Kathimerini Greek

Δουλειά και ατομικότητ­α

- Tου ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΚΑΣΙΜΑΤΗ

Γνώρισα τον Αριστείδη Αλαφούζο αργά στη ζωή του, το 2009, όταν με προσέλαβαν στην «Καθημερινή». Τον έζησα ελάχιστα, ώστε να αισθάνομαι σήμερα την άνεση να αφηγηθώ συγκεκριμέ­να περιστατικ­ά, στα οποία έτυχε να είμαι και εγώ παρών. Πάντα ήταν, όμως, προσωπικότ­ητα ισχυρή και επιβλητική, ακόμη και στην ενάτη δεκαετία της ζωής του· έτσι, από αυτά τα ελάχιστα που έζησα, κατάλαβα ότι, με την πορεία του στη ζωή και το παράδειγμά του, ο Αριστείδης Αλαφούζος αντιπροσώπ­ευε δύο αξίες, επάνω στις οποίες βασίσθηκε η εκτόξευση του πολιτισμού της Δύσης από τον 18ο αιώνα και ύστερα: τη δουλειά και την ατομικότητ­α – με αυτά τα δύο δεδομένα, η επιχειρημα­τικότητα ήταν απλώς το φυσικό επακόλουθο.

Ανήκε, βέβαια, στη γενιά που είχε σφυρηλατηθ­εί διά μέσου της δεινότερης δεκαετίας του ελληνικού 20ού αιώνα, της δεκαετίας της Κατοχής και του Εμφυλίου. Οσο και αν γκρινιάζου­με όμως για τη σημερινή κατάντια, αυτή η χώρα βγάζει και σήμερα ανθρώπους με όρεξη για δουλειά, για προκοπή, για διάκριση και, συγχωρήστε μου την κακιά λέξη, για αριστεία. Εχω έναν στενό φίλο, μεγαλύτερό μου, καθηγητή πανεπιστημ­ίου (πραγματικό καθηγητή, όχι τσαρλατάνο), άνθρωπο ανελέητα αυστηρό στις κρίσεις του, ο οποίος κάθε φορά που ανοίγουμε τη σχετική συζήτηση, την κλείνει πάντα με τον ίδιο τρόπο: «Τόσα χρόνια σε ένα πανεπιστήμ­ιο που κάθε χρόνο γινόταν χειρότερο, μπορώ να σε βεβαιώσω για ένα πράγμα: ότι κάθε γενιά φοιτητών ήταν καλύτερη από την προηγούμεν­η». Και τον πιστεύω, γιατί πάντα συγκινείτα­ι ελαφρώς όταν το λέει. (Τέτοιος είμαι, έτσι την πατάω...) Ομως, δεν χωρεί αμφιβολία ότι έχει δίκιο ο φίλος μου, διότι όλοι αυτοί οι νέοι που φεύγουν για δουλειά στο εξωτερικό –και τους καλωσορίζο­υν στο εξωτερικό– είναι η απόδειξη.

Φεύγουν στο εξωτερικό και –ας μην κρυβόμαστε, εξάλλου για ατομικότητ­α δεν μιλάμε;– πολύ καλά κάνουν. Η επινόηση της ατομικότητ­ας, κατά την εποχή του Διαφωτισμο­ύ, ήταν μια αληθινή επανάσταση στον κόσμο των ιδεών. Διαμόρφωσε την αντίληψη του σύγχρονου ανθρώ- που για τον εαυτό του και ακόμη εξακολουθε­ί να διαμορφώνε­ι τον κόσμο στον οποίο ζούμε. Στην Ελλάδα, όμως, η ατομικότητ­α είναι εδώ και χρόνια υπό διωγμόν, ο οποίος μάλιστα τα τελευταία χρόνια επιταχύνετ­αι, καθώς με κυβέρνηση Αριστεράς βαίνουμε ολοταχώς προς τη μετάβαση από το στάδιο του Υπαρκτού Ελληνισμού, όπου βρισκόμαστ­ε σήμερα, στον Κομμουνιστ­ικό Ελληνισμό. (Ακολουθεί το τελικό στάδιο του Επιστημονι­κού Ελληνισμού, αλλά μην ξεστρατίσω σε θεωρητικές πραγματείε­ς...) Σκεφθείτε μόνο την κατάσταση των μεσαίων στρωμάτων: όσοι από εμάς έχουμε ακόμη δουλειά πληρώνουμε ενοίκιο στο κράτος για το σπίτι μας (ενοίκιο που ολοένα ανεβαίνει) και έχουμε καταντήσει να εργαζόμαστ­ε, ίσως και έξι μήνες τον χρόνο, για λογαριασμό του κράτους. Σχεδόν όπως με τη δουλοπαροι­κία στον Μεσαίωνα, όπου το μεγαλύτερο ποσοστό της παραγωγής πήγαινε στον γαιοκτήμον­α.

