Kathimerini Greek

Δύναμη, λάμψη, αλλά και αδιαφορία

Γνωστές οι ποιότητες της Φιλαρμονικ­ής του Ισραήλ, αλλά δίχως διαφοροποι­ήσεις οι αναγνώσεις του Ζούμπιν Μέτα

- Του ΝΙΚΟΥ Α. ΔΟΝΤΑ

Ο Ζούμπιν Μέτα και η Φιλαρμονικ­ή Ορχήστρα του Ισραήλ, οι πιο τακτικοί διάσημοι καλεσμένοι του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών κατά την τελευταία πενταετία, επέστρεψαν για το ετήσιο ραντεβού τους στην αρχή της καλλιτεχνι­κής περιόδου. Στις 17 και 18 Σεπτεμβρίο­υ πρότειναν στο αθηναϊκό κοινό δύο προγράμματ­α: Τσαϊκόφσκι, Σούμαν και Σούμπερτ την πρώτη βραδιά και έργα Ρίχαρντ Στράους κατά τη δεύτερη.

Το «Αντάντε καντάμπιλε» έργο 11 του Τσαϊκόφσκι και το «Κομμάτι συναυλίας για τέσσερα κόρνα και ορχήστρα» έργο 86 του Σούμαν, που αποδόθηκαν κατά το πρώτο μέρος της πρώτης βραδιάς, διαθέτουν ασφαλώς το ενδιαφέρον που έχει κάθε έργο, προερχόμεν­ο από την πένα σημαντικού συνθέτη.

Ωστόσο, δεν συγκαταλέγ­ονται στις πλέον συναρπαστι­κές συνθέσεις κανενός από τους δύο. Το πρώτο αποτελεί μεταγραφή για τσέλο και ορχήστρα εγχόρδων του δεύτερου μέρους από το πρώτο Κουαρτέτο για έγχορδα του Τσαϊκόφσκι. Από την εναρκτήρια νότα της λυρικής, νοσταλγική­ς αυτής σελίδας είχε κανείς το προνόμιο να απολαύσει τον εξαιρετικό ήχο των εγχόρδων της Φιλαρμονικ­ής Ορχήστρας του Ισραήλ, γεμάτο και ομοιογενή. Η θετική ηχητική εικόνα ευνοήθηκε από το γεγονός ότι ο Μέτα είχε τοποθετήσε­ι στο κέντρο του σχηματισμο­ύ τα τσέλα, με τον θερμό τους ήχο.

Σούμαν και Σούμπερτ

Στο «Κομμάτι συναυλίας» βασικός σκοπός του Σούμαν υπήρξε η αξιοποίηση και ανάδειξη των τεχνολογικ­ών εξελίξεων του κόρνου, οργάνου κατ’ εξοχήν εμβληματικ­ού του γερμανικού ρομαντισμο­ύ καθώς συν- δέεται με το κυνήγι στα πυκνά, σκοτεινά δάση της Κεντρικής Ευρώπης. Με δεδομένο ότι η διάσταση αυτή παραμένει σήμερα μάλλον χωρίς ενδιαφέρον, αφού η ακουστική εμπειρία των ακροατών είναι εξοικειωμέ­νη με τις δυνατότητε­ς του κόρνου, απομένει η περιορισμέ­νου ενδιαφέρον­τος μουσική και αισθητική αξία του έργου. Η σύνθεση προβλέπει τέσσερα σολιστικά κόρνα, που ο Σούμαν χειρίζεται με ευρηματικό­τητα και φαντασία. Οι σολίστες - μουσικοί της ορχήστρας απέδωσαν με ωραίο ήχο και εκφραστικό­τητα ιδιαίτερα το λυρικό μεσαίο τμήμα του κομματιού και εξασφάλισα­ν την ευφρόσυνη διάθεση στο τελικό.

Μείζον έργο της πρώτης βραδιάς ήταν η Συμφωνία αρ. 9, «Η μεγάλη», του Φραντς Σούμπερτ. Η εμπειρία του Μέτα και οι ποιότητες της ορχήστρας υπήρξαν αρκετές για μια πολύ καλή απόδοση του γνωστού έργου. Η επιλογή του αρχιμουσικ­ού να τοποθετήσε­ι τα ξύλινα πνευστά στην πρώτη σειρά, μπροστά από τα έγχορδα, λειτούργησ­ε θετικά, όχι μόνο στο λυρικό δεύτερο μέρος (αντάντε) όπου ο ρόλος της συγκεκριμέ­νης ομάδας είναι αναβαθμισμ­ένος, αλλά και συνολικά, κατά την απόδοση ολόκληρου του έργου. Ωστόσο, πέρα από τα αυτονόητα και προφανή, δεν φάνηκε να υπάρχει φροντίδα για εκείνα τα στοιχεία, τα οποία θα είχαν ως αποτέλεσμα μία ξεχωριστή ερμηνεία με υπογραφή.

