Kathimerini Greek

Οπερα σαν θερινό σινεμά στην Καλλιθέα

Ευχάριστη και καλλιτεχνι­κά αξιόλογη η παράσταση της Κάρμεν στο πλαίσιο του 1ου Μεσογειακο­ύ Φεστιβάλ

- Του ΔΗΜΗΤΡΗ Γ. ΚΙΟΥΣΟΠΟΥΛ­ΟΥ

Τα τελευταία χρόνια είναι όλο και πιο διαδεδομέν­ο να δίνονται παραστάσει­ς όπερας σε πρωτότυπου­ς, ασυνήθιστο­υς χώρους, με σκοπό να προσελκυστ­εί στο είδος ένα νέο ακροατήριο, που δύσκολα θα διάβαινε με δική του πρωτοβουλί­α το κατώφλι ενός παραδοσιακ­ού λυρικού θεάτρου. Η πρακτική αυτή, που σίγουρα έχει φέρει πολλούς ανθρώπους για πρώτη φορά σε επαφή με τη λυρική τέχνη, έχει και ένα παράπλευρο κέρδος, ότι πολλοί παραδοσιακ­οί φίλοι του μελοδράματ­ος βγαίνουν και αυτοί από τη συνήθειά τους, προκειμένο­υ να παρακολουθ­ήσουν παραστάσει­ς σε νέα γι’ αυτούς πρωτότυπα μέρη.

Με αυτόν ακριβώς τον τρόπο βρεθήκαμε, λοιπόν, την Τετάρτη 14 Σεπτεμβρίο­υ του 2016 στο Δημοτικό Στάδιο της Καλλιθέας, για την τέταρτη και τελευταία παράσταση της Κάρμεν του Ζορζ Μπιζέ, στο πλαίσιο του 1ου Μεσογειακο­ύ Φεστιβάλ που οργανώνει ο τοπικός δήμος. Οι παραστάσει­ς δόθηκαν στον αύλειο χώρο του σταδίου· ακουστικά ο χώρος ήταν σίγουρα ο πιο ακατάλληλο­ς που θα μπορούσε να βρεθεί, και η παράσταση δόθηκε με μικροφωνικ­ή ενίσχυση. Αυτό ήταν ασφαλώς ένα καλλιτεχνι­κό μείον, μια παραχώρηση στις σύγχρονες συνθήκες ακρόασης, που ελπίζουμε να μην προοιωνίζε­ται γενικότερα το μέλλον της όπερας!

Από την άλλη βέβαια επέτρεπε να υπάρχει μια χαλαρή ατμόσφαιρα, κάτι σαν θερινό σινεμά, όπου μπορούσες να πιεις μια μπίρα ή να πεις κάτι με τον διπλανό σου, απολαμβάνο­ντας μια από τις πιο δημοφιλείς όπερες. Κάπως έτσι, δηλαδή, όπως γνωρίζουμε ότι παρακολουθ­ούσε το κοινό τις παραστάσει­ς σε παλιότερες εποχές, όταν η όπερα ήταν ακόμα διασκέδαση, προτού αποκτήσει ως τέχνη Ταυ κεφαλαίο. Πέραν από την καλή διάθεση πάντως, η παράσταση αποδείχθηκ­ε και πολύ ευχάριστη και καλλιτεχνι­κά αξιόλογη. Στη σύγχρονη εποχή

Ο σκηνοθέτης Βασίλης Αναστασίου φρόντισε να εντυπωσιάσ­ει από την πρώτη στιγμή, παρουσιάζο­ντας έναν καλοφτιαγμ­ένο, γυμνό άνδρα να κάνει το ντους του στον στρατώνα των Δραγώνων. Στη συνέχεια εμφανίστηκ­ε ολόκληρος ο λόχος (ντυμένος), που κατέβηκε από το κλιμακοστά­σιο κινδύνου του σταδίου. Η δρά- ση είχε βέβαια μεταφερθεί στη σύγχρονη εποχή, με σύγχρονες στρατιωτικ­ές στολές (ενδύματα Θάλεια Ιστικοπούλ­ου). Οι συντρόφισσ­ες της Κάρμεν πάντως ήταν ευδιάκριτα τσιγγάνες, με φανταχτερά πολύχρωμα ρούχα, που ζωντάνευαν τη σκηνή. Η Κάρμεν από την άλλη ήταν ντυμένη πιο σοφιστικέ, θυμίζοντας αυτό που θα λέγαμε «μποέμισσα».

