Δεν υπάρχουν τραγούδια που ξεφεύγουν
Ο Φοίβος Δεληβοριάς μιλάει στην «Κ» για τον «Διπλοπαντρεμένο» που θα παρουσιάσει με την ορχήστρα ΓΙΑΝ ΒΑΝ
Τα μεσημέρια της Κυριακής συνήθως ο Φοίβος Δεληβοριάς τα περνάει με την κόρη του, την τετράχρονη Ιόλη. Από σήμερα όμως και για τέσσερα κυριακάτικα μεσημέρια θα αφιερωθεί στον ήχο της Ομόνοιας. Λαϊκοδημοτικά γλέντια στις 4 ακριβώς στο «Hotel Ερμού». Στον πεζόδρομο, προτού συναντήσει η Ερμού την Πειραιώς, μαζί με τους «Γιαν Βαν», η συνηθισμένη βόλτα της Κυριακής παίρνει διαφορετική εξέλιξη απ’ αυτή που συναντάμε στην πόλη.
Τα τραγούδια του αγαπημένου τραγουδοποιού ανταμώνουν με τις προβοκατόρικες μουσικές της μπάντας, τον ήχο των πανηγυριών της δεκαετίας του ’70 σε μια εκδοχή του σήμερα, αντάμα με την τζαζ και τους συννεφιασμένους δεκαπεντασύλλαβους στίχους του Ευθύμη Φιλίππου. Ανεση και αίσθημα επαρχίας, ηχητική παρακμή του «σκυλάδικου» αλλά και σύγχρονη τζαζ. Αλλωστε, το συγκρότημα του Γιάννη Αγγελόπουλου συνδυάζει έξυπνα τον λαϊκοδημοτικό ήχο με το φανκ και το άφρο μπιτ, το κλαρίνο με το μπασοκίθαρο, τα πλήκτρα και το ροκ του ’70. Τίτλος της παράστασης «Ο διπλοπαντρεμένος».
Ας δούμε όμως τι οδήγησε τον Φοίβο Δεληβοριά σε αυτή τη μουσική συνάντηση με την ορχήστρα «ΓΙΑΝ ΒΑΝ» που μετασχηματίζει με ενδιαφέρον, χιούμορ και φαντασία τον λαϊκοδημοτικό «ήχο της Ομόνοιας», κουβαλώντας μαζί τη νοσταλγία της ξεχασμένης κασέτας και του βινυλίου. – Συχνά οι τραγουδοποιοί φλερτάρουν με διαφορετικά μουσικά είδη. Εχετε ήδη πλησιάσει το λαϊκό, το μπλουζ, την μπόσα νόβα. Τι διαφορετικό έχει το πλησίασμα στο λαϊκοδημοτικό;
– Είναι πολύ πιο αμφιλεγόμενη περιοχή, έχει κάτι που ενοχλεί κάποια ακροατήρια ακόμα. Αρα έχει ακόμη αληθινές δυνατότητες να τα κινήσει. Για πόσα είδη της τακτοποιημένης ελληνικής μουσικής μπορείς να το πεις ακόμα αυτό; Είναι ένα πιο βρώμικο, πιο «αμαρτωλό» δημοτικό. Γίνονται ακόμα λάθη εκεί, γλωσσικά, μουσικά, υπάρχει ελευθερία. Εχουν υπάρξει έξοχες κινήσεις «προσωπικών» δημιουργών προς τις άναρχες περιοχές του (Σαββόπουλος στα «Τραπεζάκια», Σταύρος Τσιώλης κ.ά.), αλλά παραμένει ασπούδαχτο, χωρίς κανόνες, επικίνδυνο. Τα άλλα είδη λίγο - πολύ στην Ελλάδα έχουν αποκατασταθεί, μένουν σε σπίτια πανομοιότυπα. Αυτό όχι. – Τι βρίσκετε σε αυτό που κάνει ο Αγγελόπουλος και το συγκρότημά του που δεν έχουν τα δικά σας τραγούδια και αντίστροφα;
