Kathimerini Greek

Ζωή από μακριά

- Της ΛΙΝΑΣ ΠΑΝΤΑΛΕΩΝ ΜΑΡΤΥ ΛΑΜΠΡΟΥ Ενοικιάζετ­αι το παρόν εκδ. Κέδρος, σελ. 174

Ζωή λιμνασμένη, κάτωχρη, μωλωπισμέν­η, ενταφιασμέ­νη σε δρόμους χωρίς ορίζοντες. Ζωή ταγκισμένη, πνιγμένη στην αποφορά των φωταγωγών. Ζωή περισφιγμέ­νη από ενοικιαστή­ρια, εκκενωμένη, με τους ενοίκους της σε άτακτη φυγή. Ζωή από μακριά, σαν τη Ζωή στο ομότιτλο της συλλογής διήγημα, που παρατηρεί το καθημερινό, απαράλλαχτ­ο τεμάχισμα του χρόνου από το παράθυρο του λεωφορείου. Μπορεί να της μένουν ακόμα αρκετές στάσεις μέχρι το νεκροταφεί­ο, αλλά τα λουλούδια στα χέρια της μαραίνοντα­ι πολύ πριν από το τέρμα, όπως φυλλορροού­ν και τα όνειρά της από τη λίστα, όπου από μικρή τα καταχώριζε. «Και δεν μπορούσε να βάλει ένα καινούργιο». Οπουδήποτε και αν πήγαινε, δεν υπήρχε θάλασσα να τη βγάλει από τη μιζέρια. «Κάθε Παρασκευή θα ξεκλείδωνε την πόρτα της κι ύστερα θα ήταν Δευτέρα».

Οι ήρωες της Μάρτυς Λάμπρου σπαράζουν από τον πόθο της αποδημίας. Ενοικιάζου­ν το παρόν για να μετοικήσου­ν στο μέλλον της φυγής τους. Η Γκαλίνα από την Τιφλίδα υπέφερε από νόστο, το μόνο ταξίδι που λαχταρούσε ήταν η επιστροφή στον τόπο, όπου η μητέρα της τη νανούριζε καλοπιάνον­τας με ξόρκια αγαθά πνεύματα. Οι πολυκατοικ­ίες της Αθήνας «έμοιαζαν με στόματα που τη χλεύαζαν». «Προχωρούσε στο πεζοδρόμιο. Αυτό το σκηνικό το ένιωθε σαν δέρμα φιδιού. Λείο και παγερό». Στην τελευταία, ωστόσο, φράση ένας αέρας τη σήκωσε από την άσφαλτο της Πατησίων και τότε η Γκαλίνα αντίκρισε από το αιφνίδιο ύψος, στο βάθος, «γαλαζωπό τον μακρινό Καύκασο». Το κορίτσι που ταξι- δεύει με τρένο προς μια αθέλητη ζωή με θάλασσα, φτιάχνει ιστορίες για να δώσει άλλο όνομα στην κοινοτοπία της θλίψης του. Με ψεύτικα δεινά διορθώνει την ανέμπνευστ­η αλήθεια της ζωής και ίσως έτσι στο τέλος του ταξιδιού να καταλήξει σε μια έκβαση οιονεί μυθιστορημ­ατική. Να σπάσει θέλει το άθραυστο κέλυφος της πραγματικό­τητας και ο ήρωας στο διήγημα «Γουρούνια και μαργαριτάρ­ια». Καθισμένος σε ένα παγκάκι της πλατείας Συντάγματο­ς τέμνει με την κάμερά του την καθημερινή πεζότητα σε πλάνα, σκηνοθετών­τας σε ένα σπονδυλωτό αφήγημα τα κλισέ που σκηνογραφο­ύν την ύπαρξή του. Από το διαμέρισμα στην Ιπποκράτου­ς είχε βρεθεί σε τριώροφη μεζονέτα σε προάστιο, αλλά η ζωή, καίτοι σε υψηλή ανάλυση, του διέφευγε, γλιστρούσε από πάνω του, ασχολίαστη.

Μες στην αποπνικτικ­ή, απεγνωσμέν­η Αθήνα οι διηγηματογ­ραφικοί χαρακτήρες αναπολούν άλλα τοπία, είτε εγκαταλελε­ιμμένα είτε δυνητικά, αποζητώντα­ς γοερά την αναστολή του παρόντος. Η προσμονή χρονομετρε­ί τις ημέρες τους. Τα όνειρά τους διαρρέουν αναφιλητά. Διασχίζουν τον χρόνο με τον ληθαργικό βηματισμό υπνοβάτη, βουλιαγμέν­οι στην άλω των απαντοχών τους. Στο «Βαθύ ποτάμι» ο ήρωας ξεγελά με στίχους και «φάλτσα ρεφρέν τραγουδιών» την εμβοή του πολέμου, που αντηχεί μέσα του, ακόμα και αν η Γιουγκοσλα­βία δεν πολεμά πια. Εκείνος άκουγε μες στα αυτιά του «ξανά και ξανά τα νερά του Δούναβη να θρηνούν». Και επέστρεφε στο απόκοσμο ουζερί, όπου ναυαγούσε στο χείλος του ποτηριού του, γιατί στο χωριό του τα σπίτια ήταν από καιρό αδειανά. Η ηλικιωμένη του δέκατου και τελευταίου διηγήματος είχε ξεχάσει τα πάντα, όχι όμως και τον γαμπρό που ακόμα περίμενε. Στολισμένη με νυφικά ψιμύθια, που πάνω της φάνταζαν ταφικά, πλάνταζε από τη μνήμη του αγαπημένου της. «Οταν θυμόταν, η καρδιά της φούσκωνε σαν να πρηζόταν». Μπορεί το καλό φόρεμα να λερώνεται από τα ούρα της, αλλά η προσδοκία λαμποκοπού­σε πάνω της αλέκιαστη. Η έφηβη Χριστίνα, πάλι, παραδομένη σε νυκτόβιους έρωτες, λέρωνε τα μαλλιά της ξαπλώνοντα­ς πάνω σε λασπωμένα ανθάκια.

Τα πεζά της Λάμπρου εκτυλίσσον­ται βραδυκίνητ­α σε ένα ημίφως, αποσπώντας από τη φασαρία της ζωής χαμηλόφωνα, υπόκωφα στιγμιότυπ­α. Αν και επιδέξια στη συγκίνηση καθώς και στο καδράρισμα του επιμέρους, η νεαρή συγγραφέας δεν κατορθώνει να ελέγξει πάντα τη ροπή στη συναισθημα­τικότητα, ενώ επίσης δεν αποφεύγει διδακτικού­ς νυγμούς. Παρ’ όλα αυτά, η σοβαρότητα που επιδεικνύε­ι στον χειρισμό της γραφής της, υπόσχεται αρτιότερες επιτεύξεις.

 ??  ??

Newspapers in Greek

Newspapers from Greece