Ο ανένδοτος αγώνας και το στράτευμα
Μολονότι οι επίγονοι του βενιζελισμού έπαιξαν κεντρικό ρόλο στον συνασπισμό που επικράτησε της Αριστεράς στον Εμφύλιο, οι σχέσεις τους με το στράτευμα ήταν δυσχερείς εξαιτίας της διαχείρισης του ζητήματος του κινήματος του 1951. Αν και μια κεντρώα κυβέρνηση αμνήστευσε τους κινηματίες, η προκλητική εύνοια που τους έδειξε μετά την πρωθυπουργοποίησή του ο στρατάρχης Παπάγος και οι μαζικές αποστρατείες ανώτατων αξιωματικών οδήγησαν το Κέντρο να καταγγείλει κατ’ επανάληψιν τις ηγεσίες του στρατού ως εξαρτήματα της κρατούσας Κεντροδεξιάς. Ετσι, οι Ενοπλες Δυνάμεις από ενοποιητικό σύμβολο της εθνικοφροσύνης μετατράπηκαν σε πεδίο κομματικής διαπάλης, ειδικά την περίοδο 1952 - 1955.
Το ζήτημα της σχέσης του στρατού με την πολιτική εξουσία ήρθε ξανά στο προσκήνιο με ιδιαίτερα έντονο τρόπο αμέσως μετά τις εκλογές του 1961. Από τη στιγμή που η ηγεσία της Ενώσεως Κέντρου επέλεξε να μην αποδεχθεί το αποτέλεσμα και να το καταγγείλει ως προϊόν βίας και νοθείας, έστρεψε τα βέλη της εναντίον της ανώτατης ηγεσίας του στρατεύματος. Ο Σ. Βενιζέλος ήταν εξαιρετικά σαφής για τις διαθέσεις του κόμματός του όταν, αναλύοντας τα μέλη του «πολυπλόκαμου οργανισμού» που αλλοίωσε το εκλογικό αποτέλεσμα, πρώτο τοποθετούσε το ΓΕΣ και μετά την ΚΥΠ, ή τα Σώματα Ασφαλείας. Ακόμη χειρότερα, ο Βενιζέλος δήλωσε πως το αποτέλεσμα της στρατιωτικής ψήφου (85% υπέρ της ΕΡΕ) θύμιζε εκλογές του Παραπετάσματος, σχόλιο που συνιστούσε βαρεία προσβολή για έναν αντικομμουνιστικό στρατό.
Καθώς ο πολιτικός αγώνας της Ε.Κ. αναπτυσσόταν, οι ηγέτες του Κέντρου έπρεπε να καταφέρουν να ισορροπήσουν τον αντιπολιτευτικό τους λόγο για τον ρόλο του στρατού. Στόχος τους ήταν να καταδειχθεί η ανώτατη ηγεσία (και ειδικά ο αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Στρατού αντιστράτηγος Β. Καρδαμάκης) ως όργανο της κυβέρνησης Καραμανλή, που συμμετείχε σε απόπειρα αλλοίωσης της βουλήσεως του λαού, εκτρέποντας το στράτευμα από τη νόμιμη αποστολή του, κάτι για το οποίο δεν ευθυνόταν η πλειονότητα των αξιωματικών. Η ισορροπία αυτή ήταν δύσκολο να διατηρηθεί, από τη στιγμή που η Ε.Κ. προχώρησε στην έκδοση της «Μαύρης Βίβλου» των εκλογών: σε αυτήν καταγγέλθηκαν για τη δράση τους όχι μόνο ανώτατοι, αλλά και μεσαίοι και κατώτεροι βαθμοφόροι.
Ο Γ. Παπανδρέου, πάντως, σε διακηρύξεις του προς τον Στρατό, αποφεύγοντας, πολύ λογικά, να αναφερθεί στη συμπόρευση με την ΕΔΑ, ή στη στάση που κρατούσε απέναντι στο Στέμμα, προσπαθούσε να ενεργοποιήσει τα εθνικιστικά αντανακλαστικά του μέσου αξιωματικού καταγγέλλοντας τις συμφωνίες Ζυρίχης - Λονδίνου. Ακόμη, τεχνηέντως, απέδιδε όλες τις ευθύνες στο μικρό τμήμα της ανώτατης ηγεσίας που είχε ταυτισθεί με την ΕΡΕ, και φρόντιζε να υπενθυμίσει την πάγια στάση του κεντρώου χώρου για αξιοκρατία στο στράτευμα, αντίθετα με την ευνοιοκρατία που είχε προωθήσει αρχικά ο Παπάγος και εν συνεχεία ο Καραμανλής. Το χάσμα ανάμεσα στο Κέντρο και την ηγεσία του στρατεύματος έγινε απόλυτα σαφές με τον πλέον επίσημο τρόπο, όταν μιλώντας από το βήμα της Βουλής τον Ιανουάριο του 1962 ο Γ. Παπανδρέου χαρακτήρισε τον Α/ΓΕΣ Καρδαμάκη ανάξιο για τη θέση του, αποστροφή που προξένησε ενόχληση σε πολλούς αξιωματικούς.