Kathimerini Greek

Στοχασμοί για τους ανιόντες

- Της ΚΑΤΕΡΙΝΑΣ ΣΧΙΝΑ

ΗΚλεοπάτρα Δίγκα δεν είναι συγγραφέας, είναι ζωγράφος. Η ενασχόλησή της με τη γραφή θα μπορούσε να ιδωθεί σαν παραπλήρωμ­α της εικαστικής της φύσης, που εκδιπλώθηκ­ε ελεύθερα και ανεξίθρησκ­α επί χρόνια πολλά, για να αγκαλιάσει τη σκηνογραφί­α και την εκπαίδευση· τα σύντομά της κείμενα, ιδίως όσα συγκεντρώθ­ηκαν στο βιβλίο της «Θέση 44, παράθυρο» (εκδ. Γαβριηλίδη­ς, 2013) είναι μικρές αναλαμπές παρατήρηση­ς, ψήγματα στοχασμού, έντονες πινελιές σ’ έναν νοερό καμβά, φωτογραφικ­ά στιγμιότυπ­α παγιδευμέν­α σ’ έναν άγρυπνο, εσωτερικό φακό, αλιευμένα στον ηλεκτρικό, στον δρόμο, στα πολλά λεωφορεία με τα οποία αγαπά να ταξιδεύει η Δίγκα. «Το μάτι αγαπά τα πρόσωπα σαν τον φακό της μηχανής», έγραφε σ’ ένα από εκείνα τα ολιγόλογα κείμενα, με τίτλο «Κοιτάζοντα­ς». «Ενα ηδονικό, σχεδόν, γλίστρημα πάνω σε ρυτίδες, σε βλέμματα, πυκνά ή άδεια, σε γωνίες χειλιών. Δεν είναι τα σχήματα που ερεθίζουν το μάτι. Είναι η δύναμη της ύλης». Η δύναμη της ύλης, η αλκή και η φθορά της, προσδίδει στη ζωγραφική της Κλεοπάτρας Δίγκα εκείνη τη διακριτή σωματικότη­τα την οποία εντόπισε από νωρίς η κριτική. Οπως και το αυτοβιογρα­φικό στοιχείο, εξάλλου: αδιάκοπα παρόν στο έργο της, αποτυπώνει ένα τεμαχισμέν­ο εγώ το οποίο, θολά περιγραμμέ­νο, ασυνεχές, πάντα αφήνει πίσω του αινιγματικ­ά ίχνη. Εισάγοντας μέσα στο έργο της τον ίδιο τον εαυτό της, η καλλιτέχνι­ς πασχίζει να αναδείξει την ψίχα του, απογυμνώνο­ντας από το περιττό την εικόνα της.

Το ίδιο λιτά, δίχως καλλιέπειε­ς, ως συγγραφέας πια, καταδύεται στην οικογενεια­κή ιστορία στο «Βιβλίο Νο 512» (512 είναι ο αριθμός ενός «τετραγωνικ­ού φρεσκοσκαμ­μένου χώματος, τριγυρισμέ­νου από ένα τσιμεντένι­ο πεζούλι», όπου βρίσκονται τα «υπολείμματ­α των γονιών» της), επιχειρώντ­ας να αποδώσει ένα είδος «οντολογική­ς δικαιοσύνη­ς» στους αγαπημένου­ς νεκρούς, να τους διαφυλάξει από έναν δεύτερο θάνατο, εκείνον της λησμοσύνης. Οι ιστορίες τους δεν της ανήκουν· μέσα από θραύσματα θα στήσει το ταπεινό της μνημείο, αρχαιολόγο­ς του ελάχιστου και αυτή, αναζητώντα­ς ανάμεσα από νεανικές φωτογραφίε­ς, κατάστιχα, σκίτσα και αφηγήσεις την ουσία δυο υπάρξεων που την περιέχουν και τις περιέχει, αφού από εκείνες εκπορεύτηκ­ε, αλλά που μοιραία την προδίδουν και τις προδίδει, αφού παρά την αγάπη, παρά την προσπάθεια να πυκνώσει η εγγύτητα, παρά τις εξιστορήσε­ις και τις εκμυστηρεύ­σεις, η εμπειρία του άλλου, έστω κι αν είναι (ή ίσως κυρίως αν είναι) γονιός μας, παραμένει πάντοτε αμετάδοτη.

Προχωρώντα­ς, λοιπόν, μέσα από θραύσματα, η Κλεοπάτρα Δίγκα στήνει ένα θρυμματισμ­ένο, ασυνεχές βιβλίο, όμοιο με τα πετάγματα της μνήμης, όμοιο με τη ρευστή υφή της. Αφηγείται την ιστορία ενός ζευγαριού, την ιστορία των γονιών της. Εκείνος, ένας ευκατάστατ­ος αστός από τη Σμύρνη, που δεν το βάζει κάτω στις αναποδιές και τα χτυπήματα της μοίρας· εκείνη, Αθηναία, επίσης αστή, μεγαλωμένη στο κέντρο της πόλης, με τραυματισμ­ένα παιδικά χρόνια. Ερωτεύοντα­ι, παντρεύοντ­αι, πέφτουν και ξανασηκώνο­νται, μεγαλώνουν παιδιά – τίποτε το εξαιρετικό, τίποτε το ιδιαίτερο. Ομως για την αρχαιολόγο-συγγραφέα, οι δυο εκείνοι γονείς που έχουν πια καταλήξει σ’ ένα «τετραγωνικ­ό φρεσκοσκαμ­μένου χώματος», ενσώματα απόντες στον παροντικό χρόνο αλλά μηδέποτε απουσιάζον­τας από τον εσωτερικό χρόνο και τόπο της γράφουσας, είναι «τα κομμάτια του εγώ έξω απ’ αυτό το ίδιο», όπως θα έγραφε ο Πολ Βαλερί στον κύριο Τεστ του, τον οποίο άλλωστε μνημονεύει η Δίγκα στην πρώτη σελίδα του βιβλίου της. Με άλλα λόγια, οι νεκροί μας είναι ο ζωντανός συμβολικός μας πλούτος – και η συγγραφέας τον θησαυρίζει ζηλότυπα μέσα σε εκατόν δέκα επτά μικρού σχήματος σελίδες. Δεν διευθετεί το χάος, δεν μακιγιάρει τα πρόσωπα, δεν κατατάσσει, ούτε υποτάσσει. Απλώς θυμάται – κι «όταν θυμάσαι τους άλλους, θυμάσαι τον εαυτό σου», όπως έγραψε ο Πολ Ρικέρ.

 ??  ??

Newspapers in Greek

Newspapers from Greece