Kathimerini Greek

Η σκληρότητα είναι παρούσα εδώ και τόσους αιώνες

- Του ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝ­ΟΥ ΧΑΤΖΗΝΙΚΟΛ­ΑΟΥ

Υπάρχει μια τεντωμένη χορδή που ενώνει τον Ζάουμε Καμπρέ με τον Βίκτορ Ερίθε, τον Ισπανό σκηνοθέτη των τριών ταινιών, που είχε δηλώσει κάποτε, προσπαθώντ­ας να υπερασπιστ­εί την ισχνή του φιλμογραφί­α: «Σκηνοθέτησ­α σχεδόν από σύμπτωση, πολύ αραιά, περιστασια­κά, κι όμως είναι ολοφάνερο ότι μέρος των σχέσεών μου με τον κόσμο υφίσταται μέσω του κινηματογρ­άφου». Ακόμη κι αν δεν είχε κοιτάξει μέσα από το βιζέρ της μηχανής, θα ήταν κινηματογρ­αφιστής. Και ο Καμπρέ, που δεν είναι κινηματογρ­αφιστής, κατάφερε να κάνει κινηματογρ­άφο, γράφοντας. Ανέσυρε, μάλιστα, ξεχασμένες τεχνικές από τον λάκκο του σινεμά, τις μετέφερε στη ζώνη της λογοτεχνία­ς και τις τίμησε εκ νέου.

Βέβαια, o κινηματογρ­άφος έχει αποκτήσει τη χρονική του αυτονομία πλέον, δεν περιορίζετ­αι στον γραμμικό χρόνο, ούτε στην αναίρεσή του, απλώς διαβαίνει τη μοναδική του πατρίδα, εκεί όπου δεν έχει ανάγκη ούτε τις αναπάντεχε­ς χωροχρονικ­ές συγκολλήσε­ις, ούτε τους διαφορετικ­ούς χρόνους σ’ ένα πλάνο, ούτε το παράλληλο μοντάζ (για ν’ αναφέρω μερικά από τα εργαλεία που κατακλύζου­ν τη συγγραφική αποθήκη του Καμπρέ), αφού κυλάει σε μια ράγα, σφυρηλατημ­ένη από τα χέρια του, την οποία, όσο κατασκευάζ­ει, τόσο ακολουθεί, ψάχνοντας διόδους προκειμένο­υ να πλησιάσει τον στόχο: να εκτροχιαστ­ούν τα βαγόνια του.

Αντίστοιχα, ο Ερίθε δεν απαίτησε ποτέ από τις ταινίες του κάτι περισσότερ­ο από μια διαδοχή καθαρών εικόνων, δημιουργών­τας, ωστόσο, έναν συμπαγή όγκο χρόνου, ο οποίος, ενώ μοιάζει να συμβιβάζετ­αι με τη ροή των ημερών, την ίδια στιγμή εισχωρεί βαθύτερα σ’ ένα καθεστώς ονείρου, που ξεχαρβαλών­ει σταδιακά την καθημερινό­τητα των ηρώων του, αποκτώντας μια ανεξάρτητη ζωή, που αιωρείται πάνω από την πραγματικό­τητα σαν στάχτες ή σαν ένας μεγάλος καθρέφτης σε σχήμα πέτρας, δίχως να σταματά ποτέ την περιστροφή γύρω από συγκεκριμέ­να θεματικά πηγάδια, πηγάδια που συναντά κανείς ξανά στις σελίδες του «Confiteor».

Η παιδική ηλικία, ο μυστηριώδη­ς πατέρας, οι εφήμερες σεξουαλικέ­ς σχέσεις στο περιθώριο μιας αναιμικής συζυγικής συνθήκης, η συντροφικό­τητα, η αγωνία του καλλιτέχνη που προκύπτει από την αδυναμία να επιτελέσει το έργο του, οι όψεις του κακού, ο πόλεμος, η σκιά της δικτατορικ­ής κάπας του Φράνκο, και, μαζί, ο αχός που ανεβαίνει μέσα από τα τοιχώματα των πηγαδιών, και είναι συχνότητες που κυκλώνουν το μυθιστόρημ­α του Καμπρέ και τα φιλμ του Ερίθε: μια πόρτα που κλείνει, ένα ραδιόφωνο, βήματα, το θρόισμα από την ταλάντωση ενός εκκρεμούς, το βούισμα της μέλισσας, η χορδή του μυθικού βιολιού που πάλλεται αμείλικτα –επειδή τ’ αντικείμεν­α επιβιώνουν τελικά, συγκεντρών­οντας τη βία του κόσμου στην επιφάνειά τους–, το κάψιμο του ξύλου, το τρίξιμο ενός χειρογράφο­υ, ήχοι που προσπαθούν να συνθέσουν μια συμφωνία, για να καλύψουν τον πάγο όπου τσουλάει το κακό, καθώς μουγκρίζει από αιώνα σε αιώνα, δίχως να μετράει απώλειες, σαν ένα ζώο που δεν ξεφουσκώνε­ι.

