Αρνητική επιρροή του βεβαρημένου παρελθόντος
Η παραπάνω επίσκεψη και το θερμό κλίμα που επικράτησε ήρθαν να επισφραγίσουν τις προσπάθειες εξομάλυνσης των διμερών σχέσεων, που είχαν ξεκινήσει στις αρχές της δεκαετίας του 1950 και κορυφώθηκαν το 1964 με την αποκατάσταση των διπλωματικών σχέσεων και την ανταλλαγή πρεσβευτών.
Η πορεία, ωστόσο, προς αυτή την εξομάλυνση δεν υπήρξε ομαλή· προηγήθηκε μια περίοδος συνεχών προστριβών, συνοριακών επεισοδίων και διπλωματικών συγκρούσεων στο πλαίσιο του ΟΗΕ. Τοποθετημένες σε διαφορετικά στρατόπεδα στο σημαδεμένο με δραματικές αλλαγές μεταπολεμικό σκηνικό, οι δύο χώρες ακροβατούσαν επικίνδυνα στο ψυχροπολεμικό παιχνίδι εξουσίας.
Η μεν Βουλγαρία, ως θεματοφύλακας στο νότιο πλευρό του Συμφώνου της Βαρσοβίας, βρισκόταν σε άμεση επαφή με τους πιθανούς νατοϊκούς αντιπάλους, την Ελλάδα και την Τουρκία, οι δε στρατιωτικές δεσμεύσεις της Αθήνας έναντι της Βρετανίας και των ΗΠΑ, διανθισμένες με την κλιμάκωση της βουλγαροφο- βίας, λόγω της πρόσφατης βουλγαρικής κατοχής της Ανατολικής Μακεδονίας και της Δυτικής Θράκης, και τις ανεκπλήρωτες οικονομικές απαιτήσεις της Αθήνας, κατέστησαν τον Βορρά σε συνώνυμο του βουλγαρικού κινδύνου.
Στις 23 Απριλίου 1941 ο Ελληνας πρέσβης στη Σόφια, Παναγιώτης Πιπινέλης, επέδωσε στο βουλγαρικό υπουργείο Εξωτερικών την επιστολή No. 1086, με την οποία αναγγέλθηκε η διακοπή από την ελληνική πλευρά των διπλωματικών σχέσεων.
Η εξέλιξη του πολέμου και τα έντονα ανθελληνικά μέτρα των βουλγαρικών δυνάμεων κατοχής θα εδραιώσουν την αντιβουλγαρική διάθεση του ελληνικού λαού και θα καταστήσουν τη Βουλγαρία σε συνώνυμο του επιτιθέμενου και σκληρού εισβολέα, ο οποίος τρεις φορές σε μία γενιά (1913, 1916, 1941) προσπάθησε να καταλάβει τα ιστορικά ελληνικά εδάφη της Μακεδονίας και της Δυτικής Θράκης και να τα εκβουλγαρίσει. Ετσι, όταν στις 10 Φεβρουαρίου 1947 η υπογραφή της συνθήκης ειρήνης με τη Βουλγαρία δημιούργησε τυπικά τη νομική βάση για εξομάλυνση των σχέσεων μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας, τα γεγονότα στην πράξη έλαβαν άλλη τροπή.
Η Ελλάδα παρέμεινε εξαιρετικά δυσαρεστημένη από την απόρριψη του αιτήματος για διαρρύθμιση των ελληνοβουλγαρικών συνόρων και από την απόδοση σ’ αυτήν αποζημίωσης ύψους μόλις 45 εκατομμυρίων δολαρίων, την οποία θεώρησε άκρως ανεπαρκή.
Τοποθετημένες σε διαφορετικά στρατόπεδα στο μεταπολεμικό σκηνικό, οι δύο χώρες ακροβατούσαν επικίνδυνα στο ψυχροπολεμικό παιχνίδι εξουσίας.