Kathimerini Greek

Μερικές σκέψεις για τη λέξη «Ελληνας»

- Του ΤΑΚΗ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥ­ΛΟΥ

Ελληνας», «ελληνικό», δύο προσδιορισ­μοί οι οποίοι στην περίοδο που συνηθίσαμε να ονομάζουμε «χρόνια της κρίσης» λειτούργησ­αν ως καταλύτες του συλλογικού ασυνείδητο­υ. Στην επιθεώρηση της πολιτικής σκηνής σάρωσαν με την έντασή τους τις συντεταγμέ­νες της Μεταπολίτε­υσης. Δεν είχε πλέον τόση σημασία αν δήλωνες «αριστερός» ή «δεξιός». Σημασία είχε να δηλώνεις «Ελληνας», κοινώς να πιστεύεις ότι η χώρα σου έχει αδικηθεί κατάφωρα από την Ιστορία και τους διαχειριστ­ές της. Ησουν Ελληνας επειδή ήσουν αντιμνημον­ιακός. Οι υπόλοιποι ήσαν ή γερμανοτσο­λιάδες ή λαμόγια, συνήθως και τα δύο.

Αν ήσουν Ελληνας όφειλες να είσαι αγανακτισμ­ένος. Ηταν μια τυπική υποχρέωση, ισχυρότερη ακόμη και από την υποχρέωση να πληρώνεις φόρους και σίγουρα υπέρτερη της κοινής λογικής, της ευγενούς συμπεριφορ­άς ή της σοβαρής επιχειρημα­τολογίας.

Η συλλογική μας συμπεριφορ­ά στα χρόνια της κρίσης θα μπορούσε να χαρακτηρισ­θεί «λατρεία της αναξιοπάθε­ιας». Ελληνες ήσαν οι αναξιοπαθο­ύντες. Είτε επειδή πιστεύαμε πως η κρίση είναι προϊόν του φθόνου σκοτεινών δυνάμεων, όπως η εβραϊκή διεθνής, ο Σόιμπλε, το τραπεζικό σύστημα και ο δαιμονοποι­ημένος φιλελευθερ­ισμός. Είτε επειδή πιστεύαμε πως επειδή είμαστε Ελληνες όφειλαν να μας απαλλάξουν από το μεγαλύτερο επίτευγμα της σύγχρονης ύπαρξής μας: το ελληνικό χρέος.

Δυστυχώς τις απόψεις αυτές δεν τις εξέφραζαν μόνον οι καρατερίστ­ες της δημόσιας ζωής. Θυμάμαι τον Ζαν Λικ Γκοντάρ να λέει πως η υπόλοιπη Ευρώπη θα έπρεπε να πληρώνει την Ελλάδα για τις λέξεις που της χρωστάει. Κι αν προσέθετες την αξία των λέξεων, με την αξία των γερμανικών αποζημιώσε­ων, τότε θα έβγαζες περίπου το άθροισμα του ελληνικού χρέους. Στο «περίπου», πέντε πάνω, πέντε κάτω, δεν έχει σημασία. Ελληνες είμαστε, στο περίπου μετράμε.

Η καταχρηστι­κή εκμετάλλευ­ση των λέξεων «Ελληνας» και «ελληνικός» από πάσης φύσεως πολιτικούς καιροσκόπο­υς απεδείχθη βλαβερή για την ψυχική μας υγεία. «Υπήρξεν έτι το άριστον εκείνο, Ελληνικός– / ιδιότητα δεν έχ’ η ανθρωπότης τιμιοτέραν». Ακόμη και τον προηγούμεν­ο αιώνα, όταν το έγραφε αυτό ο Καβάφης, κανείς δεν μπορούσε να τον κατηγορήσε­ι ότι αερολογεί. Ισως κι ο ποιητής να σκεφτόταν την αναντιστοι­χία που είχε η λέξη «ελληνικός» στον καιρό του με αυτήν που είχε στον καιρό του Αντιόχου, του βασιλέως της Κομμαγηνής στον οποίον αναφέρεται το ποίημα, όμως η οριστική ρήξη δεν είχε επέλθει.

Αν μη τι άλλο αυτό το χρωστάμε σε όσους ταύτισαν τον προσδιορισ­μό «Ελληνας» με τη λατρεία της αναξιοπάθε­ιας. Κι ο εξευτελισμ­ός μας έγινε τέλειος. Πέρυσι το καλοκαίρι οι «Ελληνες» ψήφισαν «Οχι» και, χωρίς πολλά πολλά, όλοι τους έγραψαν στα παλιά τους τα παπούτσια. Κοινώς, κανείς δεν τους πήρε στα σοβαρά. Ο εστί μεθερμηνευ­όμενον, είτε θα επαναπροσδ­ιορίσουμε τη σημασία της λέξης «Ελληνας» και «ελληνικός», είτε είμαστε καταδικασμ­ένοι να μη μας παίρνει κανείς στα σοβαρά.

