Ο Τραμπ, ο Κρούγκμαν και το Αγιο Δισκοπότηρο των New York Times
Τα αμείλικτα οικονομικά του κλάδου των ΜΜΕ έχουν υποχρεώσει και τους New York Times σε περικοπές. Ωστόσο, όπως σημειώνει ο κ. Τσάλτας, «δεν έχουμε αγγίξει σχεδόν καθόλου το δημοσιογραφικό προσωπικό. Οι δημοσιογράφοι είναι το Αγιο Δισκοπότηρο για τους New York Times, και κάνουμε συνειδητή προσπάθεια να κάνουμε εξοικονομήσεις από αλλού, ώστε π.χ. να μην χρειαστεί να κλείσουμε γραφεία ανταποκριτών σε ξένες χώρες. Η διεθνής μας επέκταση δεν μπορεί να επιτευχθεί χωρίς τα 36 γραφεία ανταποκριτών μας ανά τον κόσμο».
Οι προκλήσεις όμως είναι μεγάλες και στο εσωτερικό των ΗΠΑ. Ως κατ’ εξοχήν φωνή του κατεστημένου, η εφημερίδα έχει δεχθεί συχνά τα πυρά του Ντόναλντ Τραμπ για την κάλυψη της εκστρατείας του. Παράλληλα, οι Times δέχονται κριτική εξ αριστερών –ακόμα και από αρθρογράφους τους, όπως ο Πολ Κρούγκμαν– γιατί, ακολουθώντας τις δεοντολογικές επιταγές της ισορροπημένης κάλυψης, δεν έχουν αναδείξει με την πρέπουσα δριμύτητα τα ψεύδη και τις παλινωδίες του Τραμπ.
Τη μέρα πριν από το μεσημεριανό μας, σε ένα ακόμα εμπρηστικό tweet, o Ρεπουμπλικανός υποψήφιος απείλησε ξανά τους Times με μηνύσεις (το συγκεκριμένο τιτίβισμα συγκέντρωσε πάνω από 26.000 likes μέσα σε δύο 24ωρα). Θα αποτελούσε μία ενδεχόμενη προεδρία Τραμπ απειλή για την ελευθερία του Τύπου στις Ηνωμένες Πολιτείες;
«Δεν νομίζω να υπάρξουν σοβαρές συνέπειες, γιατί οι θεσμοί στις ΗΠΑ είναι πολύ πιο ισχυροί από οποιονδήποτε τύχει να εκλεγεί πρόεδρος», απαντά. Ωστόσο, «ακόμα κι αν χάσει, θα είναι νικητής. Είναι η πρώτη φορά που φτάνει τόσο ψηλά στην αμερικανική πολιτική σκηνή ένας λαϊκιστής, και αυτό δείχνει ότι κάτι πηγαίνει στραβά στην κοινωνία το οποίο διέφυγε της προσοχής των κομμάτων του κατεστημένου».
Διεθνής Ελληνας
Προς το τέλος της κουβέντας, κι ενώ έχει ξεκινήσει το ψιλόβροχο στο κέντρο, επιστρέφουμε στο παρελθόν – στην πορεία που οδήγησε έναν μετανάστη δεύτερης γενιάς από την Αυστραλία, χωρίς προνόμια και προσβάσεις στην εξουσία, στα υψηλότερα κλιμάκια της πιο ση- μαντικής διεθνούς εφημερίδας.
«Οι γονείς μου έφυγαν από την Πάτρα για το Σίδνεϊ το 1959. Ηταν μετά τον Εμφύλιο, η χώρα βρισκόταν σε πολύ δύσκολη κατάσταση. Εντάχθηκαν λοιπόν στο πρόγραμμα White Australia, που ενθάρρυνε μετανάστες κυρίως από τη Νότια Ευρώπη να πάνε εκεί και να εργαστούν».
Ο νεαρός Αχιλλέας σπούδασε Οικονομικά και έλαβε μεταπτυχιακό στην Κοινωνιολογία. Η ανάμειξή του με τα μέσα ενημέρωσης ξεκίνησε «μάλλον τυχαία»: «Οταν ήμουν φοιτητής, δούλευα, για να βγάζω χαρτζιλίκι» –λέει τη λέξη στα ελληνικά– «στο τμήμα επίπλων ενός πολυκαταστήματος. Ηλθε λοιπόν μία μέρα εκεί ένα από τα στελέχη της εφημερίδας The Australian του Ρούπερτ Μέρντοχ. Του πούλησα ένα σαλόνι και με ρώτησε με τι ασχολούμαι πραγματικά, πέρα από το να πουλάω έπιπλα. Η απάντησή μου είχε ένα στοιχείο θράσους – του είπα ότι εξαρτάται από το τι έχει να μου προσφέρει». Λίγες μέρες αργότερα, πήγε στην εφημερίδα να τον δει, σε ένα ραντεβού που, χωρίς να το ξέρει, εξελίχθηκε σε συνέντευξη εργασίας. Τρεις μήνες πιο μετά, ξεκίνησε να δουλεύει στο εμπορικό τμήμα.
«Αυτό όμως είναι ένα μέρος της ιστορίας», προσθέτει. «Προφανώς, είχα μέσα μου μία έλξη για τον χώρο των μέσων ενημέρωσης. Οταν ήμουν 11 ετών, αντί να παίζω ποδόσφαιρο στον δρόμο, είχα κλειστεί στο δωμάτιό μου και είχα φτιάξει μία εφημερίδα, με πρωτοσέλιδο τη δολοφονία του Αλντο Μόρο, σε ένα μόνο αντίτυπο! Είχα ξεκινήσει από τότε το εξατομικευμένο μάρκετινγκ», λέει γελώντας.
Πόσο σημαντικό ρόλο έπαιξαν η Ελλάδα και οι παραδόσεις της στην ανατροφή του; «Πολύ σημαντικό. Ηταν ένα πολύ ελληνικό σπίτι και φυσικά, παρότι οι γονείς μου δεν ήταν θρησκευόμενοι, γιορτάζαμε το Πάσχα, πηγαίναμε στην εκκλησία και όλα αυτά», λέει. Κρίσιμη για την εξοικείωσή του με τη χώρα καταγωγής του, όμως, ήταν η επιστροφή της οικογένειάς του το 1972, με αποτέλεσμα να ολοκληρώσει το δημοτικό στην Ελλάδα.
«Υπήρχε ένας βασικός κανόνας στην οικογένειά μας», θυμάται. «Οταν μιλάμε ελληνικά, δεν χρησιμοποιούμε καθόλου αγγλικές λέξεις, και το ίδιο με τα αγγλικά. Αυτή η “πολιτική” ήταν ζωτικής σημασίας ώστε να διατηρήσω τη σχέση μου με τη γλώσσα».
Οι ελληνικές του ρίζες παραμένουν πολύ σημαντικές γι’ αυτόν. Οπως λέει, «όταν συναντήθηκα με τον Γιώργο Καμίνη και τον έπεισα να συμμετάσχει στη διοργάνωση του Athens Democracy Forum, του είπα ότι τον προσεγγίζω φορώντας δύο καπέλα. Το πρώτο είναι αυτό του στελέχους των New York Times. Το άλλο είναι το καπέλο του Ελληνα της Διασποράς, με όλες τις αξίες που μου εμφύσησαν οι γονείς. Με όλον τον σεβασμό προς τους New York Times, αυτές οι αξίες έχουν πιο ισχυρό καθοδηγητικό ρόλο στη ζωή από τις ανάγκες του brand της εφημερίδας».