–Βρίσκω κάτι πολύ δικό μου, σεβασμό και καφρίλα την ίδια ώρα, μελαγχολία και αγάπη για τη ζωή. Η εμμονή του Γιάννη όμως, που είναι ένας απολύτως σύγχρονος μουσικός, με τις κασέτες από τα πανηγύρια, είναι κάτι τελείως δικό του, κάτι που του έδωσε λύσεις, τον απελευθέρωσε, είναι πια το επίκεντρο της μοναχικής του αναζήτησης. Και πιστεύω πως θα τον πάει πολύ μακριά. – Το πανηγύρι, αλλά και τα σκυλάδικα της Ομόνοιας, είχαν παλιά μια ορισμένη ιεροτελεστία, αυστηρούς κανόνες που όφειλες να σεβαστείς. Εχετε τέτοιες εμπειρίες;
–Οχι, αυτά που πρόλαβα εγώ ήταν λίγο μετά απ’ αυτό που λέτε. Δεν ανήκα όμως και πάλι, ήμουν άλλη φάτσα. Ο σεβασμός όμως ήταν αυτονόητος. Αλλιώς δεν θα πήγαινα. Δεν καταλαβαίνω αυτούς που πάνε κάπου για να κοροϊδέψουν. Ή μάλλον καταλαβαίνω. Και δεν μου αρέσει αυτό που καταλαβαίνω. – Αρκετοί ομότεχνοί σας τραγούδησαν υπέρ του ΣΥΡΙΖΑ, εναντίον του μνημονίου, του «ΝΑΙ» κ.λπ. Και άλλοι, όπως ο Πορτοκάλογλου και ο Μαραβέγιας, λοιδωρήθηκαν εξαιτίας τραγουδιών τους που θε- ωρήθηκε ότι υπερασπίζονται κάτι διαφορετικό. Είναι ο κόσμος του τραγουδιού διχασμένος ή ο κόσμος των ακροατών;
–Δεν μου αρέσει αυτή η συζήτηση. Ποτέ δεν μου άρεσε από παιδί, όταν οι μεγαλύτεροι αντί να ακούσουν και να αφομοιώσουν, να αγαπήσουν ή να κρίνουν τον Θεοδωράκη και τον Χατζιδάκι π.χ., τους συζητούσαν κυρίως με βάση τα ιδεολογικά τους. Η θέση και η στάση είναι απολύτως σημαντικά πράγματα για όλους μας, αλλά πρέπει να τα ξεχνάμε όταν ακούμε ένα τραγούδι. Αλλιώς, δεν θα μας κουνήσει ποτέ απ’ τη θέση μας. Και η τραγωδία τώρα είναι πως δεν υπάρχουν σχεδόν καθόλου τραγούδια που να ξεφεύγουν από τη συνταγή του κάθε είδους που υπηρετούν. Εντεχνα, λαϊκά, αλτέρνατιβ, η συντριπτική πλειοψηφία βγαίνει από «οργουελικές στιχομηχανές», όπως υπέροχα είχε πει ο Αλέξανδρος Βούλγαρης. Αυτό θα ’πρεπε να συζητάμε, είναι πάνδημο αυτού του είδους το πένθος – και υπήρχε και αρκετά πριν το 2010. – Βλέπω ότι συμμετέχετε στην επιμέλεια της έκθεσης για τη δεκαετία του ’80, την οποία, εξάλλου, έχετε τραγουδήσει. Τι επιβιώνει από αυτή σήμερα;
–Η δυστυχία των λαϊκών ανθρώπων. Για λίγο τότε είχαν πιστέψει πως θα ζούσαν σαν βασιλιάδες. Σκέψου τι απέμεινε απ’ την Neverland του Μάικλ Τζάκσον ή από τις υπερδυνάμεις του Κρίστοφερ Ριβ. Ολοι σ’ όλον τον πλανήτη ονειρευτήκαμε πως ήμασταν ο Ρόκι, διά της κατανάλωσης. Ετσι διαλύθηκε όλη η συνείδηση του μεταπολεμικού ανθρώπου. Είχε πει μετά το ’45 «δεν θα ξεχάσω». Στη δεκαετία του ’80 ξεχάστηκε. Και τον κατέστρεψαν.
Τέσσερις παραστάσεις με συνδυασμό του λαϊκοδημοτικού ήχου με το φανκ, το άφρο μπιτ, το κλαρίνο και το ροκ του ’70.