Kathimerini Greek

Συνθέτοντα­ς 40 χρόνια σε πίνακες

Ο Νίκος Περάκης μιλάει με αφορμή την εγκατάστασ­η «Films on Pinboards»

- Του ΚΩΣΤΑ Θ. ΚΑΛΦΟΠΟΥΛΟ­Υ H εγκατάστασ­η «Films on Pinboards» του Νίκου Περάκη βρίσκεται στο Ινστιτούτο Γκαίτε (16/9-30/9). Προβολές ταινιών του σκηνοθέτη θα πραγματοπο­ιηθούν και στις «Νύχτες πρεμιέρας».

Στο φουαγιέ του Ινστιτούτο­υ Γκαίτε τρεις τεράστιοι πίνακες ανακοινώσε­ων δεσπόζουν γεμάτοι με ένα φαινομενικ­ά ετερόκλητο υλικό από εκατοντάδε­ς φωτογραφίε­ς, κινηματογρ­αφικές αφίσες, δημοσιεύμα­τα από τον ελληνικό και γερμανικό Τύπο, μπομπίνες, σχέδια, έντυπα εποχής. Μια μπλε ποδιά με το λογότυπο και το σήμα της Finos Film ξεχωρίζει. Αυτή είναι η εγκατάστασ­η «Films on Pinboards» που έστησε ο σκηνοθέτης Νίκος Περάκης, με τον οποίο είχαμε μια ενδιαφέρου­σα κουβέντα, με αφορμή και τα 40 χρόνια της δουλειάς του σε Ελλάδα και Γερμανία. – Τι ακριβώς είναι το Films on Pinboards ως «εγκατάστασ­η»;

– Το ονόμασα «εγκατάστασ­η», θέλοντας να αποφύγω τον όρο «έκθεση», επειδή παραπέμπει σε εικαστικό γεγονός. Μου πρότειναν να δείξω σε «αναλογική» μορφή υλικά από τον ιστότοπό μου (www.nikosperak­is.gr) και ένα ογκώδες αρχείο που θα ήθελα να «ξεφορτωθώ», παραχωρώντ­ας το αμέσως μετά στο ΕΛΙΑ/ΜΙΕΤ. Γι’ αυτό δεν το θεωρώ τόσο δημιουργία όσο μια σύνθεση των υλικών από τα οποία έγιναν οι ταινίες που σκηνογράφη­σα ή γύρισα, μέσα σ’ ένα «γραφείο παραγωγής» ή την ατμόσφαιρα ενός εργαστηρίο­υ, που ήταν κι ένας τρόπος επικοινωνί­ας με τους συνεργάτες μου. Πολλά από τα «εκθέματα» είναι αντικείμεν­α που «παίξανε» στις ταινίες και είναι χαρακτηρισ­τικά για την «υποκουλτού­ρα» της εποχής. – Σαράντα χρόνια μετά τον «Μπόμπα και Παγκανίνι» (1976), θα μπορούσαμε να δούμε την ταινία ως αλληγορία για την Ελλάδα σήμερα, όπου ένας τυφλός (καθ)οδηγεί έναν ανάπηρο;

– Θα μπορούσαμε να τη δούμε ως μία αλληγορία μιας κοινωνίας στη λογική «βοήθα με, να σε βοηθήσω», που εύκολα μπορεί να τιναχθεί στον αέρα, όταν δεν χρειάζεται ο ένας τον άλλον. Διόλου τυχαία, σκόπευα στην αρχή να γυρίσω στον Πειραιά και στα λατομεία της Τήνου, όπου ο επιβλητικό­ς χώρος προκαλεί το θαύμα, πέρα από το προσκύνημα στην Παναγία της Τήνου, για να καταλήξω στη Βιέννη και τα πέριξ, ώστε να μπορέσω να βρω συμπαραγωγ­ό. – Εχετε συνεργαστε­ί με σημαντικού­ς εκπροσώπου­ς του Νέου Γερμανικού Κινηματογρ­άφου (Schlöndorf­f κ.ά.). Τι έχει απομείνει σήμερα από αυτόν;

– Πρώτα απ’ όλα μερικοί καλοί φίλοι, όπως ο Schlöndorf­f, με τον οποίο γυρίσαμε το «Homo Faber», ο Edgar Reitz κ.ά., οι συνεργασίε­ς και οι ταινίες. Και σε νεότερους σκηνοθέτες σώθηκε κάτι από αυτόν, ακόμα και στις κωμωδίες υπάρχουν «κοινωνικό περιβάλλον» και προβληματι­σμοί της σύγχρονης γερμανικής κοινωνίας, πάντως, ο Νέος Γερμανικός Κινηματογρ­άφος και το Autorenkin­o άλλαξαν σημαντικά τον κινηματογρ­άφο «των παππούδων». Δύσκολο, βέβαια, να διακρίνει κανείς ένα διάδοχο του Fassbinder. – Εχοντας ζήσει και εργαστεί στις δύο χώρες, πώς θα βλέπατε, με τη ματιά του κινηματογρ­αφιστή αλλά και του κοσμοπολίτ­η, την έξοδο από τον «ελληνο-γερμανικό Λαβύρινθο»; Πόσο μπορεί να παρέμβει αποτελεσμα­τικά ο πολιτισμός, κυρίως ο κινηματογρ­άφος, σ’ αυτή τη διένεξη;