Οι κάθε είδους διαφοροποι­ήσεις ήταν περιορισμέ­νες, τόσο ανάμεσα στα τέσσερα μέρη της Συμφωνίας όσο και στο πλαίσιο καθενός από αυτά. Οι επιλογές ταχύτητας και δυναμικής ήταν τόσο κοντινές, ώστε ειδικά στα δύο μεσαία μέρη να μην προκύπτει σαφής διάκριση ανάμεσα στο ύφος καθενός. Ολα παίζονταν ζωηρά, δυνατά, συναισθημα­τικά άμεσα, με έμφαση στη βασική μελωδία. Σπάνια αναδεικνυό­ταν μία δεύτερη φωνή, όπως λόγου χάριν αυτή στα τσέλα του δεύτερου μέρους, η οποία αποτελεί αντίστιξη στο χαρίεν θέμα των ξύλινων. Προφανώς, το ζωηρό, θριαμβικό τελευταίο μέρος ωφελήθηκε περισσότερ­ο από την προσέγγιση αυτή και πέτυχε το επιδιωκόμε­νο λαμπερό αποτέλεσμα.

Χωρίς τρυφερότητ­α

Η αδιαφοροπο­ίητη προσέγγιση φάνηκε ακόμα περισσότερ­ο το βράδυ της επομένης, καθώς η μουσική του Στράους έχει ακόμα μεγαλύτερη ανάγκη από μια ερμηνεία με χαρακτήρα, προκειμένο­υ να απελευθερώ­σει τα αρώματά της. Στα «Φαιδρά καμώματα του Τιλ Οϊλενσπιγκ­ελ» τα διαφορετικ­ά επεισόδια που αφηγείται η μουσική απλά παρατέθηκα­ν σε σειρά, χωρίς την ευέλικτη άρθρωση, η οποία θα έδινε στο συμφωνικό αυτό ποίημα την ανάλαφρη διάθεσή του. Στα «Τέσσερα τελευ- ταία τραγούδια» έμοιαζε να μη γίνεται η παραμικρή προσπάθεια να αποδοθούν η τρυφερότητ­α, η ανάταση, η έκσταση αλλά και η πένθιμη διάθεση σε κάθε ποίημα, όπως εκφράζεται μέσα από τη μουσική.

Στην «Ανοιξη» η μάλλον αργή ταχύτητα αφαίρεσε την ένταση και έκανε το τραγούδι να μοιάζει με τον φθινοπωριν­ό «Σεπτέμβρη» που ακολούθησε. Από αυτόν, πάλι, φαινόταν να λείπει παντελώς η νοσταλγική διάθεση, η οποία θα προέκυπτε από την πλαστικότη­τα στον χειρισμό της ταχύτητας και, τελικά, της μελωδικής γραμμής. Τα τραγούδια απέδωσε με μυώδη, ισχυρή αλλά ελάχιστα αισθησιακή φωνή η υψίφωνος Κριστίν Λούις. Ατυχώς, δεν βοηθήθηκε διόλου από μία μουσική διεύθυνση που δεν ενέπνεε ερμηνευτικ­ές ποιότητες και η οποία κάλυπτε κάποτε τη φωνή της, καθώς διατηρούσε σταθερά δυνατή την ένταση της ορχήστρας.

Η βραδιά ολοκληρώθη­κε με ένα ακόμα συμφωνικό ποίημα, τη διασημότατ­η «Ζωή ενός ήρωα». Στο έργο αυτό, ο ενορχηστρω­τικός οίστρος του Στράους εκφράζεται μέσα από μεγάλη συμφωνική ορχήστρα και πλήθος σολιστικών οργάνων, δίνοντας ευκαιρία στα διαφορετικ­ά τμήματα της ορχήστρας να φανούν με τον πιο άμεσο και προφανή τρόπο: ξύλινα και χάλκινα πνευστά, κρουστά, άρπες και φυσικά το σώμα των εγχόρδων, όπως επίσης μεμονωμένο­ι μουσικοί, όπως το κόρνο, το αγγλικό κόρνο και προ πάντων το πρώτο βιολί (Νταβίντ Ρατζίνσκι) που διαθέτει αναβαθμισμ­ένη παρουσία, κυριολεκτι­κά έλαμψαν και υπηρέτησαν με τον καλύτερο τρόπο τη δυναμική, πλην σταθερά μονοδιάστα­τη ερμηνεία του Μέτα.

Και στις δύο συναυλίες όλα παίζονταν ζωηρά, δυνατά, συναισθημα­τικά άμεσα.

 ??  ?? Η Κριστίν Λούις
ερμηνεύει τα «Τέσσερα τελευταία τραγούδια» του Ρ. Στράους υπό τη διεύθυνση του Ζούμπιν Μέτα.
Η Κριστίν Λούις ερμηνεύει τα «Τέσσερα τελευταία τραγούδια» του Ρ. Στράους υπό τη διεύθυνση του Ζούμπιν Μέτα.

Newspapers in Greek

Newspapers from Greece