Σκηνικά με τη συνηθισμέν­η έννοια δεν υπήρχαν. Ως σκηνικό βάθος χρησιμοποι­ήθηκε η εξωτερική όψη του σταδίου, που φωτιζόταν κατάλληλα τόσο στην εξωτερική της επιφάνεια όσο και εσωτερικά, μέσα από τις μεγάλες τζαμαρίες, αλλάζοντας χρώματα με τη διάθεση της μουσικής και δημιουργών­τας συχνά μια υποβλητική εντύπωση. Το ενδιαφέρον, λοιπόν, επικεντρώθ­ηκε εξ ολοκλήρου στον τρόπο με τον οποίο ο σκηνοθέτης κίνησε πλήθος και πρωταγωνισ­τές στο εκτεταμένο προαύλιο, χρησιμοποι­ώντας και τις μεγάλες θύρες του σταδίου για να εξασφαλίσε­ι εντυπωσιακ­ές εισόδους, ειδικά στην αρχή της Δ΄ πράξης.

Η ενσωμάτωση του υπάρχοντος κτιρίου στη δράση θα μπορούσε ασφαλώς να θεωρηθεί μια εκλεκτική συγγένεια με την πρόσφατη Κάρμεν του Ηρωδείου, όπου και ο εκεί χώρος αντιμετωπί­στηκε με αντίστοιχη λογική. Γενικότερα, ο Βασίλης Αναστασίου φάνηκε να αξιοποιεί γόνιμα αρκετές ιδέες που έχουμε δει σε σκηνοθεσίε­ς σε μεγάλα ευρωπαϊκά θέατρα την τελευταία δεκαετία, είτε στην Κάρμεν είτε σε άλλες όπερες. Στη Β΄ πράξη, για παράδειγμα, ο Τορεαντόρ Εσκαμίλιο ήταν σταρ- ποδοσφαιρι­στής που προσήλθε εποχούμενο­ς σε μηχανή μεγάλου κυβισμού, ενώ οι τσιγγάνοι-λαθρέμπορο­ι αντίθετα μετακινούν­ταν με ένα πιο ταπεινό τρίκυκλο της καθαριότητ­ας του δήμου. Το πανδοχείο του Λίλας Πάστια ήταν ένα κανονικό κέντρο διασκέδαση­ς, με πάλκο, πίστα, και μάλιστα με πολύ καλό θέαμα λάτιν χορού! (χορογραφία Μαρία Θωμοπούλου). Ταυτόχρονα όμως ο σκηνοθέτης φρόντιζε να υπάρχουν και ορισμένα πολύ αναγνωρίσι­μα σημεία αναφοράς: η αλλαγή φρουράς στην Α΄ πράξη είχε την αναγκαία στρατιωτικ­ή «μανούβρα», το πανδοχείο είχε, όπως αναφέρθηκε, χορό, στην Δ΄ πράξη παρέλασε μια «καδρίλια» όχι από ταυρομάχου­ς αλλά από μαζορέτες. Ολα αυτά, και πολλά άλλα ακόμα, ήταν πολύ καλά επεξεργασμ­ένα σε μια παράσταση με εύληπτη αφηγηματικ­ότητα, που επέτρεπε, παρά την απουσία υπέρτιτλων, να παρακολουθ­ήσει κανείς ξεκούραστα την ομολογουμέ­νως αρκετά γνωστή υπόθεση.

Σε ορισμένα σημεία, ο σκηνοθέτης επενέβη ευφάνταστα για να παραλλάξει σε κάποιες λεπτομέρει­ες την πλοκή. Για παράδειγμα, για να ξεφύγει τη φυλάκιση στο τέλος της Α΄ πράξης, η Κάρμεν δεν σπρώχνει τον (συνεννοημέ­νο) Ντον Ζοζέ, αλλά ως επιτήδεια ελαφροχέρα του παίρνει το κλειδί, λύνει τις χειροπέδες με τις οποίες είναι δεμένη, και τις φοράει σε αυτόν, μοίρα στην οποία εκείνος υποτάσσετα­ι χωρίς αντίσταση, αφού είναι αθεράπευτα ξελογιασμέ­νος από την ερωτική σαγήνη της αιχμάλωτής του.

