Ο μεγάλος τραπεζικός πονοκέφαλος της Ιταλίας και της Ευρώπης
Είναι η σειρά της Ιταλίας. Η τέταρτη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης είναι η τελευταία δημοκρατία του πλούσιου κόσμου που βιώνει μια περίοδο πολιτικής αναταραχής, αφού το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος για τη συνταγματική μεταρρύθμιση ήταν αρνητικό. Ο Ματέο Ρέντσι υπέβαλε την παραίτησή του και τα φιλολαϊκά κόμματα της Αριστεράς ή της Δεξιάς πιέζουν για πρόωρες εκλογές, αν και είναι πιθανότερο να υπάρξει μια προσωρινή κυβέρνηση, τουλάχιστον στο μεσοπρόθεσμο μέλλον. Στην αντίληψη των αγορών, ο βασικός κίνδυνος δεν είναι το δράμα που ξετυλίγεται στην πολιτική σκηνή της Ρώμης. Αυτή είναι μια χώρα που έχει ανατρέψει πάνω από 60 κυβερνήσεις από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οπότε τι σημασία έχει εάν προστεθεί μία ακόμη στη λίστα; Οι προβληματικές τράπεζες της Ιταλίας είναι το πραγματικό πρόβλημα.
Βεβαρημένες με προβληματικά δάνεια άνω των 360 δισ. ευρώ, τα οποία αναλογούν στο ένα πέμπτο του ιταλικού ΑΕΠ, οι κορυφαίες 12 τράπεζες της χώρας έχουν χάσει πάνω από το ήμισυ της κεφαλαιοποίησής τους από τις αρχές του έτους. Ο κλάδος έχει μεγάλη ανάγκη από σταθερότητα αλλά το τρέχον πολιτικό κλίμα εντείνει την αβεβαιότητα. «Από αυτή τη στιγμή, η ιστορία αυτή αφορά μόνον τις τράπεζες», δήλωσε η Μέιγκαν Γριν, επικεφαλής οικονομολόγος της Manulife Asset Management, στο τηλεοπτικό δίκτυο του Bloomberg.
Από τις άμεσες αντιδράσεις των επενδυτών είναι εφικτό να καταλήξει κανείς σε ένα ή δύο συμπεράσματα. Οι μετοχές της UniCredit, που είναι η μεγαλύτερη τράπεζα στην Ιταλία με ενεργητικό 874 δισ. δολαρίων, εκτοξεύθηκαν κατά 18% στις τρεις συνεδριάσεις μετά το δημοψήφισμα. Η άνοδος αυτή αποδίδεται στο γεγονός ότι οι αγορές είχαν προεξοφλήσει το αρνητικό αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος. Μπορεί, όμως, να υποτιμούν τις πολιτικές επιπτώσεις στον τραπεζικό κλάδο μέσα στους επόμενους μήνες, συμπεριλαμβανομένης της πιθανότητας πρόωρων εκλογών αντί της προγραμματισμένης αναμέτρησης το 2018. «Ολοι αυτοί οι παράγοντες που οδήγησαν στην ήττα του Ρέντσι μπορεί να συνεχίσουν να υφίστανται και το 2017», σχολιάζει ο Φρεντερίκο Σάντι, αναλυτής του Eurasia Group.
Ολη η προσοχή είναι στραμμένη στην Banca Monte dei Paschi, μια τράπεζα 544 ετών και με επισφαλή δάνεια 27,7 δισ. ευρώ. Μετά το δημοψήφισμα, το σχέδιο αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου της τίθεται υπό αμφισβήτηση. Η επιτυχία του σχεδίου δεν ήταν καν εγγυημένη πριν από το δημοψήφισμα. Εάν ο διευθύνων σύμβουλος της Monte dei Paschi, Mάρκο Μορέλι, δεν καταφέρει να πείσει τους επενδυτές να φέρουν εις πέρας την αύξηση μετοχικού κεφαλαίου, τότε θα αναγκαστεί να στραφεί στο ιταλικό κράτος για οικονομική βοήθεια. Αλλά κάτι τέτοιο δεν είναι εύκολο με τους κανόνες της τραπεζικής ένωσης στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Ενα «κούρεμα» σε μετόχους, ομολογιούχους και ανασφάλιστες καταθέσεις θα εξαγριώσει τους υφιστάμενους επενδυτές, πολλοί εκ των οποίων δεν είναι hedge funds αλλά νοικοκυριά, μικρές επιχειρήσεις και καταθέτες. Ενδέχεται, όμως, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να τους καλύψει κάποιες από τις απώλειες.
Δεδομένου ότι οι τράπεζες είναι πολύ συγκρατημένες στην παροχή δανείων λόγω της αδύναμης κατάστασής τους, ο κ. Ρέντσι και οι προκάτοχοί τους προσπαθούσαν να αναστηλώσουν την οικονομία με το ένα χέρι. «Το τραπεζικό πρόβλημα της Ιταλίας επιβραδύνει την ανάκαμψη της οικονομίας και δεν πρόκειται να επιλυθεί από μόνο του», παρατηρεί ο Νίκολας Βέρον, συνεργάτης στο ινστιτούτο Μπρούγκελ. Προσθέτει πως είναι απαραίτητο να συμφωνήσουν οι πολιτικοί και οικονομικοί ηγέτες για μια οριστική λύση.
Ενα σημείο έναρξης για την εκκίνηση της οικονομίας θα ήταν η εφαρμογή μέτρων στήριξης όπως ένα πρόγραμμα με έργα υποδομών. Με αυτήν την ένεση βραχυπρόθεσμης ανάπτυξης, οι τράπεζες θα είχαν τη δυνατότητα να μειώσουν τα βάρη των επισφαλών δανείων με την επέκταση του ενεργητικού τους, περιορίζοντας τις όποιες επιπτώσεις από μια πολιτική αντίδραση κατά του κατεστημένου», σχολιάζει ο κ. Καπούρ. «Θα μπορέσει, όμως, μια κυβέρνηση να το επιτύχει μέσα στους επόμενους 18 μήνες;».
Τα προβληματικά δάνεια των τραπεζών ξεπερνούν τα 360 δισ. ευρώ, τα οποία αναλογούν στο ένα πέμπτο του ιταλικού ΑΕΠ.