Η εθνική μας αυταπάτη
Ηόλων όσοι θεωρούν ότι η Ελλάδα είναι ένα ευρωπαϊκό «νησί» σε μια προβληματική γειτονιά και μπορεί να συμπεριφέρεται σαν να είναι τοποθετημένη μεταξύ Βελγίου και Ολλανδίας, δοκιμάζεται έντονα αυτές τις ημέρες. Η Τουρκία κάνει επίδειξη δύναμης στην περιοχή των Ιμίων, προκαλεί στους αιθέρες, αμφισβητεί το δικαίωμα των Ελλήνων αλεξιπτωτιστών να πραγματοποιούν ασκήσεις στην Κω, διότι είναι «αποστρατικοποιημένη», ενώ την ίδια στιγμή ο πρωθυπουργός και ο υπουργός Εξωτερικών της χώρας εξαπολύουν απειλές εναντίον της ελληνικής κυριαρχίας στον νησιωτικό χώρο του ανατολικού Αιγαίου, μέσω επαναφοράς της θεωρίας των «γκρίζων ζωνών». Με αφορμή τη μη έκδοση των οκτώ φυγάδων, η Τουρκία έχει απλώσει στο τραπέζι όλες τις διεκδικήσεις της στο Αιγαίο και μάλιστα με τρόπο εμφατικό. Εκείνο που είναι πραγματικά λυπηρό σε όλη αυτή την κατάσταση, από την ελληνική πλευρά τουλάχιστον, είναι η αποσπασματικότητα με την οποία το μεγαλύτερο τμήμα του πολιτικού συστήματος αντιμετωπίζει τα ελληνοτουρκικά. Οταν από την πλευρά της Αγκυρας υπάρχει κλιμάκωση, η Αθήνα αναζητεί τρόπους απάντησης. Οταν η Αγκυρα στρέφει το ενδιαφέρον της αλλού, η Αθήνα βυθίζεται ξανά στον ύπνο του δικαίου.
Στον πυρήνα του κράτους υπάρχει μια σιωπηρή μειοψηφία επαγγελματιών που παρακολουθεί αυτές τις σχέσεις, διατηρώντας την ευθυκρισία και τη νηφαλιότητα που απαιτείται προκειμένου να έχουν μια ισορροπημένη αντίληψη της κατάστασης στην Αγκυρα, αλλά και μια πραγματιστική ανάλυση για τη θέση και τις δυνατότητες που μπορεί να έχει η Ελλάδα ως η μοναδική δημοκρατική χώρα στον άμεσο περίγυρο της Τουρκίας. Ο Ερντογάν έχει υποδεχθεί σε λιγότερο από μία εβδομάδα την Αγκελα Μέρκελ και την Τερέζα Μέι. Τον επόμενο μήνα θα μεταβεί στη Μόσχα για να συναντηθεί με τον Πούτιν, ενώ το σαφές μέτωπο της διοίκησης Τραμπ με το Ιράν ενισχύει περαιτέρω την περιφερειακή σημασία της Τουρκίας. Με ποια λογική, λοιπόν, η Ελλάδα εξακολουθεί να αντιμετωπίζει την Τουρκία ως ένα «μακρινό πρόβλημα» που πρέπει να κρύβεται κάτω από το χαλί; Ως πότε θα διεξάγεται ο εσωτερικός διάλογος κωφών «τουρκοφάγων» εναντίον «κατευναστών» χωρίς ίχνος νηφαλιότητας;