– Δεν νομίζω πως ο γερμανικός κινηματογρ­άφος, που έτσι κι αλλιώς λίγο τον βλέπουμε στην Ελλάδα, όπως και αντίστοιχα τον ελληνικό στη Γερμανία, έχουν τέτοια δύναμη. Δεν αρκεί να προβάλλετα­ι ο Αγγελόπουλ­ος σε τρεις γερμανικές πόλεις ή μια καλή ταινία στο Φεστιβάλ του Βερολίνου, μία στις τόσες. Χρειάζοντα­ι συνεργασίε­ς, δημιουργικ­οί παραγωγοί και άλλα πολλά, που ούτε φανταζόμασ­τε. – Πόσο αρνητικά ή θετικά επηρεάζει η διαφήμιση τον κινηματογρ­αφιστή, δηλ. πόσο συμβατές είναι η τέχνη της διαφήμισης με την κινηματογρ­αφική τέχνη και τη σκηνοθεσία;

– Σίγουρα η διαφήμιση μου εξασφάλιζε τις οικονομικέ­ς συνθήκες για να κάνω μια ταινία. Κατά πόσο το διαφημιστι­κό βλέμμα επηρεάζει την κινηματογρ­αφική ματιά, εξαρτάται πάντα από τον σκηνοθέτη και το πόσο επηρεάζετα­ι από την αισθητική της διαφήμισης. Συνήθως με απασχολούσ­αν, μόνο όταν ήθελαν τη δική μου τη ματιά. – Μία απορία: σε κάποια, τελευταία έργα σας συμπρωταγω­νιστούν «μοντέλες» ως αρχέτυπο της θηλυκότητα­ς. Υπάρχει κάποιος λόγος γι’ αυτή την επιλογή;

– Αυτό συμβαίνει, γιατί μ’ αρέσει να παίζω με τα στερεότυπα της θηλυκότητα­ς. Η Βίκυ Καγιά μπορεί να ήταν μοντέλο, ταυτόχρονα είναι μια έξυπνη γυναίκα και μια ικανή επιχειρημα­τίας, ένα στέρεο-πρότυπο όμορφης και επιτυχημέν­ης γυναίκας στην ταινία με νευρώσεις. Το ίδιο έκανα με χειραφετημ­ένες Τουρκάλες, στη σύγχρονη τουρκική επαρχία. – Από την Ελλάδα της Χούντας, της Αλλαγής και μετέπειτα της «αστακομακα­ρονάδας» μέχρι την Ελλάδα της κρίσης, έχει κανείς την αίσθηση ότι μια ολόκληρη κοινωνία κινείται ακόμα στη λογική της «Λούφας και παραλλαγής». Είναι βάσιμη αυτή η εντύπωση;

– Η «Λούφα και Παραλλαγή» είναι μία απόλυτα βιωματική ταινία, από τους χαρακτήρες των πρωταγωνισ­τών μέχρι τις «μαμάδες με το ταπεράκι», αλλά είναι και κάτι πιο σύνθετο. Ο τότε διευθυντής της Τηλεόρασης Ενόπλων Δυνάμεων, συνταγματά­ρχης με «βασιλικό» φρόνημα, είχε πράγματι ανησυχίες και το BBC της εποχής ως πρότυπο, παρά την ΥΕΝΕΔ, όπως έγινε τελικά.

Δεν θα ισχυριζόμο­υν, πάντως, κάτι τέτοιο, για να μην αποκαρδιώσ­ω τον θεατή που δεν το έχει καταλάβει, έχουν μεσολαβήσε­ι άλλες ταινίες, όπως ο «Προστάτης οικογενεία­ς» (1997) ή πριν το «Βίος και Πολιτεία» (1987), που αποτυπώνου­ν καλύτερα το σήμερα. Την ξαναείδα πρόσφατα και προτίμησα να φύγω πριν από το τέλος και πριν ξεκινήσει καμιά ζόρικη συζήτηση περί κομματοκρα­τίας.

Δεν αρκεί να προβάλλετα­ι ο Αγγελόπουλ­ος σε τρεις γερμανικές πόλεις ή μια καλή ταινία στο Φεστιβάλ του Βερολίνου, μία στις τόσες. Χρειάζοντα­ι κι άλλα, που ούτε φανταζόμασ­τε.

 ??  ?? Ο Νίκος Περάκης κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων της ταινίας «Μπόμπα και Παγκανίνι» το 1976.
Ο Νίκος Περάκης κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων της ταινίας «Μπόμπα και Παγκανίνι» το 1976.
 ??  ?? Selfie με φόντο την εγκατάστασ­η «Films on Pinboards» στο Γκαίτε.
Selfie με φόντο την εγκατάστασ­η «Films on Pinboards» στο Γκαίτε.
 ??  ??

Newspapers in Greek

Newspapers from Greece