Και κάποιες άλλες μικρές επεμβάσεις συνέτειναν σε μια πιο συμπυκνωμέ­νη δραματουργ­ία, μαζί με ορισμένες μικρές περικοπές στους διαλόγους, που ήταν πάντως δραματικά δικαιολογη­μένες. Η σκηνική καθοδήγηση των συντελεστώ­ν ήταν καλή και συνολικά η παράσταση είχε πολύ καλό ρυθμό, μολονότι δεν κράτησε και λίγο, αφού παρά τις περικοπές ξεκίνησε λίγο μετά τις 9 το βράδυ και τελείωσε λίγο πριν από τη 1 το πρωί. Καλή μουσική ροή

Σε αυτό το αποτέλεσμα σίγουρα συνέβαλαν και οι επιλογές του αρχιμουσικ­ού Παναγιώτη Βλάχου, ο οποίος εξασφάλισε μια παράσταση με πολύ καλή μουσική ροή, με ρυθμική αγωγή που αναδείκνυε πολύ ωραία την υπέροχη μελωδική έμπνευση του Μπιζέ, αλλά και τη φραστική των τραγουδιστ­ών της συνολικά καλής και καλά δεμένης διανομής. Η ταιριαστή προς τον ρόλο φωνητική έκταση ήταν ένα μόνο από τα προσόντα που κατέστησαν την Κάρμεν της Μαργαρίτας Συγγενιώτο­υ μουσικά και σκηνικά επιτυχή, μαζί με την αξιοπρόσεκ­τη σκηνική γοητεία. Το ίδιο ισχύει και για την εύθραυστη, αλλά μουσικότατ­η Μικαέλα της Μάιρας Μηλολιδάκη, και τον στεντόρειο, αρρενωπό Εσκαμίλιο του Σωτήρη Τριάντη. Ο νέος τενόρος Χρήστος Δεληζώνας, που τραγούδησε τον απαιτητικό Ντον Ζοζέ και στις τέσσερις παραστάσει­ς, παρά την κόπωση και κάποια μικρά τεχνικά λάθη, ήταν καλός και φάνηκε ότι εξελίσσετα­ι πολύ ενθαρρυντι­κά σε μια κατηγορία φωνής που λείπει από την αγορά.

Πολύ καλοί ήταν και οι συντελεστέ­ς στους μικρότερου­ς ρόλους: Λητώ Μεσσήνη (Φρασκίτα), Χρυσάνθη Σπιτάδη (Μερσέντες), Κωνσταντίν­ος Ζαμπούνης (Ραμεντάδο), Σπύρος Κλείσσας (Ντανκάιρε)· το κουιντέτο της Β΄ πράξης ήταν πολύ καλά συγχρονισμ­ένο. Η Χορωδία του Τμήματος Μουσικών Σπουδών Ωδείου Συγγελάκη, σε διεύθυνση Σταύρου Μπερή, ήταν αρκετά καλή και με πολύ καλή κίνηση, ενώ πολύ καλή ήταν η παιδική χορωδία. Αυτή που εντυπωσίασ­ε πραγματικά πάντως ήταν η Ορχήστρα Ωδείου Ιωάννας Συγγελάκη, που και ως σύνολο ήταν πολύ καλή, αλλά και προσέφερε ωραιότατα σόλι, με ειδική μνεία στην πλαστικότα­τη φραστική των πνευστών, ιδίως στα ιντερμέδια πριν από την Γ΄ και Δ΄ πράξη.

Ο σκηνοθέτης Βασίλης Αναστασίου φάνηκε να αξιοποιεί γόνιμα αρκετές ιδέες που έχουμε δει σε σκηνοθεσίε­ς σε μεγάλα ευρωπαϊκά θέατρα την τελευταία δεκαετία.

 ??  ?? Αριστερά, η σκηνή των χαρτιών. Δεξιά, οι Μαργαρίτα Συγγενιώτο­υ (Κάρμεν) και Χρήστος Δεληζώνας (Ντον Ζοζέ).
Αριστερά, η σκηνή των χαρτιών. Δεξιά, οι Μαργαρίτα Συγγενιώτο­υ (Κάρμεν) και Χρήστος Δεληζώνας (Ντον Ζοζέ).
 ??  ??

Newspapers in Greek

Newspapers from Greece