινούσαν από την υποστελέχωση του Λιμενικού. Τα μέλη της υπηρεσίας έπρεπε να διασώσουν ανθρώπους, να συλλάβουν διακινητές, να πάρουν καταθέσεις, να καταγράψουν τους νεοαφιχθέντες και να ταυτοποιήσουν νεκρούς. Στο τμήμα ασφαλείας του Λιμενικού, «σε ένα δωμάτιο 15 τ.μ. όπου στεγάζονταν περισσότερα από 10 μέλη προσωπικού, στον ίδιο χώρο που ανακρίνονται εγκληματικές συμμορίες, οικογένειες προσφύγων αναζητούν αγαπημένα τους πρόσωπα», γράφουν οι ερευνητές στην έκθεσή τους. Παράλληλα, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι δεν ακολουθείται συστηματοποιημένη διαδικασία συλλογής μαρτυριών και μεταθανάτιων δεδομένων, αν και υπάρχει σχετικό πρωτόκολλο που δημιουργήθηκε από τη Europol. Σε άλλες περιπτώσεις η έλλειψη διερμηνέων δυσχέραινε την επικοινωνία.
Επειτα από κάθε πολύνεκρο ναυάγιο ο ιατροδικαστής του νησιού στέλνει δείγματα DNA στην Ιατροδικαστική Υπηρεσία τα οποία καταλήγουν στη Διεύθυνση Εγκληματολογικών Ερευνών της αστυνομίας. Παρά τις προσπάθειές του, μέχρι πρόσφατα κενά στη διαδικασία ταφής δυσκόλευαν την ταυτοποίηση.