Σκόρπια κεφάλαια στη γενεαλογία του κακού...
«Επιμένω να ψάχνω πού εδρεύει το κακό, και είμαι σίγουρος ότι δεν κατοικεί στο εσωτερικό κάθε ανθρώπου». Τον αφορισμό υπογράφει ο Αντριά Αρντέβολ, λόγιος επιφανής, που είχε την ατυχία να γεννηθεί σε μια οικογένεια τραυματισμένη και στιγματισμένη από τις αποτρόπαιες πράξεις του πατέρα του, Φέλιξ. Καμιά έκπληξη λοιπόν για το ότι ο χαμηλών τόνων αλλά όχι και χλιαρών συναισθημάτων, καλοπροαίρετος και ειλικρινής, γι’ αυτό και αλύτρωτα ενοχικός, Αντριά, ξοδεύει τον χρόνο που του απομένει μέχρι την οριστική τύφλωση της συνείδησής του, το αργόσυρτο τέλος πριν απ’ το ακαριαίο τέλος που συνιστά το Αλτσχάιμερ, στην εξιστόρηση της αναμέτρησής του με το κακό. Σε κάθε ένα από τα τριακόσια φύλλα που αφήνει κληρονομιά στον παιδικό του φίλο, τον Μπερνάτ, αναπτύσσει από τη μια πλευρά της κόλλας τις ιδέες του για τη φύση και την καταγωγή του κακού, ενώ στην πίσω πλευρά φιλοδοξεί να διασώσει από τη λήθη τα γεγονότα που έζησε, αλλά κι εκείνα που προηγήθηκαν της γέννησής του, και τα οποία όργωσαν από κοινού τη διαδρομή και λάξευσαν τον ψυχισμό του.
Πολλά συμβάντα δεν επέτρεψαν στον Αντριά να κατοικήσει το ιδεατό φθαρτό ομοίωμα του εαυτού που ονειρεύτηκε. Παραταγμένα σε μια θρυμματισμένη αλληλουχία, σκόρπια κεφάλαια στη γενεαλογία του κακού, τα δρώμενα που αφορούν κάποιους από τους ιδιοκτήτες ενός καταραμένου βιολιού, του ξακουστού «Βιάλ», υπογραφής Στοριόνι, κινούνται πάνω στους ιμάντες της Ιστορίας που αργά ή γρήγορα διπλώνονται και τυλίγονται γύρω από τον λαιμό κάθε ήρωα, ξεμυαλισμένου από την αφελή ψευδαίσθηση ότι μονάχα εκείνος έχει την ικανότητα να υπερίπταται πάνω από ιδέες, αξίες, ανθρώπους, παραμένοντας, υποτίθεται, απρόσβλητος από κάθε έννοια τιμωρίας.
Το ερώτημα που στοιχειώνει το χιμαιρικό μυθιστόρημα του Ζάουμε Καμπρέ είναι παράγωγο του μείζονος φιλοσοφικού ερωτήματος που απέκτησε ξανά χαρακτήρα επείγοντος μετά το Ολοκαύτωμα: αν ο Θεός εκτός από πανάγαθος είναι και παντοδύναμος, πώς είναι δυνατόν να επιτρέπει την ύπαρξη του κακού; Κατ’ επέκτασιν, αν ο διάβολος δεν υπάρχει, όπως πιστεύει ο Αντριά, αποκλείοντας έτσι την αρχέγονη μεταφυσική καταγωγή του κακού και αν το κακό δεν ενυπάρχει στον άνθρωπο, όπως ισχυρίζεται στην πρόταση που παραθέτω στην αρχή αυτού του κειμένου, απορρίπτοντας, συνεπώς, την κατά Χάνα Αρεντ κοινότοπη φύση του, τότε από πού αλλού προέρχεται το κακό; Ο Αντριά δεν παίρνει σαφή θέση, ασπαζόμενος, ίσως εν αγνοία του, την καντιανή θεώρηση του «ριζικού κακού» ως ανεξήγητου φαινομένου απροσδιόριστης προελεύσεως.