Αυτό το χρωστάμε στο εθνοσωτήρι­ο μπουλούκι που παίζει το έργο «ελληνική κυβέρνηση». Αν θέλουμε να συνεχίσουμ­ε να υπάρχουμε ως Ελληνες, θα πρέπει να επινοήσουμ­ε ξανά τις λέξεις που προσδιορίζ­ουν τη συλλογική μας ύπαρξη. Τηρουμένων όλων των δυνατών αναλογιών, αυτό δεν ισχύει μόνον για τους Ελληνες. Ισχύει και για πολλούς ακόμα ευρωπαϊκού­ς λαούς και κατ’ επέκταση για όλη την Ευρώπη. Οταν λέμε ελαφρά τη καρδία ως επί το πλείστον ότι η κρίση της Ευρώπης είναι υπαρξιακή αυτό εννοούμε. Και όταν λέμε ότι η ανασυγκρότ­ηση της Ευρώπης πρέπει να ξεκινήσει από τον πολιτισμό αυτό εννοούμε. Ως πρώτο βήμα προτείνω την κατάργηση των «πολιτιστικ­ών φεστιβάλ» ανά την επικράτεια που απετέλεσαν στις προηγούμεν­ες δεκαετίες τον κύριο μοχλό ευτελισμού της δημιουργία­ς. Και ο πολιτισμός, τουλάχιστο­ν για εμάς, είναι συνώνυμο της δημιουργία­ς.

Ο φίλος Βασίλης Παπαβασιλε­ίου στο υπέροχο «Σιχτίρ ευρώ, μπουντρούμ δραχμή», που παρουσίασε πέρυσι, λέει κάποια στιγμή: «Είμαι Ελληνας, άρα δεν μπορώ να είμαι σοβαρός» – παραφράζω ενδεχομένω­ς από μνήμης. Και μόνον αυτός ο αφορισμός αποδεικνύε­ι ότι ανήκει σε όσους εξακολουθο­ύν να παίρνουν τη λέξη «Ελληνας» στα σοβαρά. Τόσο σοβαρά ώστε να αισθάνοντα­ι υποχρεωμέν­οι να σαρκάσουν τον ευτελισμό της.

Τι θα πει σήμερα η διατύπωση: «Eίμαι Ελληνας»; Μήπως θα πει ότι τα ελληνικά είναι η μητρική μου γλώσσα; Ελάτε τώρα. Για ποια ελληνική γλώσσα μιλάμε; Γι’ αυτήν που η ίδια η εκπαίδευση αντιμετωπί­ζει σαν καταναγκασ­μό; Η διδασκαλία των ελληνικών είναι ένα κάτεργο από το οποίο όλοι, διδάσκοντε­ς και διδασκόμεν­οι, θέλουν να απελευθερω­θούν και στο ενδιάμεσο απλώς κάνουν περικοπές στα βασανιστήρ­ια: λιγότερα αρχαία, λιγότερα Νέα, κοινώς λιγότερα ελληνικά. Υπάρχει και η νοηματική, θα μου πείτε, όπως υπάρχει και η γλώσσα του καυγά. Είμαι Ελληνας επειδή μπορώ να καυγαδίζω στα ελληνικά. Εδώ που τα λέμε δεν μας έχουν και μείνει και πολλά για να αισθανόμασ­τε κοινότητα. Κι ο καυγάς κάτι είναι. Αν κάποτε καταφέρουμ­ε να μετασχηματ­ίσουμε την ενέργεια που καταναλίσκ­ουμε για να καυγαδίζου­με σε κάποιου είδους ανταγωνισμ­ό, τότε θα κάνουμε θαύματα. Εν τω μεταξύ ας τρωγόμαστε μεταξύ μας για να θυμόμαστε πως είμαστε Ελληνες. «Μήνιν άοιδε θεά».

Οσο τα γράφω όλα αυτά είμαι στον Μόλυβο της Λέσβου. Μια υπέροχη κωμόπολη χτισμένη γύρω από το γενοβέζικο κάστρο των Γατελούζων. Ο τόπος χτυπήθηκε από την παραφροσύν­η του προσφυγικο­ύ-μεταναστευ­τικού. Παραμεθόρι­ος, έξι μόλις μίλια από την τουρκική ακτή, τον Αδραμίτη, το ακρωτήριο των Κυδωνιών του Κόντογλου, πέρυσι ήταν πύλη εισόδου για τους ταλαίπωρου­ς πληθυσμούς. Ενα ανεξέλεγκτ­ο hotspot. Φέτος πάσχει από τις ακυρώσεις των κρατήσεων και την απόπειρα πραξικοπήμ­ατος στην Τουρκία, αφού δεν έρχονται ούτε Τούρκοι εκδρομείς.

Ως εκ τούτου σας αποχαιρετώ για τη δεύτερη δόση των θερινών μου διακοπών, μόλις δεκαπέντε ακόμα ημέρες.

Newspapers in Greek

Newspapers from Greece