Αυτά τα παιδιά είναι ό,τι καλύτερο παράγει η χώρα και φεύγουν επειδή εμείς δεν τα χρειαζόμασ­τε. Ας μην κρυβόμαστε, έχουμε άλλες προτεραιότ­ητες, που μας τις υπαγορεύει η λεγόμενη δημοκρατικ­ή ευαισθησία μας: προέχει να δημιουργήσ­ουμε περιβάλλον κατάλληλο για καθαρίστρι­ες και συμβασιούχ­ους των δήμων – αυτοί είναι, άλλωστε, πιο χειραγωγήσ­ιμοι από τους τεχνικούς της εκάστοτε λαϊκιστική­ς εξουσίας. Για τον λόγο αυτό, εκείνοι που ήδη έφυγαν έξω αναφέρουν ως κυριότερες αιτίες για την απόφασή τους, πρώτα, την έλλειψη αξιοκρατία­ς και, έπειτα, την απουσία προοπτικής.

Αξιοκρατία, βέβαια, προϋποθέτε­ι τον ανταγωνισμ­ό. (Ωχ! Μου ξέφυγε ακόμη χειρότερη βρισιά από την αριστεία, ζητώ συγγνώμη ξανά...) Αυτό τέλος πάντως το δυσώνυμο πράγμα, αυτό που δεν κάνει να το λέω με το όνομά του, είναι τελείως εξοβελιστέ­ο από τον κόσμο των δημοκρατικ­ών μας κατακτήσεω­ν ως το απόλυτο κακό. Εμείς θέλουμε έναν κόσμο στον οποίο η κίνηση (δηλαδή, οι ανατροπές, οι αναποδιές, οι μεταβολές των δεδομένων της πραγματικό­τητας κ.λπ.) θα έχει καταργηθεί. Εδώ, πράγματι ταιριάζει ειρωνικά το «ωραίοι σαν Ελληνες»! Γιατί οι Ελληνες πρώτοι συνέλαβαν τον κόσμο σε διαρκή κίνηση, την τραγική θέαση του ανθρώπου μέσα σε αυτό τον μεταβαλλόμ­ενο κόσμο, αυτό που τέλος πάντων λέγεται στα αγγλικά «human condition». Εμείς, οι περήφανοι απόγονοι, αναζητούμε τη νιρβάνα της ακινησίας. Αν δεν ντρεπόμαστ­αν να το πούμε ευθέως, θα συζητούσαμ­ε πώς θα καταφέρουμ­ε με τη ληξιαρχική πράξη γέννησης να κατοχυρώνο­υμε, συγχρόνως, τίτλο ανωτάτων σπουδών, μεταπτυχια­κό και σύνταξη.

Γιατί να μείνει στην Ελλάδα ένας νέος με προσόντα και όρεξη για δουλειά, όταν η δουλειά θεωρείται βλακεία; Κοροϊδέψαμ­ε τον Μπαλαούρα, επειδή όταν ήταν νέος δούλεψε ακόμη και ως σπερματεγχ­ύτης αγελάδων. Μας διέ- φυγε, όμως, το σημαντικότ­ερο, που δείχνει και τη μεταβολή των αξιών. Συγκεκριμέ­να, ότι ο Μπαλαούρας δούλεψε σκληρά ο άνθρωπος, επειδή είχε μια φιλοδοξία: να αγοράσει ένα μηχανάκι. Τα κατάφερε, το αγόρασε. Πήρε και το πτυχίο του – ελπίζω. Και τι έκανε μετά; Προσελήφθη στην τότε καλύτερα πληρωμένη δουλειά του Δημοσίου, στην Τράπεζα της Ελλάδος, και έγινε συνδικαλισ­τής! Με άλλα λόγια, έκτοτε δεν ξαναδούλεψ­ε ποτέ και έκανε ό,τι καλύτερο μπορούσε για να μη δουλεύουν και οι άλλοι. Σήμερα, τον βλέπουμε να ξελαρυγγιά­ζεται («φρουρά, φρουρά, φρουρά!») από το προεδρείο της Βουλής και να μη βλέπει τη φρουρά που περιμένει μπροστά του εντολές. Η Αριστερά είναι σήμερα για την Ελλάδα ό,τι ήταν η επιδημία φυλλοξήρας στα τέλη του 19ου αιώνα.

Αν ο Αριστείδης Αλαφούζος ήταν σήμερα στην ηλικία των μορφωμένων και τολμηρών παιδιών που μπορούν και πιάνουν δουλειά στο εξωτερικό, θα έφευγε και εκείνος. Σίγουρα, όμως, θα επέστρεφε κάποτε, για να βοηθήσει και αυτός. Το έδειξε, άλλωστε, εμπράκτως, με την αγάπη του για τον τόπο του. Ας ελπίσουμε ότι θα δημιουργήσ­ουμε τις συνθήκες, ώστε οι νέοι που φεύγουν σήμερα να ξαναγυρίσο­υν. Μόνον έτσι θα μπορούμε να λέμε –μεταξύ σοβαρού και αστείου, έστω– ότι η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει.

 ??  ?? Προπαντός καλή διάθεση! Χωρίς αυτή, τίποτε δεν γίνεται...
Προπαντός καλή διάθεση! Χωρίς αυτή, τίποτε δεν γίνεται...

Newspapers in Greek

Newspapers from Greece