Η απόλυτη αποψίλωση κάθε νέας δραστηριότητας
Οι επενδύσεις στην Ελλάδα –είτε αυτές είναι ιδιωτικές είτε δημόσιες– έχουν υποχωρήσει δραματικά. Από τα επίπεδα των 58 δισ. ευρώ, που καταγράφηκαν στη χρήση του 2010 έχουν πέσει πλέον στα επίπεδα των 20-21 δισ. ετησίως, από το 2014 και μετά. Και ναι μεν δείχνουν να έχουν σταθεροποιηθεί σε αυτά τα επίπεδα, πλην όμως παραμένουν ως ποσοστό επί του ΑΕΠ πολύ χαμηλότερα από όσο απαιτείται για να ενισχύσουν καίρια την οικονομική δραστηριότητα αλλά και χαμηλότερα από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο.
Για παράδειγμα το 2016, το σύνολο των επενδύσεων στην Ελλάδα υπολογίζεται στο 12,4% του ΑΕΠ. Αυτό είναι κατά 7,1 ποσοστιαίες μονάδες από το μέσο ευρωπαϊκό επίπεδο και σαφώς ανεπαρκές για να τονώσουν την ανάπτυξη.
Βέβαια, ένα μεγάλο μέρος της ύφεσης στην επενδυτική δραστηριότητα είναι εξηγήσιμο από την κατάρρευση των επενδύσεων στις κατασκευές, που αποτέλεσαν την ατμομηχανή της ελληνικής οικονομίας για σειρά ετών, αν όχι δεκαετιών. Οι εν λόγω δαπάνες μειώθηκαν κατά 70% από το 2007 έως το 2014.
Στο μεταξύ, το ίδιο διάστημα μειώθηκαν κατά 39% και οι επενδύσεις στον βιομηχανικό κλάδο. Και όλα αυτά ενώ την ίδια ώρα το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων δεν μπόρεσε να σηκώσει απολύτως κανένα βάρος αφού οι δημοσιονομικοί περιορισμοί εξουδετέρωσαν τη δυνατότητα αντιστάθμισης των επενδυτικών δαπανών από το Δημόσιο.
Τα τελευταία τέσσερα χρόνια, οι δαπάνες του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων παραμένουν σταθερά προσκολλημένες στην περιοχή των 6,5 δισ. ευρώ. Ούτε όμως οι άμεσες ξένες επενδύσεις μπόρεσαν να αντισταθμίσουν το επενδυτικό έλλειμμα. Κυμαίνονται επίσης σταθερά μεταξύ ενός και δύο δισεκατομμυρίων ευρώ ετησίως με χαμηλό το 1,028 δισ. του 2015.
Με τους δημοσιονομικούς περιορισμούς δεδομένους, την αποταμίευση σε αποδρομή και τις τράπεζες σε απομόχλευση, αλλά και το επενδυτικό κλίμα που επικρατεί για τη χώρα στο εξωτερικό επιεικώς επιφυλακτικό, είναι δύσκολο να διαπιστώσει κανείς πώς θα μπορούσε να μεταβληθεί προς το θετικότερο η εικόνα χωρίς επιτάχυνση και διεύρυνση του προγράμματος αποκρατικοποιήσεων. Το οποίο όμως και αυτό προχωράει με εξαιρετικά βραδείς ρυθμούς, ως γνωστόν.