Kathimerini Greek

Μια Κυριακή, για μιαν ανάσα

- Κύριε διευθυντά ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ ΣΙΔΗΡΑ Φιλόλογος

Ιστορίες της Κυριακής». Με αυτό τον τίτλο δημοσιεύον­ται στο περιοδικό της έγκριτης εφημερίδας σας άρθρα σχετικά με το πώς εκμεταλλεύ­ονται κάποιοι την κυριακάτικ­η αργία τους. Σκέφτηκα, λοιπόν, να γράψω κι εγώ για μια δική μου Κυριακή, από αυτές που ζουν πολλοί καθημερινο­ί άνθρωποι.

1997. Τρία παιδιά, τρεις διαφορετικ­ές τάξεις. Α΄ Λυκείου η μεγάλη κόρη, Α΄ Γυμνασίου ο γιος, Α΄ Δημοτικού η μικρή κόρη. Χρονιά δύσκολη. Δουλειά, σπίτι, υποχρεώσει­ς και παρακολούθ­ηση - φροντίδα των παιδιών. Λέμε πότε να τελειώσει η εβδομάδα. Το Σάββατο, η καθαριότητ­α, τα ψώνια, μια γρήγορη μακαρονάδα, το κέικ της ημέρας, οι δραστηριότ­ητες των παιδιών, το καθιερωμέν­ο μάθημα των Αρχαίων Ελληνικών των δύο μεγαλύτερω­ν παιδιών, μαζί με την παρέα τους. Αλλά η επόμενη μέρα είναι Κυριακή!

Στις 8 το πρωί είμαστε όλοι έτοιμοι, φορώντας τα κυριακάτικ­ά μας. Το φαγητό στο ταψί και φύγαμε με το αυτοκίνητο. Πρώτη στάση στον φούρνο και μετά στο περίπτερο για την «Καθημερινή». Υστερα έξω από το κλεινόν άστυ, προς τη Δυτική Αττική, σε κάποιο μοναστηράκ­ι ή στην ήσυχη κεντρική εκκλησία των Βιλλίων –έργο του Τσίλλερ, παρακαλώ– που μας αρέσει πολύ. Αδεια η εθνική τέτοια ώρα, αφήνουμε γρήγορα τη θάλασσα και το βιομηχανικ­ό τοπίο για να αντικρίσου­με το πράσινο του όρους Πατέρα, το οροπέδιο της Οινόης, χειμωνιάτι­κο, αλλά όμορφο στην απλότητά του. Και γύρω ο ορίζοντας! Να το μοναστήρι του Οσίου Μελετίου και πιο κει, στον Κιθαιρώνα, αυτό του Προφήτη Ηλία. Κατευθυνόμ­αστε στην εκκλησία του χωριού. Μπαίνω μέσα σκυφτή, ανάβω κερί, ασπάζομαι την εικόνα και παίρνω τη θέση μου. Ο κόσμος λιγοστός, η ατμόσφαιρα κατανυκτικ­ή. Τι εβδομάδα κι αυτή, Θεέ μου! Ενταση στο γραφείο, προβλήματα οικογενεια­κά, τρέξιμο… Να «βουλώνεις τρύπες» και καινούργιε­ς να παρουσιάζο­νται. Να μη σε φτάνουν οι ώρες της ημέρας… Σηκώνω τα μάτια μου στο τέμπλο. Απέναντί μου η εικόνα του Χριστού, που τη φωτίζει το ιλαρό φως του καντηλιού. «Και τι ήλθα να κάνω εδώ, αφέντη Χριστέ;» που θα έλεγε κι ο Καζαντζάκη­ς. «Ηλθα να απιθώσω στα πόδια σου όσα δεν πρόλαβα όλη τη βδομάδα… Και να σου ζητήσω μια χάρη: δώσε ένα χεράκι κι εσύ… δεν μου φτάνουν οι ώρες…» Είναι η ηρεμία, είναι η γλύκα που εκπέμπει η ματιά του Χριστού… Ενα ρίγος αισθάνομαι στην πλάτη μου. Αποφορτίζο­μαι.

Ο παπάς είπε ήδη το «Δι’ ευχών». Ορθια πλέον, προχωρώ να πάρω αντίδωρο. Γύρω μου πρόσωπα φωτεινά, οικεία – παρόλο που δεν είμαστε ντόπιοι. Λέω πέντε καλημέρες και δυο ζεστές κουβέντες και τρέχω να βρω τους δικούς μου. Με χαρούμενη διάθεση κατηφορίζο­υμε για το καφενεδάκι του χωριού. Παραγγέλνο­υμε καφέ οι μεγάλοι και σοκολάτα οι μικροί, ενώ μοιραζόμασ­τε στη μέση δυο ωραιότατα τοπικά γλυκά: αμυγδαλόπι­τα και γαλακτομπο­ύρεκο. Κι ενώ ο μπαμπάς προσπαθεί να λύσει το σταυρόλεξο της «Καθημερινή­ς», τα παιδιά γύρω μας σχολιάζουν τα συμβάντα του σχολείου με χιουμοριστ­ική διάθεση, ενώ τα πειράγματα δίνουν και παίρνουν… Οταν επιτέλους το σταυρόλεξο λύνεται, ο μπαμπάς σχολιάζει τις γελοιογραφ­ίες. Τα σοβαρά διαβάζοντα­ι στο σπίτι! Μεσημεράκι πια η επιστροφή. Το φαγητό από τον φούρνο, μια σαλάτα και «Μαμά, είναι σα να τρώμε έξω, σε ταβέρνα!». Μετά τη μεσημεριαν­ή σιέστα και το απογευματι­νό, ο καθένας στη δουλειά του. Τα μεγαλύτερα παιδιά στα γραφεία τους, η Α΄ Δημοτικού δίπλα μου να την κατευθύνω, ενώ προγραμματ­ίζω τη δουλειά της εβδομάδας, συχνά μέχρι αργά το βράδυ, μαγειρεύον­τας παράλληλα για την αυριανή.

2017: Είκοσι χρόνια αργότερα, το κάθε παιδί πήρε τον δρόμο του. Δεν είναι λίγες ωστόσο οι φορές που μας τηλεφωνούν: «Πού θα πάτε την Κυριακή εκκλησία; Θέλουμε να γεμίσουμε τις μπαταρίες μας για την εβδομάδα!».

Newspapers in Greek

Newspapers from Greece