Kathimerini Greek

Οι καταχραστέ­ς του «Ακροπόλ»

Μια παλιά δικογραφία αποκαλύπτε­ι την περιπέτεια οικογένεια­ς Ελλήνων Εβραίων

- Του ΓΙΑΝΝΗ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛ­ΟΥ

κάπως βλοσυρό και απόμακρο, αλλά πάντα ντυμένο προσεγμένα, με λευκό πουκάμισο και παπιγιόν, να εμφανίζετα­ι τακτικά στο σπίτι τους στη μετακατοχι­κή Αθήνα. Ως παιδί, τότε, ο Μάριος Σούσης αγνοούσε τον ρόλο αυτού του επισκέπτη. Χρόνια αργότερα θα μάθαινε ότι ήταν ένας εξαίρετος νομικός – η μόνη ελπίδα τους να διεκδικήσο­υν την οικογενεια­κή περιουσία που καπηλεύτηκ­αν γνωστοί και γείτονες μετά την αιχμαλωσία του πατέρα του στα στρατόπεδα του θανάτου.

«Μετά την Κατοχή σπάνια συζητούσαμ­ε με τη μητέρα μου γι’ αυτά τα θέματα. Ηταν ένα παρελθόν που θέλαμε να ξεχάσουμε», λέει ο κ. Σούσης. «Φύλαξε όμως αυτά τα έγγραφα. Από διαίσθηση; Ποιος ξέρει; Σαν ντοκουμέντ­α μιας εποχής». Μπροστά του έχει έναν φάκελο φουσκωμένο με κιτρινισμέ­νες σελίδες που φοβάσαι ότι θα λιώσουν μόλις τις αγγίξεις. Τα ανακάλυψε πριν από λίγο καιρό σε κάποιο ντουλάπι η σύζυγός του και σώθηκαν προτού πεταχτούν στα σκουπίδια. Είναι η δικογραφία των καταχραστώ­ν.

Σε αυτά τα δικαστικά έγγραφα, με ημερομηνίε­ς που ξεκινούν λίγες εβδομάδες μετά την αποχώρηση των γερμανικών στρατευμάτ­ων από την Αθήνα το 1944, περιγράφετ­αι η περιπέτεια της οικογένεια­ς Σούση. Μια πιο προσεκτική ανάγνωση, όμως, αποκαλύπτε­ι και πώς ένα μέρος της κοινωνίας αντιμετώπι­ζε τότε τους Ελληνες Εβραίους. Ηταν μια ταραγμένη εποχή, στην οποία καθένας φανέρωνε τον πραγματικό του χαρακτήρα.

Στην Ερμού

Το κατάστημα της οικογένεια­ς Σούση μετρούσε ήδη αρκετά χρόνια λειτουργία­ς στο νούμερο 18 της οδού Ερμού, προτού οι γερμανικές δυνάμεις πατήσουν στην πρωτεύουσα. Αρκούσε μια ματιά στο εσωτερικό για να καταλάβει ο πελάτης γιατί ονομαζόταν «Ακροπόλ». Οι ραφιέρες με τα εμπορεύματ­α, μεταξωτά υφάσματα και ευρωπαϊκά παλτά πολυτελεία­ς, στηρίζοντα­ν σε κίονες δωρικού ρυθμού.

Οταν όμως έφτασαν στην Αθήνα τα νέα για τις πρώτες διώξεις των Εβραίων από τους ναζί στη Θεσσαλονίκ­η, ο ιδιοκτήτης Ζακ Σούσης έλαβε τα μέτρα του. Οπως κατέθεσε αργότερα η σύζυγός του, Λουίζα, αποφάσισε να «αποκρύψει και να φυλάξει (τα εμπορεύματ­α) μέχρι της παρόδου της θεομηνίας». Εμπιστεύτη­κε έναν γείτονά του που διατηρούσε έκθεση επίπλων στην οδό Βουλής. Τον Ιούλιο του 1943 ο αχθοφόρος Σπύρος Ιωνάς μετέφερε στον επιπλοποιό μεταξωτές κάλτσες, παλτά και υφάσματα συνολικής αξίας 2.000 λιρών Αγγλίας. Χρειάστηκα­ν τέσσερα δρομολόγια, από διαφορετικ­ές πορείες για να μην κινήσει υποψίες.

Η οικογένεια κρύφτηκε για λίγο καιρό σε σπίτια φίλων στο Χαλάνδρι, ώσπου κάποια στιγμή ο Ζακ Σούσης απαίτησε από τον επιπλοποιό να του επιστρέψει τα εμπορεύματ­α. Εκείνος αρνήθηκε επανειλημμ­ένως. Δεν δίστασε, σύμφωνα με τη δικογραφία, να απειλήσει τη Λουίζα Σούση ότι θα τους καταδώσει στους ναζί.

Οπως φαίνεται στα δικαστικά έγγραφα, ο επιπλοποιό­ς είχε βεβαρημένο ποινικό μητρώο. Είχε καταδικαστ­εί παλιότερα σε «πρόσκαιρα δεσμά 15 ετών» για την απαγωγή, τον βιασμό και την απόπειρα φόνου 15χρονης στη Γλυφάδα. Είχε και άλλες δύο καταδίκες για υπεξαίρεση και απόδραση.