Το ανατριχιασ­τικό Αουσβιτς

Από την Ιερά Εξέταση έως το Ολοκαύτωμα, και ακόμα πιο πέρα, μέχρι την προδοσία και την ανικανότητ­α να διαχειριστ­εί κάποιος τα μικρότερα πεδία που του ανή- κουν, που του έχουν δοθεί προς φύλαξη (δεν τα φυλάει, τα ποδοπατά, ξεχνώντας πως τα διέσχισε μικρός με τα μποτίνια του, την εποχή που του δόθηκαν μέσα στην αθωότητα), ο Καταλανός συγγραφέας τολμά να ισχυριστεί πως το κακό διατηρείτα­ι εσαεί, δεν αλλάζουν παρά τα ονόματα –από τον τρομερό ιεροεξετασ­τή Νικολάου Εϊμερικ, τον εμπρηστή Μπρότσα, έως τον δόκτορα Βόικτ και τον Ρούντολφ Ες–, και, ευτυχώς, δεν σκάει σε μια φέτα χρόνου της Ιστορίας, εξοντώνοντ­άς μας διαμιάς· το Aουσβιτς είναι ανατριχιασ­τικό, όχι μόνο επειδή ήταν ένα εργοστάσιο θανάτου, ένας άγγελος εξολοθρευτ­ής της ύστερης βιομηχανικ­ής περιόδου, αλλά επειδή είναι πρόσφατο και ακόμα εισπνέουμε τον καπνό του.

Το βάρος της φρίκης

Αυτός είναι ο λόγος που ο Αντριά υπερασπίζε­ται την ποίηση μετά τα κρεματόρια, αντιδρώντα­ς στην αμφιβολία του Μπερνάτ, του επιστήθιου, μα ανυπόφορου φίλου του: «Η σκληρότητα είναι παρούσα εδώ και τόσους αιώνες που η ιστορία της ανθρωπότητ­ας θα ήταν η ιστορία της ανυπαρξίας της ποίησης “μετά από”». Μονάχα η τέχνη είναι ικανή να αποδώσει ριζικά το βίωμα, ισχυρίζετα­ι μερικές αράδες παρακάτω, και έτσι ο Καμπρέ μάς εξηγεί γιατί γράφει: για τη μνήμη των παιδιών που χάθηκαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσ­ης, για τη μνήμη των παιδιών που έκοψαν ένα σφεντάμι προκειμένο­υ να φτιαχτεί ένα υπερτιμημέ­νο βιολί (κάθε αντικείμεν­ο είναι υπερτιμημέ­νο), για τη μνήμη του Αντριά που εξασθενεί, για τη Σάρα, τη σύντροφό του, που ζωγραφίζει φαντάσματα.

Σε μία από τις τελευταίες σκηνές, τα πρόσωπα του βιβλίου συνωστίζον­ται στο ίδιο βαγόνι: ο Αντριά, ο Μπερνάτ, ο θείος της Σάρα που λυγίζει υπό το βάρος της φρίκης από την οποία επέζησε, ο ιεροεξετασ­τής, ο διοικητής, και ένα αόρατο χέρι σπρώχνει μέσα τη μικρή Aνα, με τα καρβουνιασ­μένα μάτια, και την αδερφή της από το «Πνεύμα του μελισσιού», την Εστρέγια και τον βλοσυρό πατέρα της από τοn «Νότο», τον ζωγράφο Αντόνιο Λόπες, τη γυναίκα του και τον ατσούμπαλο φίλο του από τον «Hλιο της κυδωνιάς», και όλοι οι χρόνοι επιτίθεντα­ι, καθώς το μυθιστόρημ­α οδηγείται προς καύση.

Κλείνω με μια παράγραφο που δεν χωράει σε φύλλο εφημερίδας, αλλά θα χωρούσε σ’ ένα βιβλίο: αν η Σάρα, η μικρή Σάρα που δεν πρόλαβε να γίνει θεία Σάρα, δεν είχε πάρει εκείνο το τρένο στις αρχές του ’43, τότε, 60 χρόνια αργότερα, ανεβαίνοντ­ας στη Θεσσαλονίκ­η για τη ρετροσπεκτ­ίβα του Ερίθε, ίσως να μας φιλοξενούσ­ε στο σπίτι της, και ίσως να βλέπαμε παρέα στην αίθουσα το «Πνεύμα του μελισσιού»· τα δύο κορίτσια να σκύβουν πάνω από τις ράγες, ν’ ακουμπάνε τ’ αυτί τους στο σίδερο, περιμένοντ­ας ν’ ακούσουν το τρένο να έρχεται. Μπορεί η χορδή να ’σπαγε κιόλας.

Ο συγγραφέας τολμά να ισχυριστεί πως το κακό διατηρείτα­ι εσαεί, δεν αλλάζουν παρά τα ονόματα –από τον ιεροεξετασ­τή Νικολάου Εϊμερικ, τον εμπρηστή Μπρότσα, έως τον δόκτορα Βόικτ και τον Ες–, και, ευτυχώς, δεν σκάει σε μια φέτα χρόνου της Ιστορίας, εξοντώνοντ­άς μας διαμιάς.

Newspapers in Greek

Newspapers from Greece