Το κακό υπάρχει στον πατέρα του Αντριά, που γέμισε το μαγαζί του με συλλεκτικά αντικείμενα ανεκτίμητης αξίας, αγγεία, πίνακες, χειρόγραφα, μουσικά όργανα, πατώντας επί πτωμάτων και καταδίδοντας στην αστυνομία του Φράνκο όσους στέκονταν εμπόδιο στην ευόδωση των επιχειρηματικών του σχεδίων. Το κακό διαποτίζει κάθε μόριο του αέρα στους θαλάμους πειραμάτων όπου οι γιατροί των ναζί υπέβαλλαν τους Εβραίους κρατούμενούς τους σε φριχτά βασανιστήρια στο όνομα της πιο αρρωστημένης ιδέας περί ιατρικής προόδου. Το κακό σκεπάζει τη ζωή στη Βαρκελώνη δια μέσου των κοντινών προσώπων του Αντριά, από τον Μπερενγκέ, τον μοχθηρό, χαιρέκακο υπάλληλο του πατέρα του, έως τη μητέρα του Αντριά, τη δόλια και λιγομίλητη Κάρμε. Κακοτυχία;
Τι απομένει, λοιπόν, στον Αντριά για να αντιπαλέψει την κακοτυχία του; Η νοερή επικοινωνία του με τον σερίφη Κάρσον και τον Μαύρο Αετό, τα αγαπημένα ανθρωπάκια από την παιδική του ηλικία. Ο πολύπαθος έρωτάς του με τη μυστήρια, όμορφη και πληγωμένη Σάρα. Οπως επίσης η φιλία του με τον ανικανοποίητο μα συμπαθέστατο Μπερνάτ, συχνά κλυδωνιζόμενη αλλά ανθεκτική στον χρόνο.
Μέρος της γοητείας ενός πολυσέλιδου πεζού οφείλεται και στις ενστάσεις οι οποίες πυροδοτούνται από τα αναπόφευκτα ρίσκα που παίρνει ο συγγραφέας του. Η ισχυρότερη ένστασή μου για το «Confiteor» επικεντρώνεται στην απόλυτη ταύτιση δύο ιστορικών προσωπικοτήτων, του φοβερού και τρομερού ιεροεξεταστή Νικολάου Εϊμερικ που έζησε τον 14ο αιώνα και του εωσφορικού Ρούντολφ Ες, διοικητή του Αουσβιτς. Ο Καμπρέ κόβει συγκεκριμένα περιστατικά από το φιλμ της ζωής του κάθε άντρα και τα κολλάει στο μοντάζ, επιδιδόμενος σε μια αφήγηση απαράμιλλης δεξιοτεχνίας, όπου οι σκέψεις και οι ενέργειες των δύο προσώπων τέμνονται και συρράπτονται στην ίδια πρόταση. Μπορεί λοιπόν το εν λόγω τέχνασμα, μαζί με αντίστοιχα που εμφανίζονται και σε άλλες απότομες στροφές του κειμένου, να αποδεικνύεται συνεπές ως προς την αντίληψη του Καμπρέ σχετικά με την περιοδική επανεμφάνιση του κακού μέσα από το ξεδίπλωμα της Ιστορίας σε κύκλους, ωστόσο ταυτίζοντας τον Ες με τον Εϊμερικ, ο συγγραφέας αναιρεί, έως έναν βαθμό, την ιστορική, φιλοσοφική και κυριολεκτική μοναδικότητα του Ολοκαυτώματος. Συντελείται ένας αθέλητος, ίσως, υποβιβασμός της ιδιαιτερότητάς του. Απολαυστικό ανάγνωσμα
Παρά τη γλωσσική υποθερμία που εμφανίζεται σε λίγα, ευτυχώς, σημεία του κειμένου, αποδυναμώνοντας κάπως και τον μύθο, το «Confiteor» είναι σε γενικές γραμμές απολαυστικό ανάγνωσμα: έργο οργιαστικής φαντασίας και εκπληκτικής αφηγηματικής βιρτουοζιτέ, εγκεφαλικό όσο πρέπει και συναισθηματικό όσο ακριβώς χρειάζεται. Απαντώντας στο κεντρικό ερώτημα για το κακό με νέες απορίες, το βιβλίο του Καμπρέ, όσο κι αν φαίνεται ότι στρογγυλεύει τις διακλαδιζόμενες ιστορίες του, στην ουσία δεν φοβάται να ανακοινώσει αυτά που κανείς από εμάς δεν θέλει να παραδεχτεί: είμαστε βίαιοι και αδύναμοι· ναυαγοί της Ιστορίας· και το κακό θα παραμείνει ανίκητο. Εδώ ακόμη και ο Μπερνάτ λύγισε υπό το βάρος του.
Ο χαμηλών τόνων αλλά όχι χλιαρών συναισθημάτων, καλοπροαίρετος και ειλικρινής, γι’ αυτό και αλύτρωτα ενοχικός, Αντριά, ξοδεύει τον χρόνο που του απομένει μέχρι την οριστική τύφλωση της συνείδησής του, το αργόσυρτο τέλος πριν απ’ το ακαριαίο τέλος που συνιστά το Αλτσχάιμερ.