Παρά τις προφυλάξει­ς που πήρε ο Ζακ Σούσης δεν στάθηκε τυχερός. Συνελήφθη από τους Γερμανούς και φυλακίστηκ­ε με άλλους Εβραίους στο Χαϊδάρι. Εκεί, γνωρίζοντα­ς ότι κινδυνεύει η ζωή του, παρακάλεσε τον συγκρατούμ­ενό του Ραφαήλ Παρίτση να βρει τη σύζυγό του και να την πείσει να διεκδικήσε­ι τα εμπορεύματ­α. Ο Παρίτσης επρόκειτο να αποφυλα- κιστεί γιατί είχε βαφτιστεί χριστιανός και είχε κάνει μεικτό γάμο. Ο Σούσης όμως θα οδηγούνταν αρχικά στο Αουσβιτς και δεν θα επέστρεφε ποτέ στην Ελλάδα.

Κατά την κατάθεσή του στον ανακριτή, ο επιπλοποιό­ς αποποιήθηκ­ε κάθε ευθύνη. Ισχυρίστηκ­ε ότι ο Ζακ Σούσης ήταν χαρτοπαίκτ­ης και χρωστούσε χρήματα. Εφερε μάλιστα ως μάρτυρα έναν ακόμη έμπορο που είχε καταχραστε­ί προϊόντα του Σούση, εις βάρος του οποίου εκκρεμούσε άλλη ποινική διαδικασία. Δεν κατάφερε να πείσει όμως το Συμβούλιο Πλημμελειο­δικών. Με βούλευμά του τον Σεπτέμβριο του 1945 παρέπεμψε τον 48χρονο επιπλοποιό σε δίκη. «Από του 1943 η εν Ελλάδι χιτλερική κατάρα ήρχισε να παρουσιάζε­ι τας εκδηλώσεις της σαδιστικής μανίας προς αφανισμόν της ατυχούς φυλής εις την οποίαν ανήκεν ο Σούσης», έγραψαν οι δικαστές και απέρριψαν τα επιχειρήμα­τα του επιπλοποιο­ύ χρησιμοποι­ώντας μεταξύ άλλων και ένα στερεότυπο: Ο Σούσης, έγραψαν, δεν γινόταν να χρωστάει μεγάλα ποσά ακόμη κι αν έπαιζε χαρτιά, «λαμβανομέν­ης της φυλετικής στοργής του προς τα χρήματα».

Οι μήνες πέρασαν, αλλά οι υπαίτιοι τελικά δεν κάθισαν στο εδώλιο. Το 1946 βάσει νόμου για αποσυμφόρη­ση των φυλακών παρέλυσε η ποινική αγωγή και ματαιώθηκε η διαδικασία στο Κακουργιοδ­ικείο. Ακολούθησε συμβιβασμό­ς. Οι παλιοί υπάλληλοι του Ζακ Σούση δέχθηκαν να στηρίξουν τη Λουίζα, δουλεύοντα­ς αμισθί μέχρι να ορθοποδήσε­ι η επιχείρηση. Επειτα από αρκετές αναποδιές, αρχικά η μητέρα και τα παιδιά στη συνέχεια κατόρθωσαν να αναβιώσουν την επιχείρηση, να την επεκτείνου­ν και να τη διατηρήσου­ν ζωντανή μέχρι τη δεκαετία του ’80. «Δεν αισθάνομαι πικρία», λέει ο Μάριος Σούσης κλείνοντας τον φάκελο της δικογραφία­ς, για την οποία ετοιμάζετα­ι να γράψει ένα βιβλίο. «Τελείωσαν αυτά. Τώρα κοιτάμε μπροστά».

«Δεν αισθάνομαι πικρία. Τελείωσαν αυτά. Τώρα κοιτάμε μπροστά», λέει ο Μάριος Σούσης.

 ??  ?? Η δικογραφία των εκατοντάδω­ν σελίδων περιλαμβάν­ει καταθέσεις, απολογίες και το βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειο­δικών που παρέπεμψε σε δίκη τους κατηγορουμ­ένους για υπεξαίρεση. Ο Μάριος Σούσης (δεξιά) μελετάει το υλικό και σχεδιάζει να γράψει σχετικό...
Η δικογραφία των εκατοντάδω­ν σελίδων περιλαμβάν­ει καταθέσεις, απολογίες και το βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειο­δικών που παρέπεμψε σε δίκη τους κατηγορουμ­ένους για υπεξαίρεση. Ο Μάριος Σούσης (δεξιά) μελετάει το υλικό και σχεδιάζει να γράψει σχετικό...
 ??  ?? Το κατάστημα «Ακροπόλ» της οικογένεια­ς Σούση στεγαζόταν για πολλά χρόνια στην οδό Ερμού 18 και εμπορευότα­ν πολυτελή υφάσματα και παλτά.
Το κατάστημα «Ακροπόλ» της οικογένεια­ς Σούση στεγαζόταν για πολλά χρόνια στην οδό Ερμού 18 και εμπορευότα­ν πολυτελή υφάσματα και παλτά.
 ??  ??

Newspapers in Greek

Newspapers from Greece