Υπάρχει λόγος σοβαρός
Κάποτε αν άκουγες, ας πούμε Θεοδωράκη και διάβαζες «Αυγή», όλοι ήξεραν τι ήσουν. Κι αργότερα, όταν τα αίματα είχαν κρυώσει, αν άκουγες Ρίτα και διάβαζες «Αυριανή», όλοι ήξεραν τι ψήφιζες. Αν όμως άκουγες Φατμέ;
Τέκνο της δεκαετίας του ’80, ο Νίκος Πορτοκάλογλου άρχισε να γράφει τραγούδια όταν μπορούσαν πια να συναντηθούν όλοι στο ίδιο ακροατήριο, χωρίς πιστοποιητικά αισθητικών ή πολιτικών φρονημάτων.
Το ύφος που υπηρέτησε δεν ένιωθε την ανάγκη να επιβληθεί ως έντεχνο, ούτε φοβόταν μήπως παρεξηγηθεί για λαϊκό. Απηχούσε την ώσμωση που είχε ήδη συντελεστεί κοινωνικά – την άρση των παλαιών διχασμών. Τη θραύση των κληρονομημένων στερεοτύπων.
Ετσι συνέχισε κι αργότερα ο Πορτοκάλογλου, γράφοντας μια ποπ με στιβαρό στίχο, που είχε και τις σαββοπουλικές στιγμές της – χωρίς το ποιητικό βάθος, αλλά και χωρίς τον διδακτισμό του Σαββόπουλου. Ακόμη και τα πολιτικά του τραγούδια είχαν μια γλυκύτητα που δεν σου επέτρεπε να τα κατατάξεις ως πολιτικά – είχαν πάντα το ένα μάτι στη συλλογική και το άλλο στην ατομική μοίρα.
Ο Πορτοκάλογλου δεν άλλαξε. Μουσικά συνέχισε να πειραματίζεται. Αλλά το τραγουδοποιητικό του ύφασμα παρέμεινε ίδιο, παρά τις αλλαγές στα χρώματα. Παρέμεινε το απαλό ύφασμα ενός δημιουργού που εμπνέεται από τη συγκυρία, αλλά δεν αρθρώνει αξίωση να την επηρεάσει. Που είναι περισσότερο προσανατολισμένος στην εσωτερική ζωή, χωρίς να υποδύεται ότι κατέχει και κηρύττει κάποια αλήθεια.
Ο Πορτοκάλογλου δεν άλλαξε. Αλλαξε όμως η εποχή. Στις πλατείες, ψηφιακές και πραγματικές, το ακροατήριο φορτίστηκε τόσο πολύ που δεν σου επέτρεπε πια να μην είσαι στρατευμένος. Δεν επιτρεπόταν πια να γράφεις πολιτικό τραγούδι με το χέρι γυμνό. Με το χέρι χωρίς κόκκινο γάντι.
Κάπως έτσι ο χαμηλόφωνος βάρδος επιστρατεύτηκε ως εχθρός. Κατασκευάστηκε ως απρόθυμος ακτιβιστής της άλλης πλευράς. Ενα τραγούδι με αναμφίλεκτα συμφιλιωτικό μήνυμα («νικητές και νικημένοι, όλοι χάσαμε μαζί») μεταφράστηκε βιαίως σε μνημονιακή προπαγάνδα.
Αν υπάρχει σήμερα λόγος σοβαρός να ακούσει κανείς ξανά το τραγούδι του Πορτοκάλογλου –στο CD που διατίθεται μαζί με την «Καθημερινή»– είναι και για να θυμηθεί το πολιτικό περιβάλλον που προκάλεσε εκείνη την παραχάραξη.
Σήμερα οι (οικειοθελώς) στρατευμένοι ομότεχνοι του Πορτοκάλογλου ψάχνουν μικρόφωνο για να καταθέσουν τη μεταμέλειά τους – κοψογάντηδες, αφού, αντί για το χέρι, προτιμούν να κόψουν τη μόδα που ξέφτισε. Η «σκηνή» –όπως ευφημιστικά λέγεται ο συρμός τον οποίο δεν ακολούθησε ο Πορτοκάλογλου– προσπαθεί πάλι να συντονιστεί με την πλατεία, που έχει στρέψει αλλού τον θυμό της. Δεν πρόκειται βέβαια για αληθινή μεταστροφή. Πρόκειται για «στρίψιμο» – για προσαρμογή στα νέα γούστα. Ο στίχος μένει ανεκπλήρωτος. Αυτό που θα περνούσε δεν λέει να περάσει με τίποτε.